...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Δεκεμβρίου 2009

Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΜΟΥ

Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΜΟΥ


Στάξανε οι ώρες την αγρύπνια μου κι εσύ δεν ήρθες
Ούτε για να μιλήσεις άνεμο, ούτε για ν’ απαγγείλεις ποίημα-
Μονάχα ανέβηκες στον λόφο τον αντικρινό
Πέρασες μέσα απ’ την ολομόναχη πορτάρα
Κι έφερες έναν Νάξου
Σκοπό να προκαλέσει μίσος στα πελάγη.
Κάτι αινίγματος της ζέστας δευτερόλεπτα που ήρθανε
Ν’ αγγίξουν ουρανό λιγάκι
Να ξύσουνε την κεφαλή της μοναξιάς από την απορία-
Έφυγαν
Χάθηκαν-
Τα είδες;
Μόνο μια Παναγία γόησσα χελιδονιών
Κράτησε μες την αγκαλιά της ποίημα
Κι όλες θρηνήσανε οι νεότητες,
Ανοίξαν ροδοπέταλων διαλόγους
Κι από μακριά του ακατόρθωτου ακόμη
Θριάμβευσε η σιγουριά η ευτυχία να γίνει…



26.7.2007

ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Μπρούμυτα κοιμόμαστε όλοι- σαν
Να πλέουμε σε κάποια θάλασσα - ή
Να μην μπορούμε να κοιτάξουμε τον ουρανό.
Και τα σκέλια μας ανοιχτά στις πλευρές
Δύο του κρεβατιού.
Σαν διαβήτης το κεφάλι μας ακίδα
Καρφωμένη στο όνειρο.
Εκεί όπου γεωμετρούμε σε άγνωστες
Χώρες του νου۬ και το μυαλό
Σκηνοθετεί παιχνίδια μες το ασυνείδητο.
Να φέρνεις μόνο ένα πείσμα να σου γίνουν όλα όπως τα θες
Γιατί η ζωή σε ειρωνεύεται συνέχεια.
Προχωρημένη η νύχτα προς τα άγρια χαράματα
Όλα φωτίζονται σαν πράσινης ομίχλης σκεπασμένα.
Αυτά που βλέπεις είναι ανύπαρκτα
Αυτά που αισθάνεσαι δεν έχουν νόημα κανένα-
Ένα τριζόνι που κανοναρχεί στο ξεπροβόδισμα του άστρου
Και τί να σου προσφέρει πια η επιθυμία-
Δεν έχει βάρος-
Κι εσύ ξυπνάς σαν τρομαγμένο
Πουλί που
Του κόπηκε η λαλιά. Πού να πιστέψεις;
Όλοι οι θεοί σπουδάσανε στην απονιά
Κι οι στίχοι ακόμα είναι βέλη που αστοχούνε
Και το λουλούδι μ’ ένα φευγαλέο άρωμα
Μέσα στον ξύπνο σου δεν έχει μύρο
Παρά μονάχα για μια νοσταλγία τεθλασμένη.
Έλα λοιπόν ν’ ακούσεις την σιωπή της μέρας που χαράζει
Κι ανοίγει σαν βεντάλια την καρδιά της
Σαν το φτερό του παγωνιού να σε μαγέψει.
Όμως εσύ
Αλλού ακούς τα γούστα σου,
Μέσα στα μάτια σου κυρτώνει ο ουρανός,
Αδέξιος πόνος,
Κάπου βαθιά πολύ από της μοναξιάς, το αχερούσιο σάλπισμα
Βλέπεις εκεί
Σαν πίσω απ’ το παράθυρο της χειμωνιάτικης μπόρας
Τον άνεμο να ξετυλίγεται αργά μες την ψυχή σου
Κλονίζοντας του θάρρους τα θεμέλια
Κι ένας ναός της θέλησης γκρεμίζεται με κρότο
Σβήνοντας απ’ τα σύνορα τα σύνορα
Από το ύψος καταργώντας κάθε χωροβάτη…

ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Μπρούμυτα κοιμόμαστε όλοι- σαν
Να πλέουμε σε κάποια θάλασσα - ή
Να μην μπορούμε να κοιτάξουμε τον ουρανό.
Και τα σκέλια μας ανοιχτά στις πλευρές
Δύο του κρεβατιού.
Σαν διαβήτης το κεφάλι μας ακίδα
Καρφωμένη στο όνειρο.
Εκεί όπου γεωμετρούμε σε άγνωστες
Χώρες του νου۬ και το μυαλό
Σκηνοθετεί παιχνίδια μες το ασυνείδητο.
Να φέρνεις μόνο ένα πείσμα να σου γίνουν όλα όπως τα θες
Γιατί η ζωή σε ειρωνεύεται συνέχεια.
Προχωρημένη η νύχτα προς τα άγρια χαράματα
Όλα φωτίζονται σαν πράσινης ομίχλης σκεπασμένα.
Αυτά που βλέπεις είναι ανύπαρκτα
Αυτά που αισθάνεσαι δεν έχουν νόημα κανένα-
Ένα τριζόνι που κανοναρχεί στο ξεπροβόδισμα του άστρου
Και τί να σου προσφέρει πια η επιθυμία-
Δεν έχει βάρος-
Κι εσύ ξυπνάς σαν τρομαγμένο
Πουλί που
Του κόπηκε η λαλιά. Πού να πιστέψεις;
Όλοι οι θεοί σπουδάσανε στην απονιά
Κι οι στίχοι ακόμα είναι βέλη που αστοχούνε
Και το λουλούδι μ’ ένα φευγαλέο άρωμα
Μέσα στον ξύπνο σου δεν έχει μύρο
Παρά μονάχα για μια νοσταλγία τεθλασμένη.
Έλα λοιπόν ν’ ακούσεις την σιωπή της μέρας που χαράζει
Κι ανοίγει σαν βεντάλια την καρδιά της
Σαν το φτερό του παγωνιού να σε μαγέψει.
Όμως εσύ
Αλλού ακούς τα γούστα σου,
Μέσα στα μάτια σου κυρτώνει ο ουρανός,
Αδέξιος πόνος,
Κάπου βαθιά πολύ από της μοναξιάς, το αχερούσιο σάλπισμα
Βλέπεις εκεί
Σαν πίσω απ’ το παράθυρο της χειμωνιάτικης μπόρας
Τον άνεμο να ξετυλίγεται αργά μες την ψυχή σου
Κλονίζοντας του θάρρους τα θεμέλια
Κι ένας ναός της θέλησης γκρεμίζεται με κρότο
Σβήνοντας απ’ τα σύνορα τα σύνορα
Από το ύψος καταργώντας κάθε χωροβάτη…

26.7.2007

ΛΕΣΒΙΕΣ ΩΡΕΣ

ΛΕΣΒΙΕΣ ΩΡΕΣ

Απ’ όλες τις μαγείες αν περάσεις μαθητής το ξέρεις-
Μ’ έναν μονάχα τρόπο ο νους σου φλέγεται
Κι αρχίζει η οδύνη των αναζητήσεων
Σαν ιδέες χορταρικών να θέλει το στομάχι σου
Τα ερυθρά σου αιμοσφαίρια οξυγονώνουν την γαλήνη
Σαν μια παχιά ομίχλη στίχων να την κόψεις με μαχαίρι
Εκεί που χάνεσαι οδοιπόρος ποιητής ή εξερευνητής ονείρων.

Μετά αρχίζουν όλα!
Να σβήνεις τα τσιγάρα καθισμένος σ’ έρημη ακρογιαλιά
Να παίρνεις συμβουλές από τον φλοίσβο που σου ψιθυρίζει νότες
Να συγυρίζεις το χαμόσπιτο του βίου
Όλο σπαρμένο στίχους, πεταμένες
Ιδέες γιαλού επάνω στα πατώματα
Και Λέσβιες ώρες σαν φιάλες του ποτού
Αδειανές, πόνο κι αρμύρα!

Και των παιδιών που παίζοντας πιο πέρα με την μπάλα
Αναστατώθηκαν οι τόποι όπου αγαπούσαν για να έρχονται το απόγεμα.
Θαλασσοπούλια μάντεις του αιώνιου
Πέτρας και πολίας θάλασσας τέκνον
Γράφοντας μύθους ερημιάς ο Αλκαίος, γέρνοντας
Προς τον μοναδικό θεό
Δέντρο
Πουλί
Αέρα
Ήλιο
Θάλασσα
τραγούδι
άνθρωπο-
άνθρωπο που αγωνιά να αγγίξει ένα λουλούδι…


25.7.2007

ΓΡΑΦΕΙΣ

ΓΡΑΦΕΙΣ


Νοήματα που σε χαράκωσαν όπως στο δέρμα
Μιας πόρνης παίζει ουλές του νταβατζή ο σουγιάς
Κι η απειλή παντού υπάρχει:
Στον ύπνο και τον ξύπνο, στην ζωή
Στον θάνατο κάτω απ’ το κραυγαλέο κυπαρίσσι
Εκεί που ακούς σαν ήχο μακρινό
Το τσίριγμα ψυχής που πάει στον Άδη
Ενώ στο ανοιγμένο σου παράθυρο αντίκρυ
Από μια θάλασσα το μπλε της ευτυχίας στοχάζεσαι
Που σου ξεφεύγει πάντα.
Σαν κέρμα που διαλέγεις όψη κι όταν πέσει χάμω
Είναι η άλλη
Κι εσύ το ξέρεις πια ότι η τύχη δεν σε θέλει
Κι όλοι οι θεοί σε πολεμούνε-
Άνθρωπε μόνε σαν πουλί ορφανό
Με τούτα τα φτερά πού να πετάξεις
Που έχουν έναν δράκο όλα τα παραμύθια σου
Και τα γαλάζια όνειρα δεν δέχονται
Την μοναξιά σου.

Και γράφεις, λόγια των καιρών, μυθολογίες
Αμίλητα νερά, ιδέες
Της ζέστας ενός λίθου πλάι στο ποτάμι
Που παίρνει την ζωή σου όπως φυλλαράκι
Δέντρου που έπεσε και παρασέρνοντας την πάει
Σε άπονο διάστημα…


24.7.2007

ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΙΟΥΛΙΟΥ

ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΙΟΥΛΙΟΥ

Σε βρήκα εδώ αγέρωχη σαν μια αναρριχώμενη άνοιξη
Με μια θωπεία μοιρασμένη σε μερίδια
Μοσχοβολιάς. Η σαν της βοκαμβίλιας πολυόματο
Σώμα
Αρπαγμένο απ’ τα κάγκελα ανεβαίνοντας
Όλη την ώχρα του παλιού σπιτιού.
Έμπνευση Ιουλίου!
Ζαλίστηκες εκεί που απελπίζει μεσημέρια ο ήλιος
Και σούστειλα χαμπέρια με φωνήεντα του σπίνου
Άνοιξες όλη την ουσία σαν επιστολή ανεπίδοτη
Με αδιακρισία ανέμου που τρυπώνει μες τα απλωμένα εσώρουχα.

Κι εκεί με βρήκες επιτέλους!
Να έχω ηθική βράχου μοναχικού
Αντικρύ στο πέλαγος
Κι ένα πεισματικό πανέρι να συλλέγω
Βύσσινα στίχων, περγαμόντο
Κι όσα τρατάρει η θεία Σταυρίτσα στο Βαφειό
Τον κουρασμένο ταξιδιώτη!
Θυμήσου πάντα:
Στις Ιωνίας τις πλάτες γράφει στίχους μια Ελλάδα!


24.7.2007

ΧΟΡΕΥΤΡΙΑ

ΧΟΡΕΥΤΡΙΑ


Γύρισε εδώ το βλέμμα πάνω στην χορεύτρια
Που αλλάζει τόπο μ’ ένα λίκνισμα
Σφήκα ανέμου το κεντρί της σε πονά
Πατάει μέσα στις χώρες των ωραίων ονείρων σου
Έχει πνοή λεβάντας στην ανάσα - ο χορός της
Ένα θαλάσσης μίλημα
Με βότσαλα άπεφθα διαμάντια
Πατάει την γη κι ανέρχεται
Και μέσα στην ματιά σου έχει
Ένα της σάρκας δόξασμα
Μια υμνωδία αγγέλου…

ΚΑΤΟΡΘΩΜΕΝΟ

ΚΑΤΟΡΘΩΜΕΝΟ


Εκεί που το μνημονικό μυρίζει πίκρα
Άνοιξα πύλες ευφροσύνης μες τον άνεμο
Γύμνασα λόγους μου αντάρτες
Χτυπώ μ’ αισθήματα Ιουλίου τις σιωπές
Κι ανοίγουν στίχων σπίτια με φιλόξενες αυλές
Μ’ ένα γεράνι ώρας με δροσιά
Νερού απ’ τις πλυμένες πλάκες της αυλής
Δυόσμος και μαντζουράνα
Λέσβου ανάγνωσμα
Και γονικά της Γέρας
Κάμποι ιερής ελιάς που ο ήλιος τρέχει
Φτιάχνοντας έναν κότινο ανεκτίμητο
Κι έρχομαι με έναν πόθο ανεξιχνίαστο
Στα πρωινά λαγκάδια των εκπλήξεων
Ιερουργώντας με ελληνικά γαρύφαλλα
Σμίγοντας τις μεσημεριάτικες ξανθάδες
Ψίθυροι ώρας, έκρηξη καρδιάς
Κοσμήματα του θαρραλέου ανέμου
Η θάλασσα γαλήνια ψαλμωδεί
Και έχει μιαν υπόσχεση της θαλερής επιθυμίας…


24.7.2007

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

ΕΠΙΘΥΜΙΑ


Να μπορούσε να γραφτεί απαρχής όλη
Η πορεία του ανθρώπου
Η ιστορία της γης ν’ αρχίσει ξανά
Σβήνοντας λάθη και πολέμων θύελλες
Να ξημερώσουμε απορημένοι σαν μικρά παιδιά
Σ’ έναν γαλήνιο κήπο
Με φρούτα δίχως ηθικό αντίβαρο
Μόνο φυλλώματα σκιερά που το πουλί
Αγαπά να κρύβεται.
Ντυμένο άμφια χρυσά της μελωδίας
Κι εκεί που ένα μέλι νότας του μικρού κοκκινολαίμη
Αρχίζει μια ζωγραφική ψυχής με χρώματα
Που ευωδιάζουν ευφροσύνη
Νερά δροσάτου σφρίγους
Άνοιξη πλημμυρίδας της καρδιάς
Σκιρτήματα του πόθου, ημέρες
Που όλα δείχνουν άσπρα κι είναι ασπρότερα
Και μες την κρουσταλλένια ζέση του ήλιου
Καθαγιάζονται οι σιωπές
Κι εμείς σαν ποιητές σπουδάζουμε ευωδιές
Ιδρύοντας θρησκείες όσες
Υπαγορεύουν οι ποθόδοξοι άνεμοι
Φυσώντας πάλι στον πηλό
Έχοντας πάλι προ των οφθαλμών την έκπληξη
Αναγνωρίζοντας απ’ την αρχή την αγιότητα
Βάζοντας σπίρτο σ’ ένα αμαρτωλό αγκάθι
Κι η ώρα σαν κοτσάνι φρούτου όλο χυμό
Σκάζει την φλούδα της σαν παραγινωμένη ευτυχία.
Να φύγουμε όλους τους θυμούς που διαλύουν τις καρδιές μας
Σαν να 'μαστε ένας νέος άνθρωπος, πλάσμα
Μιας πρόσφατης δημιουργίας
Ανίκανοι να πράξουμε πολέμων θύελλες
Να έρθουμε με παιδική αθωότητα μπρος στο εικόνισμα του δένδρου
Και να προσευχηθούμε στου νερού
Την καθαρότητα, στον ύμνο
Του αέρα, στης όρασης
Το άμετρο βασίλειο
Παντού να αλλάξουν όλα, σαν
Αναγεννημένης ανάσας το υπέροχο βάθος
Σμαράγδια στοχασμοί ν’ αφήσουν μιαν απόκρυφη
Λάμψη: κι ο νους ν’ ανατινάξει τις επάλξεις
Που τελευταίες κρατά η δούλα του ψυχή.


23.7.2007

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ


Με την αφή εξουσίασα, με την αφή
Πήρα όλο το μήνυμα, σπούδασα
Τα νοήματα όλα.
Άνοιξα την καρδιά του λουλουδιού, άγγιξα
Το κορμί, το κραυγαλέο στήθος
Μπήκα ευθύς στον άνεμο
Διέσχισα τα δάση των οράσεων
Με την αφή
Άγγιξα το κουπί με την αρμύρα της θαλάσσης
Με την αφή
Λάτρεψα έναν θεό, τον Έπαφο, γυμνό ιεροφάντη!
Κι έσφαλα όλος μες τις άσπρες μου σελίδες!
Ιδρώνοντας πολύ μελάνι για να πω τα ανείπωτα- όμως
Με την αφή
Άγγιξα ιερά μου ροδοπέταλα
Κορμούς των δέντρων, επιδερμίδες
Της γης, της χλόης, του νερού
Με την αφή
Κάποτε και ψυχή ανθρώπου πριν μου διαφύγει
Η άχνα της.
Κι έφερα όλες τις ψιχάλες απ’ το πρωτοβρόχι
Μέσα σε ένα τοπίο ποίησης
Εκεί που φάνηκαν οι πιο λιγνοί ανέμοι να εξουσιάζουν
Ένα τσαρδί από λιόγερμα.
Σφύριξαν οι λεβάντες της επιθυμίας, οργιές
Που έκανε η περπατησιά μου
Στο όνειρο μέσα
Με την αφή
Ήρθα κοντά σου τίμιο ξύλο της ψαρόβαρκας
Έσφιξα ένα ροζιασμένο χέρι του βαρκάρη
Κι όπως του Ποσειδώνα θα μου φάνηκε
Άγγιξα το αρχέγονο εκείνο λειασμένο βότσαλο
Που ξέβγαλε μια θάλασσα μαργιόλα
Κοχύλια που άναψαν μες την θρακιώτικη ερημωμένη παραλία
Και τα 'βαλα στ’ αυτί μου να ακούσω
Ψιθύρους μακρινούς του πέλαου
Νύχτες των μακρινών ωκεανών
Των άστρων μελωδίες
Με την αφή
Εκεί που έκλεινε τα σύνορα η χώρα του απόλυτου
Κι εγώ
Να πολιτογραφήθηκα πολίτης της
Με μιαν αφή
Από καθάριο κρύσταλλο…των λέξεων!

23.7.2007

Τι ελπίζουμε όταν γράφουμε;

Γ’



Τι ελπίζουμε όταν γράφουμε;
Να ξυπνήσουμε ποιόν; Όλοι
Δεν κοιμούνται εδώ;
Σε μια πρόβα θανάτου, σε μια χώρα
Που δεν χωρά πουθενά….


23.7.2007

ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΩΡΑ ΤΟΥ ΒΡΑΔΙΟΥ

ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΩΡΑ ΤΟΥ ΒΡΑΔΙΟΥ



Τί έκαψε μες τις παλάμες του μεσημεριού ο Ιούλιος
σιωπές μαχόμενες ή λίγες
επαναστάσεις των πουλιών
τζιτζίκια τετερίζανε όπως ιερουργοί του θείου καλοκαιριού
μονότονα σαν πληρωμένοι δολοφόνοι
η ησυχία απειλούνταν
αποπαντού
αποπαντού εφορμούσε ο ήλιος
έτριζε η ραφή του ουράνιου σεντονιού
μια διάφανη τεζαρισμένη μέρα
άπλωνε τα πλυμένα της σ΄ ένα σκοινί από ζέστα
κι εκεί στεγνώνανε από τα δέρματα όλα οι ιδρώτες
κι η σαύρα πράσινη γλιστρούσε μες της λιγοστής
χλόης την όαση σαν αγκαλιά της ώρας.

Τα νερά δώσανε μήνυμα σαν χάρτες
Παλαιοί. Με μουσική από υδάτινη
Πολυλογία. Ξωκλήσια σαν λευκά
Εικονίσματα
Στις πλαγιές που μύρισαν θυμάρι.
Ο ουρανός που κατεβαίνει χαμηλά
Σκιάζει τις μυρσίνες
Που ελεούν το πέλαγο. Άγγελοι
Δισταχτικοί
Κατεβαίνουνε
Ν’ αντιμετωπίσουν ηθική ανθρώπου
Μόνο εξουθενωμένοι μένουν κάποιες
Φορές μες την εξαίσια μουσική –

Πρόκειται εδώ ν’ αγγίξουμε την ουτοπία!

Κι οι στιγμές που θα έρθουν και χάνονται
Μετά. Που οι άνθρωποι όλοι αναρωτιόμαστε που πάμε
Μόνο πορείες χωρίς προορισμό, μόνο
Ένα σπίτι στην ερημιά
Ανάβοντας λαμπιόνια σαν καντήλια μακρινού κοιμητηρίου
Αγκαλιές της νύχτας, άστρα
Καλόγνωμα, νοσταλγίες
Δεμένες μ’ άνεμο- Ήρθα
Την δωδεκάτη ώρα του βραδιού
Με τα τετράδιά μου φορτωμένα θλίψη
Κι έφερα αυτή την όραση από πυροβολισμό των στίχων
Μες το τοπίο του απονύχτερου ουρανού
Ζωές του νυχτολούλουδου, πνοές
Ενός ξανθού λεβάντε
Στ’ ανοιχτά των ονείρων κουράζεται
Κολυμπώντας η αγάπη…

23.7.2007

ΕΙΚΟΝΑ

ΕΙΚΟΝΑ


Πώς ξεγράφεται ένας λεκές ψυχής, πώς
Ακουμπά την καρδιά του ανέραστου η χελιδόνα
Την σκίζει και εγώ
Πώς μάχομαι μέσα στις μανιασμένες λέξεις, οπαδός
Θρησκείας που εξαργυρώνει όλη την ύλη μ’ έναν οβολό
Από αυτούσιο φεγγάρι…

Και μέσα σ’όλα πού θα βρεις αυτί να παραπονεθείς
Και να σ’ακούσει
Πού έχουν βροντισμό μεγάλο οι σιωπές του λεξιλόγιου
Και έρχονται σαν άγιοι οι ανέμοι
Να σε χαλάσουν μέσα στα τοπία
Που με τα χρώματα του νου πιάνεις να ζωγραφίσεις πέλαο
Κι όλο σου φεύγουν τα δελφίνια.

10.7.2007

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ



Μουσική που μου χαρίστηκες όταν
Όλες οι σιωπές ενωθήκανε
Κι ήμουνα μόνος αστροπόρος στο νεφέλωμα
Ξέροντας ότι ακούγεται φριχτά η γαλήνη
Κι η μοναξιά πονάει σαν έγκαυμα.

Τώρα ελάτε να μου παραστέκεστε νότες
Το καλοκαίρι αλλάζει τα σύμβολα
Οι παραλίες γεμίζουνε με φωνές των παιδιών
Οι πιο σημαντικές καμπάνες των νησιών
Ξύνουνε μια ασβεστολιθική ουτοπία.

Μένω στην χώρα των τιτάνων κι όμως
Πως γέμισε με νάνους τούτο το τοπίο
Μπατάρει στα ρηχά μ’έναν καημό από κρύσταλλο
Κραδαίνεται μέσα στην ερημιά του
Μόνο τον ήλιο βλέπω νικητήριο
Να δίνει τους χρησμούς σαν ακατάληπτους
Που ορίζουν ένα πέρασμα ελπίδας.


9.7.2007

ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

Γ’



Μέρες ξανθές οπώρες
Διανοίγοντας ένα Ιούλιο πέρασμα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος
Ξαναγραμμένες ομορφιά και ανέμους
Βότσαλα παραλίας ερημικής
Που ασκήτεψαν οι επιθυμίες μας
Νερά πρασινωπά μνήμες
Από την παιδική σου ηλικία
Στην Λέσβο ανάβοντας τα φώτα εξοχής
Ατσάλινες κλωστές της ζέστας
Που ράβουνε το ύφασμα λάβρων μεσημεριών
Χοροί χελιδονιών στα χαμηλά
Μάτια έκπληκτα ανάσες
Λαχανιασμένες πόδια
Κουρασμένα απ’ το τρεχαλητό επάνω στην χαλικωσιά
Κάτω απ’ τις καρυδιές ο ίσκιος παίζει
Με μια δροσιά νερών από μπαρούτι.
Στο περιβόλι με τσαχπίνικα
Ζαρζαβατικά της θεία Σταυρίτσας έγνοια
Ντομάτες κόκκινες σαν υποψίες
Καρπούζια ριγωτά σαν πιο παράξενα άλογα
Και μελιτζάνες-
Φαλλοί ταλαιπωρημένοι.

Ξυλόγλυπτες κονσόλες με καθρέπτη πάνω τους
Φωτογραφίες προγόνων με μουστάκι
Παππούς, προπάππους, τα ασημικά
Που μαραγκιάζουνε στην θλίψη του μετάλλου.

Εκεί οι φίλοι οι παιδικοί σαν τα λιμάνια
Που τα καράβια αγαπούνε νάρχονται
Αλητείες στην ηλικία των δώδεκα
Κι όμως αγιότητα όλα
Και τα τετράδια σου με τα ποιήματα
Που τα έσκισες για ν’ασκητέψεις
Κι οι θυμωμένες μέρες σου όλα
Να σε διαμορφώνουν σαν παλίμψηστο
Μεριές μεριές να γράφεσαι την μοναξιά
Κι όλες οι ύστερα σιωπές να σου την αναιρούνε….

Κι ο φούρνος στην παλιά αυλή με μια οσμή
Από βωμού θυσία και τσίκνα
Κι οι λιγοστές ελιές όπου τα τσοπανόσκυλα
Προσέχουνε το αμέριμνο κοπάδι.
Όπως οι Παναγιές τις νοιώθεις σαν γειτόνισσες
Και βλέπεις τες ν’ ανεβοκατεβαίνουνε τα καλντερίμια
Τοπία ψυχής παιδιού τα καλοκαίρια ύστερα από το σχολείο
Πρωτόγνωρες χαρές και ζωγραφιές
Του ματιού που μαθαίνει χρώματα.

Και οι κοπέλες ρόδινες σαν αινιγματικά ελάφια
Με χυμό σαν αναμμένα φρούτα, απαλές
Λαβωματιές σκιρτήματα
Πρώτα κι αξεδιάλυτα
Σκοτάδια
Με φουστάνια
Παρδαλής μαγείας
Που κρύβουν αποκάτω ένα θαυμαστικό
Με χείλια
Που σου ανάψανε φωνές που δεν θα σβήσουν….


8.7.2007
Β’


Ζόφε ιερέ που με έχεις
μανιασμένο αεράκι της ψυχής
η θέληση έρχεται νικηφόρα
μες την ζωή επάνω στην ζωή!
Μου υπακούνε όλα: κι ο βυθός
που κατέβηκα σαν ένας άλλος
ουρανός να εξαγνιστώ-
και το άλλο μέρος της ζωής μου
που άναψε ξαφνικά όταν τέλειωσαν όλα-
μάντεψε το αύριο
μετά από την πίκρα που αφήνανε οι μέρες
στις αυλές με τους βασιλικούς και τις μαυροφορεμένες
γερόντισσες, στις πλάκες πάνω
ακούγεται το τόπι του μικρού παιδιού.
Κάποιος νικάει τον θάνατο….
κάποιος το ξέρει ότι η ζωή θα συνεχίζεται-
όπως άπαρτο κάστρο….

ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ




Α’


Ντέφι θρυμματισμένο του ήλιου
πως να χορέψει ο κόσμος με αυτόν
τον κομματιασμένο ρυθμό σου;
Ηχείς παράταιρα
πάνω απ’ τις επάλξεις των χελιδονιών
που υπερασπίζονται ένα τσαρδί από κρύσταλλο.

7.7.2007

ΠΡΩΙΝΕΣ ΑΚΤΙΝΕΣ

ΠΡΩΙΝΕΣ ΑΚΤΙΝΕΣ


Ι

Πρωινό σαν σε καθρέφτη-
Όλα ακινητούν
Ανάβει η λευκή γαρδένια της μέρας
Τα μάτια του ήλιου ανοίγουν
Όλα ζεσταίνονται-
Λίγο,
λίγο μόνο
Πάνω στο πρόσωπο του κόσμου
Ζωγραφίζονται χίλιες εξάψεις…

ΙΙ

Βαστάει ακόμα από την νύχτα η ψύχρα
Η υγρασία γυαλίζει τα παπούτσια της
Κάνει μία τρεχάλα ρυθμική
Το κουμάντο το 'χει ο ήλιος
Ροζαλί ουρανός και σπαρμένο συννεφάκι
Που βλασταίνει…

ΙΙΙ

Ο κήπος πέφτει μες το πρωινό
Ασήμαντο χώμα, λουλούδια ασήμαντα
Το ακονισμένο μαχαίρι της ώρας
Σφάζει την καρδιά του Σεπτέμβρη…


22.9.1983
Ζούμπερι

ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΧΕΡΙ

ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΧΕΡΙ



Κατέβαιναν με ένα φοβερό ύφος τα λόγια σου
Στον ύπνο μου μέσα
Άφηνε ρόδα η λύπη μου για να κατρακυλήσει
Ξεκούμπωτο μπλουμ στο νερό της στενοχώριας
Το γυαλί που κοιτούσα απομέσα του
Ράγιζε
Μια κορμοστασιά
Πάνω από το ύψος του "χαίρεται"
Και άνοιγε δρόμους μυστήριους
Αρχίζοντας από την στιγμή που το χέρι πέτρινο στο πόμολο
Της πόρτας έκανε έξοδο.

Ασταμάτητα είχα βαρυγκομίσει
Φέγγανε αισθήματα
Να βρω την αρχή μ’ ένα σωθικό φαγωμένο απ’ τον πόνο
Που δεν θα σου πω
για το άνοιγμα ας πούμε
Στ’ ανοιχτά του απελπίζομαι…

Τριγύρω πεύκα
Τζιτζίκια
Φως
Πυρώνει το μεσημέρι
Μόνος μου
Υπάρχω…


11.8.1983

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ



Οι μέρες δεν μου πάνε
Τις φορώ κατάσαρκα
Σαν το πουκάμισο του Νέσσου
Γίνομαι αγαλμάτινος
Η μουσική με ζώνει
Η σιωπή γύρω μου κάνει αυλάκια
Ρέει ο ιδρώτας
Η μοναξιά καίει ψυχές
Ανεβαίνω
Βράχο ελληνικό
Κάνω Ζάλογγο πρόλογο στο ποίημα…


13.8.1983
Ζούμπερι

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ



Άλλο κουμάντο φθινοπωρινό
Τέλειωσε πια το τέλειο καλοκαίρι
Η ηλικία με την φαρδιά όρεξη
Και τα ξυπόλητα αλητάκια της μέρας!

Ψιχαλισμένοι δρόμοι, πεζοδρόμια ψυχρά
Φθισικά προάστια, φώτα
Ασθενικά, μουσική δειλινή κατακόκκινη
Ξεχυμένοι από το πληγωμένο κορμί της μέρας
Που πεθαίνει
Άλλη μια φορά υπέκυψε
Στην νύχτα!
Ψύχρα στα μάτια της νύχτας.

Τα βλέπω όλα αυτά.
Το βράδυ βράδυ η γη ακουμπάει στην παλάμη του πόλου της.
Ανάμεσα στα πεύκα, τον γαλαζωπό ουρανό
Η πανσέληνος. Πασπαλίζοντας με άχνη τα δέντρα
Τη βαριά υγρασία που αγγίζει
Το κόκαλο…


21.9.1983
Ζούμπερι

ΠΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ



Είδα την κίνηση του πρωινού
Άκουσα το αίμα που
Συλλαβίζει τις γεννήσεις
Ένοιωσα την δημιουργία
Τον πυρετό της ζωής
Τον θάνατο.
Έγδυσα το μωρό του μέλλοντος
Μες την καρδιά μου.
Αγάπησα τον κόσμο.

Την πιο καλή διδασκαλία μου την έδωσε η άνοιξη.
Έπιασα
Χέρι που κτίζει
Σε μία χειραψία γενναία
Έπιασα τον παλμό του κόσμου…


20.9.1983
Ζούμπερι

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ



Φθινόπωρο
Αγγιγμένο απ’ την ψύχρα
Από τις στέγες των σπιτιών
Με παράξενη μουσική
Που ψελλίζει.

Τα βράδια αδειάζει ολόκληρο μέσα στην μοναξιά
Ένα ξυπόλητο φεγγάρι δέεται
Το νυχτολούλουδο πετά την νοσταλγία του
Κάτω απ’ το σεντόνι της νυχτιάς…

20.9.1983
Ζούμπερι

ΜΙΛΑΜΕ

ΜΙΛΑΜΕ



Είναι πολύ μουτζουρωμένοι οι άνθρωποι
Σε μια εποχή που αφθονούν οι σαπωνοποιίες
Να σου μιλώ σε μιαν απλή μέρα
Μισοφαγωμένος απ’ τον γύπα της αγάπης.
Δεν καταλαβαίνεις.
Το χέρι μου θέλει να σ’ αγγίξει.
Αισθάνομαι το βαθύ άρωμα της ψυχής σου.
Μιλάς.
Μιλάω.
Πολύχρωμα λόγια πάνε την αγάπη τελικά.
Τελικά που όλα υποχωρούν όπως πηγαίνεις λάθος….


17.91983
Ζούμπερι

Η ΜΠΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

Η ΜΠΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ



Ρολόι του κλαδιού, ηλιακή σκιά
Στην φλούδα του Σεπτέμβρη
Ο κόσμος τρίζει σαν στερέωμα
Σιωπές διαπερνούν το σώμα του σ’ έναν
Βελονισμό της μοναξιάς του
Ρυθμός
Στου φθινοπώρου το πετσί, ανάκρουσμα
Σιγανό στην μπάντα της Παρασκευής είμαι
Διαφορετικός απ’ την αχτίδα του ήλιου κοιμάμαι
Κι’ ονειρεύομαι
Η καρδιά μου
Στενάζει και πάλλεται
Μεγαλώνει…


16.9.1983
Ζούμπερι

ΝΥΧΤΑ

ΝΥΧΤΑ


Καβγάς άστρο με άστρο
Λόγια με ύφος
Χέρια
Επάνω στα μαλλιά της νύχτας
Που νικάει

Το φεγγάρι πάει περίπατο
Πρόσεξε να ανακαλύψεις μια φωνή για σένα
Ψιλό λιγνό δέντρο
Ακούω την μουσική
Ο στίχος μου που πέφτει μέσα στην καρδιά της
Μ’ εξουσιάζει!...


15.9.1983
Ζούμπερι

ΠΟΙΗΤΗΣ

ΠΟΙΗΤΗΣ



Μέρα χωρίς αντίκρισμα
Πουλιά στον γαλανό ουρανό της
Αύγουστος

Στο μάτι των καιρών ένας των λέξεων ακροβάτης
Τρελός μες το μαράζι των δικών του στίχων
Λέει αγάπης λόγια
Χωρίς αντίκρισμα

Ραγίζει ο πόνος του
Χιλιάδες κομματάκια λύπης
Τριανταφυλλένια…


16.8.1983
Ζούμπερι

ΤΕΛΙΚΟ

ΤΕΛΙΚΟ



Με το φτυάρι του θανάτου αδειάζει η ζωή
Δυστυχώς
Τέτοιο ξόδεμα
προτού να κάνεις κιχ
Ή πεις αλίμονο

Σ’ αρπάζει και με μιας σε μπήγει μες την γη
Με τα αραιά μαλλιά σου αναστατωμένα
Έχε σου λέει τ’ όνομα
Την κόψη έχω εγώ
Λοξά λοξά όπως πάει το καράβι μες τον άνεμο
Και η καταιγίδα του αρχίζει τους πνιγμένους
Σπάνε οι ελπίδες
Βουλιάζουνε οι κακίες μας
Σ’ ένα βυθό από άμμο η ανάσα παρασύρει
Το σώμα τούτο σαν ναυάγιο…

15.8.1983
Ζούμπερι

ΟΡΕΞΗ

ΟΡΕΞΗ



Όλο αυτό το πρωινό σε μια ανάκριση του ήλιου
Και μην μπορώντας ν’ απολογηθώ σωστά.
Μετά ψιλόβροχο και ήρθες μελαγχολική
Σού 'βγαλα ένα ένα όλα τα κόκαλα
Σού 'ριξα μες τα μάτια σου λεμόνι
Και μες το πιάτο του Αύγουστου
Έμεινα να σ’ ορέγομαι μ’ απελπισία…



14.8.1983
Ζούμπερι

ΓΟΗΣΣΑ ΨΥΧΗ

ΓΟΗΣΣΑ ΨΥΧΗ


Δώσανε μία εποχή από σπαρμένες χίμαιρες
Για τον μελλούμενο άνθρωπο οι μαντατοφόροι
Στο τσίρκο του ουρανού βαθιά και πέρα
Λάμπανε οι σαλτιμπάγκοι της βραδιάς κ’ έβλεπες
Οπτασίες αεράτες κι αίθριες
Δόξες στον Αύγουστο
Μήνα με έναν κρεμασμένο και πικρό λυράρη.

Και στον επάνω ντελικάτο άνεμο
Απ’ τον γυναικωνίτη του έφεγγε η μορφή σου
Τραγούδια πόνος του καημού άναβαν
Στα σταυροδρόμια ενός τάγματος αγγέλων
Μύριζε τρανεμένο γιασεμί
Η πόρτα άνοιξε σιγά
Είδα να βγαίνει η μαντόνα με τα μαύρα
Τσεμπέρι χάϊδεμα στον άνεμο
Φύσημα νάρδου στον πουνέντε
Βράδιαζε λέξεις για το ποίημά μου που κλαίει
Μια ομοιοκαταληξία αγέρωχη
Έστελνε τους ψαλμούς
Ρυθμούς μες την χρωματιστή σου τσέπη.

Καλησπερούδια γόησσα ψυχή
Σε ξέρω μέρα νύχτα μες την γειτονιά σου
Πέφτουνε τα τοπία με μια κίνηση μηχανική
Μέσα στην όραση, στην θλίψη, στο γινάτι
Σ’ ανάβουνε στο όνειρο που ζει
Θέλεις ψυχολογία πουλιού να σ’ αναστήσει
Κλιμακωτή βουή από έναν που επιζεί
Τόσων και τόσων στεναγμών και σε δοξάζει…


14.8.1983
Ζούμπερι

ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ

ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ



Είχε δυο μάτια έκπληκτα όπως που πρέπει στις παλικαριές
Μιλούσε με την γη και του απαντούσε
Ήτανε πάνω απ’ την κουβέντα του λαού
Τον είδανε να παίρνει το τουφέκι του
Και να ξανοίγεται μέσα στο πείσμα του άδικου
Αποφασισμένος να νικήσει
Αυτός που έφεγγε μονάχο το άστρο του μέσα στην νύχτα
Από μια σφαίρα χίλιες νύχτες του σκοτείνιασαν…


12.8.1983
Ζούμπερι

Έντομα είναι ο ύπνος μου αδύνατος κ’ εσύ.

ΙΙ



Έντομα είναι ο ύπνος μου αδύνατος κ’ εσύ.
Που συμφωνούσα κάποτε με το «δεν γίνεται» θυμάμαι
Να κερδίζει σε ύψος το μεσημέρι∙ η κάψα
Να ραγίζει τα τζάμια του
Πάνω στα χούγια του Αυγούστου να αναγνωρίζω
Που απίθωνες ένα τοπίο της Λέσβου απαλά
Στα χέρια μου που τα 'καψε η τύχη.

Σπούσαν τα κουκουνάρια σαν λεπτά
Σ’ ένα ρολόι δευτερόλεπτων αγίου
Τα πεύκα έκαναν όπως που κάνει η λύπη μου
Συνέχεια ξεφλουδίζονταν
Ρέαν γυμνά μέσα στην όραση που σ’ είδε.
Άπιαστη για το βήμα του ματιού
Συγκρατημένη από έναν ψίθυρο ημέρας
Πρόλαβα να σε βρω στο ζόρι που με έσκαβε
Λέγοντας « γειά σου» δίπλα στην ξανθή σου καλημέρα…


12.8.1983
Ζούμπερι

Η ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΗ

Η ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΗ



Αντικρύ στων άστρων το πλεούμενο
Κάθε μια νύχτα στέκει η χαροκαμένη.
Πικρή σχεδόν μέσα στον εαυτό της
Λάμπει μες την διάφανη ώρα
Χτενίζει τα μαλλιά της.
Στην οροφή που παίζουνε ανταύγειες
Με έναν ρυθμό στην αγκαλιά τους

Στο βορινό του φεγγαριού της αίνιγμα
Στον ίλιγγο από κοίμηση που πάει και πλανιέται
Βιαστική πλακώνει ξαφνικά η μοναξιά.
Ανοίγω παραθύρι να κοιτάξω:

Μου φαίνεται ολοένα ανεβαίνει λες πως θα χαθεί
Μα πάλι εκεί γυρίζει που έβλεπες πρωτύτερα
Να φωτεινοδιαλέγει δρόμους η ματιά σου μ’ ευκολία.
Ακίνητη!
Επιλεγμένη για τον πιο σπουδαίο έρωτα. Χείλια
Λες θα μιλήσουνε, θα πουν μια καλημέρα.
Μπερδεύονται και στα μισά του βήματος μιας λέξης
Χάνονται στην μελαγχολία…


31.7.1983
Ζούμπερι

ΑΝΕΜΟΣ

ΑΝΕΜΟΣ



Άνεμος με απόηχο ρημάζει αυτές
Τις νοσταλγίες που έχω

Με πάθος η σχεδόν τρελός στο άκουσμα
Τόσων φρικτών καιρών που με πονάνε.
Στα χείλη η λέξη άγουρη θεέ μου
Θόλωνα και έφερνα στροφές ζεϊμπέκη
Μες στον ρυθμό ρεμπέτικου για να ξεδώσω.
Το σκαρί του κορμιού ρημάζονταν
Σιγά- σιγά.
Κείνο που γερνούσε στην όψη έμενε κρυφό.
Σε υπόγεια ταβερνάκια
Με τον κάπελα του κεφιού-
Εφηβεία χωρίς κόκαλο, μαλακιά αδιαμόρφωτη
Που γινόταν τραγούδι
Και αγωνία για το μεροκάματο που
Λείπει.

Η ζωή μαστορικά πολιορκεί…



31.7.1983
Ζούμπερι

ΑΦΥΠΝΙΣΗ

ΑΦΥΠΝΙΣΗ



Απόψε δεν έχω τίποτα να πω
Μένω κλεισμένος αεροστεγώς μέσα στην μοναξιά
Στο στήθος μου είναι λίγη η πνοή.
Σχεδόν μες την συμπάθεια του καιρού
Αγωνίζομαι να σε πείσω
Ξεκίνα…

25.7.1983
Ζούμπερι

ΜΟΙΡΑΙΑ

ΜΟΙΡΑΙΑ


Επειδή είναι δύσκολο να παλεύεις συνέχεια και
Σχεδόν αδύνατον να βρίσκεσαι πάντα επιτυχημένος
Μέσα στην αλήθεια, λέω που κάποτε πρέπει
Να το παραδεχτείς: η ζωή σε μαραίνει.
Το μεγάλο σου τριαντάφυλλο γίνεται δίφυλλο.
Αυτό το δίφυλλο παραθύρι σου ανοίγω απόψε
Να δεις τον κόσμο βαφτισμένο στο φως…


25.7.1983
Ζούμπερι

Πίσω από την ακούραστη ζωή σχεδόν μανιακή

Ι



Πίσω από την ακούραστη ζωή σχεδόν μανιακή
Σοβαροφανείς ήχοι πρωτεύουσας που σφύζει
Ταληράκι κερδοφόρο με μοντερνισμό
Στείρο όνειρο και προδομένοι επαναστάτες
Με εμβλήματα λύπης
Αγίνωτοι στην ευτυχία.

Η πόλη σχίζει τα ιμάτιά της
Βαραίνει
Κάτι μουρμουρίζουν οι καιροί ξανά
Ρολλάρουν πόνοι και μελαγχολίες
Οι μέρες αδειάζουν άχρηστες στην πλάτη μας
Η αδράνεια μας κρούει θύρες…

24.7.1983
Ζούμπερι

ΚΥΡΙΑΚΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ



Τώρα φωνάζω και μ’ ακούει ο άνεμος
Και
Μια τρύπια Κυριακή

Δηλητηριάζοντας τον εαυτό μου με μια μουσική
Τρελή
Κ’ έναν εγωιστικό κύκλο χωρίς κέντρο

Ποιος θεός θα βρεθεί για να πάρει
Στην αγκαλιά του ένα όνειρό μου κατουρημένο,

Όταν σκοντάφτει η λογική στο πεζουλάκι της αγάπης

Όρθιες κοιμισμένες σκέψεις μέσα στο καθημερινό
Καρβέλι όταν πεινάμε,

Όταν ξυπνάμε από τον λήθαργο και δεν είναι
Ένας στο πλάι μας

Φωνάζουμε «Αγάπη», ο ορίζοντας μεγαλώνει,
Απέραντος…


24.7.1983
Ζούμπερι

Ο ΝΕΟΣ ΑΔΑΜ

Ο ΝΕΟΣ ΑΔΑΜ



Είναι πρόσφατος μέσα σ’ αυτήν την μνήμη όλο
απογοήτευση∙
φοράει
αυτό το τεντωμένο του χαμόγελο
μ’ έναν εγωισμό αναποδιασμένο.
Το πρωινό του αθορυβεί, τον πράττει.
Είναι ο νέος Αδάμ άτονης θέλησης∙
Τα τσακισμένα χέρια του
Απλώνονται στην ελεημοσύνη των βοριάδων.

Διαρκεί λοιπόν η φθορά, διαρκεί
Με παμπάλαιες ρίζες, φωνές μαγγανικές
Φωσφορίζει το είδωλό της κατάχαμα στο χώμα της αγάπης
Ο νέος Αδάμ την δωδεκάτη πρωινή είναι γυμνός
Ανοίγει την βρύση τρέχει αίμα
Ανοίγει το ψυγείο βρίσκει σκοτωμένους
Το μυαλό του αντιδικεί με την αναισθησία των μεγάλων.

Βιάζεται η ευθύνη του μέσα στον κύκλο της όρασης
Δεν αναγνωρίζει κανείς τον λόγο του
Το προσωπείο ραγίζει
Η όψη τρέμει
Η διάρκεια είναι εσωστρεφής και μονότονη
Η πολιτεία τον βυθίζει στην θλίψη
Νόστιμος απλός και άτεχνος παίρνει
Το βήμα των δρόμων…


7.6.1983
Ζούμπερι

ΠΡΩΙΝΟ

ΠΡΩΙΝΟ



Στάξαν βαριά χαράματα τα δέντρα
Με το συμβάντο της αποκαθήλωσης του ήλιου
Μικρές παρηγορήτρες αερούλες στήσανε χορό
Βάλανε τα καλά φορέματά τους
Τώρα το Ιούνιο παιδί γελάει και παίζει
Η θάλασσα το βλέπει ξεπλυμένο
Από το μέλι του καιρού βγήκε η ιστορία
Γριά τσιγγάνα μαυροφορεμένη
Τα λιγδωμένα της μαλλιά είναι σκοινιά του πόνου
Αγχόνες γίνονται για τις αισθήσεις που χωρούνε
Και κλαίει κλαίει το θαύμα τους το ατόφιο.

Η ρίζα του αίματος γέμισε γόπες των τσιγάρων
Η μνήμη απόχτησε γινόμενο και διαιρέτη
Βγήκα στους δρόμους αίθριος, σχεδόν μισός
Για να τελειώσω με τον εαυτό μου.

Μετά μου λες η γη φυγοδικεί
Πλαταίνει η απόλαυση της μοναξιάς με ευχρηστία
Φαντάροι απελπίζονται μ’ επιμονή
Βακχεύουναι στον σάπιο εγωισμό τους αναγκαστικά υποταγμένοι
Ενώ από την ηθική ενός λαμπρού μονοφαγά
Το κράτος φτιάχνει νομοσχέδια της πείνας…


6.6.1983
Ζούμπερι

ΟΡΓΗ

ΟΡΓΗ



Αφού φουρκίστηκα κ’ εγώ με τόση βία
Πάει να πει ότι ο κόσμος έχει αποκάμει∙
Κοιτάζει λυπημένος το νεκρό του όνειρο
Μόνος πολύ μέσα σε μια μονότονη
Διαδρομή από την λύπη προς την αγωνία
Ενώ μικρές πεταλουδίτσες ψεύτικες πετούν βαστάζοντας
Γύρω κουρτίνες της μελαγχολίας…

6.6.1983
Ζούμπερι

ΧΕΡΙΑ

ΧΕΡΙΑ



Πρέπει τα χέρια σου να 'ναι μαστορικά
Άφοβα στο φως ή το σκοτάδι
Να πιάνουνε την αίγλη
Να δημιουργούνε πράγματα σκληρά
Παράλληλα με το ν’ αγγίζουν τρυφερά γυναίκα.
Οι φλέβες τους να καίγονται μ’ υπομονή
Τροφοδοτούνται από την καρδιά, έχουν καρδιά
Για να μισήσει ή να αγαπήσει
Να γκρεμίσει, να χτίσει
Μ’ υπομονή.

Τα χέρια έχουν κορμί έχουνε σκέψη
Χαϊδεύουνε ένα μικρό παιδί, του δίνουν δώρα
Πλένουνε τα μεγάλα τους πραγμένα
Για ν’ αγιαστούν οι ώρες τους, οι μέρες
Η γέννηση κι άλλων χεριών που θα δημιουργήσουν…

23.7.1983
Ζούμπερι

ΦΩΝΑΖΩ

ΦΩΝΑΖΩ



Δεν είμαι χαρούμενος, μιλώ
Με μια ψιθυριστή φωνή που υπερηφανεύεται
Κερδίζει τα στεντόρεια σκαλοπάτια
Μέσα στο κόστος της αναγνωρίζεις την ζωή
Υπάρχω μ’ ένα ζόρι από μελλούμενες αιτίες
Που με πολιορκούν, μου ορίζουνε τον τρόπο
Της κίνησης και του συλλογισμού.

Είμαι σίγουρος, αθώος
Εκεί που αρχίζει ξόρκια ο ένας κόσμος για τον άλλον
Ξεπηδούν απ’ το μυαλό μου οι κοπέλες
Με δόρυ και με περικεφαλαία
Τις ονομάζω «Ελένη» «Ανθούλα» «Αθηνά»
Ζητώ τα πιο ψηλά
Ο αέρας υπερηφανεύεται
Γεμίζουνε αφέντες τα ονειρικά
Ντεκόρ της πολιτείας. Δεν μ’ αρέσει!

Τρέχω μες το βουνό που θα γεννάει εργάτες
Να το υλοτομήσουνε να κάνουν βίο
Να φέρουνε το νεογέννητο κοντά μας.
Μαζεύω κάτι μαραμένες ηθικές τις αποδιώχνω
Φέρνω ανάγκη στην ανάγκη
Στην αδικία ανταπόδοση σκληρή
Βακχεύω μέσα στο κρασί που γίνεται πετσί ολέθρου
Μαστίγιο για πλάτες που χορτάσανε πολύ…

23.7.1983
Ζούμπερι

ΠΡΩΙΝΟ ΤΟΠΙΟ

ΠΡΩΙΝΟ ΤΟΠΙΟ



Πρωί με ζαρωμένη συμπεριφορά
Καλλιεργώντας φως μες τα χωράφια.
Μοναχικά νιάτα από χαρά
Με ουσία του αύριο.

Τα βλέφαρα πεταρίζουν τρελούτσικα
Ξαναβρίσκουν την κάψα.
Ζωή από δεκαπεντασύλλαβο εφηβικό
Με γυναίκες άλλης κοινωνίας που την ονειρεύομαι
Αισθηματικές ανοίγοντας το παραθύρι
Αισθηματικές λέγοντας καλημέρα
Αισθηματικές στην αντιπαράθεση του έρωτα
Κάνοντας τοπίο και πρωινό να δακρύζουν
από αθωότητα…


23.7.1983
Ζούμπερι

ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ

ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ



Κάποιος για την ζωγραφική απ’ τα χρωματιστά δευτερόλεπτα
Εδώ και τώρα
Με το γούστο άλλης ευθύτητας
Πεσμένος στο χλωμό νερό με το μαγιό του
Φορτίο της γύμνιας.

Ψάξτε τα νοερά του χέρια μες στις απλωτές
Μες το θαλασσινό νερό που σφύζει από ζωντάνια.
Το όνομά του είναι η σύνεση του παιχνιδιού.
Απέναντι
Στα βράχια
Αντίλαλος αρχαίας Ελλάδας…


23.7.1983
Ζούμπερι

ΧΟΡΕΥΤΡΙΕΣ

ΧΟΡΕΥΤΡΙΕΣ



Είναι χορεύτριες με τα ωραία πόδια
Επιδέξιες στην κίνηση που σκλαβώνει
Με φορέματα σκιστά
Ρίχνουν πάνω στους θεατές τους αγκαλιές
Αγαλματένιες από εύθραυστο χαμόγελο
που σβήνει…


23.7.1983
Ζούμπερι

ΤΟΠΙΑ

ΤΟΠΙΑ



Το νερό μονολογεί.
Μοναδικό χρώμα απέραντα καλοκαιρινό όπως
Ανακατώνει τον Ιούλιο το πεύκο.
Όλα έμειναν με την μνήμη στον βασανισμό.
Γυρισμός στο κορμί με την αφή του πρώτα.
Μέσα στο πρωινό γινάτι
Τοπία και λόγια νιόκοπα.
Θυμοί από παιδικότητα που ξεπερνάει το καλοκαίρι
Και εξαντλείται με τον Αύγουστο…


23.7.1983
Ζούμπερι

ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ



Τρέμισμα που ακούς προσηλωμένος μιαν αυγή..
Ραδιόφωνο φρέσκο τραγουδάει.
Γυρίζεις στον καλό σου χρόνο.
Προσανατολίζεσαι
Που η ανησυχία σε θέλει μες το θέλημά της.
Το ξανθό παιδί κ’ η συγκατάθεση
Να γεμίσει ο ουρανός μεσημέρια,
Ευαίσθητους κήπους η ζωή-
Όταν δεν περιμένεις τίποτα και τ’ όνειρο ασωτεύει…


23.7.1983
Ζούμπερι

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ



Διαβάζω κ’ είμαι κόκαλο στεγνό
Με κουρασμένα μάτια καθώς βλέπω
Τον άγγελο να κατεβαίνει αέρινα.
Το κορμί υπακούει πάντα. Ευτυχώς!
Και σήμερα που είναι Παρασκευή
Βρίσκω
Ορίζοντα στην παραλία
Φύκια και βότσαλα
Γέλια τραγούδια
Στην παραλία
Που κράτησε τον έρωτα φανταστικά
Τον άγγελο να κατεβαίνει αέρινα
Σκαλοπάτια ως τον βυθό
Που κάποτε γυαλοκοπούσε…


22.7.1983
Ζούμπερι

ΜΥΣΤΗΡΙΟ

ΜΥΣΤΗΡΙΟ



Δεν υπάρχει μουσική καμία ω ουρανέ
Για την ψυχή μου τέτοια νύχτα με φεγγάρι.
Μάκρυναν τα όνειρα και πια δεν τα προφταίνω.
Κάθομαι στο πεζούλι των χρόνων.
Θυμάμαι μέρες κίτρινες σαν τη βροχή.
Τα τοπία που άλλαξαν, πήραν μια μυρωδιά Ιούλη.
Πράγματι ζυγίστηκε λαφρύτερη η ζωή.
Το μυστικό που σου είπα έκανε πόδια
Κι απομακρύνθηκε με το συλλογισμό μου…


22.7.1983
Ζούμπερι

ΠΡΟΣΕΞΕ!

ΠΡΟΣΕΞΕ!



Άκουσε τον αιώνα σου!
Γιορτή από ασυνεννοησία μεταξύ μας.
«Απαγορεύεται». Που πήγε όλη η χαρά του «επιτρέπεται;».
Άκουσε τον αιώνα σου!
Φυσάει και γυρίζει τις σελίδες
Των χρόνων.
Επίσημος μες τις νεκρολογίες.
Φαίνεται το θειάφι του
Το νερό
Το κρασί του.
Όταν χτυπάει κουδούνι εξώπορτας και ο επισκέπτης
ΠΟΛΕΜΟΣ….


22.7.1983
Ζούμπερι

30 Δεκεμβρίου 2009

ΑΠΟ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ

ΑΠΟ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ



Είναι πολύ δύσκολο να υποπτευθώ αυτή την κίνηση:
ιδέες τρέμουν, ντροπιάζονται, χάνονται.
Αμετάθετος στο πόστο μου
Μάχομαι για μια απλή σκέψη
Αδιέξοδη που καταλήγει λάθος.
Οι εθνικοί κήποι κουράζονται.
Γυρίζουνε την χλωροφύλλη τους στο ανάποδο.
Λεύκες και πεύκα περπατούν ανάποδα- με το κεφάλι.
Η μεγάλη χαρτομάντισσα έχει συλλάβει θύμα·
Προβλέπει ανομβρία σεξουαλική.
Φαντάροι που κοιμούνται τα μεσάνυχτα σ’ ένα παγκάκι.
Νομίζω ο ανεμόμυλος της αίσθησης
Λιγάκι νυσταγμένος προς τις δώδεκα
-τα χέρια τρεμοπαίζουν- δίκαιος
Απλώνει τα σκουντήματα
Της πνοής του γύρω.
Ενώ εργάτες άνεργοι πίνουν καφέ
αξύριστοι۬
Μπροστά στο Σύνταγμα που καταρρέει…


12.7.1983
Ζούμπερι

ΤΟ ΓΑΤΙ

ΤΟ ΓΑΤΙ


Όχι με το μεσημέρι- τοπία γέρνουν μες τον ύπνο μου- ευδοκιμούνε.
Ένα μικρό γατί που κοστίζει ώρες από την αναπνοή μου.
Κοιμάται δίπλα μου∙
Γαλήνια!

Μπορεί να φαντάζεται ότι κυνηγά την ουρά του
Ή αυτό το ζωντανό χέρι της σιγαλιάς
Που γράφει κύκλους…

3.7.1983
Ζούμπερι

ΦΕΓΓΑΡΙ

ΦΕΓΓΑΡΙ



Ανθούν σιωπές οι ώρες μου, όλα με αγκαλιάζουν
Γενναία και θαρρετά.
Η μοναξιά
κάνει τις βόλτες στον κηπάκο της ψυχής
Μ’ ένα κορμί βουβό, νερένιο.
Η αγωνία μαίνεται-ψυχρά και μεταξένια.
Η νύχτα φέρνει ένα αίνιγμα φεγγάρι…


3.7.1983
Ζούμπερι

ΜΕΣΗΜΕΡΙ

ΜΕΣΗΜΕΡΙ



Καίγονται τα στητά κορμιά στον ήλιο.
Στην λάμψη της θάλασσας οι πέτρες στραφταλίζουν.
Όλα τόλμησε να τα καταπιεί το μεσημέρι.

Μεγαλόφωνα ακούγεται ο άνθρωπος.
Οι παραλίες γεμίζουν δικαιώματα αναπνοής.
Ανάσκελα μες τον βυθό του ύπνου
Γεμίζει κουκουνάρια το σεντόνι της Ελλάδας…


3.7.1983
Ζούμπερι

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΓΥΝΑΙΚΑ


Ταξιδεύω μέσα στην βροχή.
Τα τοπία σκουντουφλάνε στις ράγες του τραίνου
-σχεδόν μανιακά.

Δαγκώνω την λύπη μου.
Στάζει αίμα.
Σε σκέφτομαι..
γυναίκα με τα όμορφα μάτια..
Τα χέρια σου απλώνονται
ως την καρδιά μου∙
με καλούν…


3.7.1983
Ζούμπερι

ΞΩΤΙΚΑ

ΞΩΤΙΚΑ



Τώρα που τελειώνω αυτόν τον άθλο, αυτήν
Την ψυχή από μεσημέρι κ’ έπειτα
Γεννιέται η μελαγχολία.

Βλέπω τα μάτια της θάλασσας πράσινα στα βαθιά να με κοιτούν.
Η χαρά γίνεται ξενώνας
Για να κατοικήσουν πρόσκαιρα
Οι ομορφιές.
Οι αναπνοές σβήνουν.

Το λυγισμένο δέντρο κατοικούν τα ξωτικά.
Ωραίες κοπέλες καλοκαιρινές κι αέρινες
Σιγανοτραγουδάνε.

Η πνοή μου κάνει τόπο
Στην κίνηση…

3.7.1983
Ζούμπερι

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ


Ξάφνου μέσα στην καλοκαιρινή βροχή
Επιθυμητές κοπέλες στάθηκαν
Με τα φανταχτερά φορέματα τους
Ξυπνώντας τις αισθήσεις.

Τα δέντρα που φοβήθηκαν
Στήσανε φύλλα ξεπλυμένα να τα δει ο καιρός,
Στάξανε δάκρυ- δάκρυ τις νεροσταγόνες.
Ανέβηκε ο ουρανός στο ύψος της ψυχής, μ’ ανθρώπους
Κουρασμένους πίσω απ’ τις τζαμαρίες-
Σε θέρετρα εξαίσια μελαγχολικά.

Σε ξύπνησα απ’ το μεγάλο μάτι του ύπνου
Κι αρχίσαμε μια μουσική από φωνή απογεύματος
Απλώνοντας τις νότες μας στρωτά
Μες από πεύκα, μες
από άγουρα κυπαρίσσια .
Η ώρα εφτά…


3.7.1983
Ζούμπερι

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ


Έξω απλώθηκε παντού ο Θεός
Έχει ένα ύφος μελαγχολικού ουρανού, βροχής
Μες το απόγευμα
με λάμψη…
Άνθρωποι , σπίτια , ζωντανά.
Χαμένοι κόσμοι ψυχικοί۬ ο βίος.

Βολτάρω και απειρώνομαι
μες το παχύ δασύλλιο.
Τα μάτια μου πιάνουνε μέλλον.
Στροφές μουσικής απότομης
Ταξιδεύουν φρενιτώδικα
Μ’ εμπιστοσύνη…


1.7.1983
Ζούμπερι

ΑΛΛΑΓΗ

ΑΛΛΑΓΗ


Μετά σε είδα με αυτό το συγκεκριμένο ύφος
Μέσα σε μια αόριστη μέρα.
Τα τσουλούφια σου πέφτανε μέσα στο μεσημέρι
Ήτανε ήλιος, τοπίο πρωινό
Μου είπες: “ θά ρθω μαζί σου- όλοι κάποιον έχουν ν’ ακουμπάνε”.

Βιαστήκαμε για χρόνια μέσα στην προσήλωση
Ξεροκαταπίνοντας απογοήτευση μ’ υπομονή.
Ανταμώσαμε ανθρώπους με τιμή έτσι και έτσι.
Σ’ έμαθα να διαβάζεις μόνη σου τα λάθη
Μετά….

Πήρες ένα “ γειά σου” κ’ έφυγες,
Μια ευγνωμοσύνη αέρα και δεν είσαι
Σ’ αυτά τα στέκια μου που ψηλαφούνε πόνο

Μένω αμετάθετος εγώ…


26.6.1983
Ζούμπερι

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ


Αύριο μπορεί αυτά τα σπίτια να τελειώσουνε
Μ’ ένα μηδενικό στην ράχη τους σπουδαίο
Μπορεί οι άνθρωποι να τα επωμιστούν
Σαν σαλιγκάρια.
Θα πάψουν οι καλές οι γιορτινές τους μέρες,
Το αίμα τους θα ρέει συλλογισμένο,
Κάποιος θα στέκεται και θα παραμονεύει-
Και η απόγνωση θα είναι πάντα εμπρός…


25.6.1983
Ζούμπερι

ΓΕΝΝΑ

ΓΕΝΝΑ



Φύσα τον πράο στοχασμό σου όπως αλλάζει
Πρόσωπα η Ελλάδα..
Αράδιασε αυτά κι αυτά που ενώ ακριβαίνουν δεν μιλάνε..
Οι κόσμοι είναι δύο:
Ο ένας θα νικήσει.
Στο ακατάστατο δωμάτιο δουλεύουν μέρα – νύχτα:
Φτιάχνουν χαρτιά την κίνηση του ανθρώπου-
Ψάχνουνε της πραγματικότητας τα εντόσθια
Με το μικρό τους δακτυλάκι. Μαιευτήρες.
Στις δώδεκα μεσάνυχτα
Από την σιγουριά της νίκης ξεφωνίζουν
Ακούραστοι
Και με δασιές γενειάδες -
Ζητάνε την δροσιά του σεντονιού..
Με μάτια ωραία
Κοιμούνται ώρες κάνα δυό
Μετά και πάλι
Δημιουργούνε ουρανό και πάνε να ασκητέψουν…


24.6.1983
Ζούμπερι

ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ

ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ



Ένας πανζουρλισμός από φωνήεντα:
Πηδάνε στις ταράτσες των σπιτιών, αλλάζουν ύφος,
Μ’ έναν χορό τρελό βακχεύουνε στην Πανεπιστημίου,
Μυρίζει καυσαέριο, ολέθρου ταληράκι,
Αλλάζει η οδική γραμμή με δυσκολία:
Έρχεται ο παλιατζής της μνήμης και τ’ ακινητεί,
Δημόσια πάρκα, καφετέριες, μηχανουργεία-
Απ’ το πετσί της ύπουλης πρωτεύουσας
Πετάγεται στα ξαφνικά ένας κιτρινιάρης
Απαίσιος ποντικός φθοράς και σε δαγκώνει…



24.6.1983
Ζούμπερι

ΥΠΝΟΣ

ΥΠΝΟΣ



Πίσω απ’ το κλειστό παντζούρι του Ιουνίου
Παίζουν κοπέλες και αγόρια με τον έρωτα..
Εσώρουχα γλιστρούν γλυκά, με ευτυχία.
Ρόδινα μέλη, μελαγχολικά μαλλιά, μελένια μάτια.
Ένας γαλάζιος θόρυβος μεσημεριού εξουσιάζει.
Ιδρώτας στην μασχάλη και ζεστό λαχάνιασμα
Όταν τα δένει όλα ύστερα η σιωπή
μ’ ένα γενναίο ύπνο…



24.6.1983
Ζούμπερι

ΣΕ ΦΙΛΟ ΦΑΝΤΑΡΟ

ΣΕ ΦΙΛΟ ΦΑΝΤΑΡΟ


Σε ήξερα με το βαρύ παλτό σου όλο το χειμώνα·
Κάναμε ιδέες, όρεξη επαναστατική, πίναμε ούζο·
Είχαμε το μεράκι του δημιουργού.
Καθόμασταν στις καρέκλες του αύριο των καφενείων
Στον ήλιο μέσα ή στο ψιλόβροχο με απόλαυση.
Τα μάτια μας συμπύκνωναν ουρανό και πόλεμο.
Τεντώναμε την ώριμη οργή κατακαλόκαιρο.

Μετά η στράτευση με έναν κουμπαρά που δεν σ’ αρέσει..
Μαζεύει αργά τις μέρες σου για χρόνια
Κι όταν θα σπάσει, ο τόκος θα 'ναι η απουσία.
Πληρώνουμε το τίμημα μιας δύσκολης πατρίδας.
Με μια ψυχή στο double face που υπομένει...


24.6.1983
Ζούμπερι

ΚΑΘΗΛΩΣΗ

ΚΑΘΗΛΩΣΗ


Σφικτά μέσα στην σάρκα της Παρασκευής:
Τοπία ανεβαίνουν, πεύκα και θάμνοι
Με μία μοιρασμένη μουσική απογευματινή۬..
Το άγαλμα της ακίνητης σιλουέτας۬,
Ένα κορίτσι που ξανάζησε την εφηβεία του-
Η ποίηση ανοίγει δίοδο μες την σκληρή ονειροπόληση.

Οι τσουρουφλισμένες ώρες διπλασιάζονται
Ξερνούν συγχώρεση αφήνοντας μια νιότη με κλάματα
Η μορφή τους.
Μυρωδιά βασιλικού,۬ γλύκα της ώρας εφτά۬·
Η άχαρη δουλειά του σκεφτικού μυαλού
Που τελείωσε μ’ ένα μηδενικό στην πράξη…


24.6.1983
Ζούμπερι

ΚΩΔΙΚΑΣ

ΚΩΔΙΚΑΣ


Μικροκαμωμένη πραγματικότητα νικημένη από τον χαρακτήρα μου.
Θέλω την άνοιξη από αναβρασμό.
Στο εσωτερικό της ψυχής ν’ ανάψουν φώτα.
Η ποίηση να γίνει ευεξήγητη μέσα απ’ τις λέξεις,
Να σπάσει ο προαιώνιος συμβιβασμός…


13.6.1983
Ζούμπερι

ΘΑΛΑΣΣΑ

ΘΑΛΑΣΣΑ


Λεκιασμένη ήσυχη θάλασσα μακρινή..
Σε ψηλαφώ με αίσθηση
Γδυτός
Ανοίγοντας ένα παράθυρο από γενναιότητα
Κάθε πρωί.

Τα χόρτα μπαίνουν μέσα στα μανίκια μου
Με ταραχή. Υπερασπίζεται
Ένα αεράκι το απόγευμα:
Ένας κήπος μικρός ταΐζει απόλαυση το μεσημέρι.
Ο ήλιος τεράστιος φταίχτης
Καταδικάζεται
Με φως…


11.6.1983
Ζούμπερι

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ


Ο Ιούνης ξυπνητός τα χαράματα.
Παίρνει πολλές αναβολές μες την συνείδησή του η ευτυχία..
Τα πεύκα προδίνουν.
Η αναμάρτητη λέξη είναι “ωραία - πολύ ωραία”..
Τέλειος πόθος με ένα τρανζίστορ και φωνή πρωινή
Για φέτος.

Η ζωή ακουμπάει στην πλάτη της καλημέρας.
Τοπία χρωματιστά ευθυνόφοβα-
Διακρίνονται τέλεια καθώς ένας άνθρωπος τα διαβαίνει
Με καλογυαλισμένα παπούτσια..
Φυγάς κι εκείνος
Μέσα στην προσευχή της μέρας…


11.6.1983
Ζούμπερι

ΑΠΟΗΧΟΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ

ΑΠΟΗΧΟΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ



Τώρα με την φοβία του έρωτα
χείλια και ματόφυλλα πεταρίζουν τρελά
μέσα στον ίλιγγο του ροκ.

Όλα ξεφτισμένα..
Από το σαθρό τους βάθρο πέφτουν τόσο εύκολα.
Ο πάταγος της φωνής τιναχτός μέσα στην ακρίβεια.
Πνίγει το απρόσμενο- όλα υπολογίσιμα
Σχεδόν με το ανάστημα σκέψης.

Η Πατησίων ρολάρει τρελή με βραδινές βιτρίνες- ψευτιά.
Το καυσαέριο ιδρώνει
Η μουσική είναι ρόδα αυτοκινήτου ντεραπαρισμένου:
Κανιβαλίζει ξεφωνητά
Με πάθος…

11.6.1983
Ζούμπερι

ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ Η ΨΥΧΗ

ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ Η ΨΥΧΗ


Η ζωή είναι θάνατος που ελπίζει
Κερδισμένη μισή μέσα στην όραση- τουλάχιστον
Γυμνή ή απελευθερωμένη
Σαν ιδέα
Με πάθος.

Στέλνει ακοές ελπιδοφόρες πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
Κυριεύει τον Δεκέμβριο τον Μάρτιο
Εκπορθεί τα κάστρα του Οκτώβρη
Σιωπηλή μέσα από ευαγγελικές φωνές
Που διαλαλούνε απότομα την απουσία.

Ο μαέστρος της παθιασμένος αποκαλύπτει·
Η μουσική της αποφεύγει τον κίνδυνο
να συγκρουστεί με το ψέμα
Ξυπνάει
Διαμελίζεται
Εκούσια μηδενίζει τον εαυτό της με γαλάζιες
φωνές «νενικήκαμεν»…


9.6.1983
Ζούμπερι

ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ


Έπρεπε τα μεσάνυχτα μ’ αυτή την φωνή
Απλωμένη στον ύπνο
Να ζήσουν τα όνειρα:
Το αλλαξόρυθμο φεγγάρι μελωδούσε·
Ο άγγελος που παλινόστησε στα σύννεφα
Γδυτός και ολόλευκος
Στην αίθρια νύχτα.
Έζησε η απλή του σκέψη..
Όλη η υπόθεση του βιολιού έλαμψε
Στη ξαφνική μουσική του-

Τότε είδα την όραση ν’ ανοίγει την βεντάλια της
Να έχει οράματα..
Υπάκουα έτριξε η πόρτα και αυτά που είχα ξεχάσει ήρθαν να με βρούν:
Ο κήπος μου φύλακας της άνοιξης
Το λιανό σώμα του βασιλικού μυρίζοντας
Και η νύχτα
Μεγάλη αναχωρήτρα, γιάτρισσα
Του καημού…


8.6.1983
Ζούμπερι

ΣΥΜΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ

ΣΥΜΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ


Φωναχτά πάνω απ’ τις ταράτσες των σπιτιών
Σχίζοντας το γαλάζιο στερέωμα, άδεια
Άοπλη, τρύπια,
Πιασμένη από το μανίκι της συμπάθειας μου
Η ιδέα της μέρας ξημέρωνε απλή.

Φοβισμένες σκιές με συνθήματα ανθρώπων
Τεντώνονταν μες το χαμόγελό της.
Αντικριστά στον άσπρο τοίχο με βιασύνη
Φανερωνόταν το σώμα του θανάτου
Στρίβοντας απότομα στην γωνία
Ξεκοιλιασμένο.
Κουκουλωμένα όνειρα γρύλιζαν∙ ένας ρυθμός
Στεγνό κόκαλο και τεντωμένο τύμπανο ακοής:
Τον ήπιε η αντηλιά,
πάγωσε
έμεινε αχός μακρινός,
ελληνικό τοπίο.

Είπα την ένατη πρωινή να πάψει να κελαηδεί
Να χορτάσει όρεξη
Καραδοκούσε πάνω στον όρθιο πόθο μου,
Ένα κορίτσι μάτωνε
Γινόταν λύρα
και βιολί
να παίζει νότες του έρωτά μου…


9.6.1983
Ζούμπερι

ΚΟΡΜΙ ΓΥΜΝΟ

ΚΟΡΜΙ ΓΥΜΝΟ


Κάτω απ’ το λυγισμένο πεύκο σαν νεκρό
Το κορμί σου.
Γεμάτο μπλαβινιές από την λύπη.
Στριφογυρίζει με μανία το Ιούνιο ρούχο του.
Ποιήματα το ξεγυμνώνουν-
Αλλάζουν το παρουσιαστικό του
Με ρυθμό.

Η σιωπή φυσάει αερικά
Στήνοντας χορό μέσα στις πέτρες, γύρω από το αγαλμάτινο
Σώμα της μοναξιάς σου.
Μια μουσική προσκαλεσμένη πρωινή
Βυθίζει το δάκτυλό της μέσα στο στήθος σου
Λευτερώνοντας την πνοή από κραυγή που φυλάκισες με αιώνες…


9.6.1983
Ζούμπερι

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ


Σπουδαίο κιόλας:
Μέσα σ’ αυτήν την πρωινή θλίψη: ένα παιδί
Με το ποδήλατό του
Βάλθηκε να κόβει βόλτες στο μυαλό μου-
Σχεδόν συμπαθητικά.

Ο κύκλος του ορίζοντα ράγισε, έσταξε αίμα·
Χέρια άτονα από τον ύπνο ένιψαν το πρόσωπο της πραγματικότητας·
Η ζωγραφιά του αιώνα ξέβαψε·
Ο Ιούνης ντράπηκε·
Βίαια ξάφνου μια γυναίκα
Με τις ιδέες της μέσα στους τέσσερεις τοίχους
Της καμάρας ξύπνησε:
Ένας άντρας γυμνός πλάι της·
Μοιάζει άγαλμα:
Το κορμί του νευρικό και μυώδικο·
Ένα χαμόγελο σκάζει στα χείλη του·
Απλώνεται μέχρι τον ουρανό που ανατριχιάζει·
Ενώ ο επισκέπτης έρωτας τους συλλαμβάνει
Επ’ αυτοφώρω…


8.6.1983
Ζούμπερι

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ



Στεγνή ψυχή σαν το ξημέρωμα του μήνα
Αδιέξοδη, βαριά από οδύνη μέσα στον Ιούνη, μαύρη
Με μια κηλίδα
Φωτός υπεραπλού, στρίβοντας
Ξαφνικά στην γωνιά της λύπης.

Είδα το ρούχο να πέφτει απρόσμενα μπροστά μου,
Το γυμνό κορμί
Λερωμένο ακόμη από το μπαρούτι της άνοιξης,
Φυλακισμένο
Στο στενό κελί της στέρησης, του καυτού καιρού.

Η κοπέλα στεκόταν με το μισοφόρι του πόθου:
Χείλια στην φαντασία του έρωτα, μαλλιά
Λυτά ανεμόδοξα- ο ίσκιος της
Λιανός μ’ ένα πλατάγισμα του ήλιου.

Είδα τα πόδια της να έχουν φτερά,
Τα χέρια της πεινασμένα,
Η μαύρη ώρα του αποχωρισμού στάλθηκε από μακριά,
Νερό είχε μία επιθυμία προσώπου βαφτισμένου,
Η σιωπή κύκλωσε από παντού την γέννησή της,
Σαν ένα λουλούδι σίγουρο
Άρχισε να αναδύεται το άρωμά της-
Μυστήρια…


9.6.1983
Ζούμπερι

ΩΡΑ ΕΝΝΙΑ Η ΠΡΩΙΝΗ

ΩΡΑ ΕΝΝΙΑ Η ΠΡΩΙΝΗ

Βουίζει η μέρα·
της πιάνω το χέρι·
η Σοφία κατεβαίνει
τα σκαλοπάτια του ονόματος «Μοναξιά»-
στο τελευταίο σκαλί
είναι ένα μεγάλο στόμα
της κόλασης!
Ω , θε μου!


Αυτός ο μήνας που κατσούφιασε
για την τρελή μου στράτευση στην θλίψη
βολτάρει
επίμονα
μέσα στους λερωμένους δρόμους της Αθήνας.


Σιχαίνομαι
στο κατακάθι του καφέ όσες μαντείες..
Ας είναι να με πάρει ο θάνατος
αποκεφαλισμένο αμαρτωλό.
Εγώ που βρίζω τον χειμώνα....


Ηράκλειο 11/9/1982

ΟΝΕΙΡΑ

ΟΝΕΙΡΑ

Τελικά
τα όνειρα
είναι μια ντουλάπα με ρούχα αφόρετα
που δεν πρόκειται ποτέ να φορεθούν
ή
θα τα φάει ο σκόρος.

Μονάχα η φαντασία του κορμιού προβάρει
το ύφασμα
που όμως είναι σε διαστάσεις
χιμαιρικού καταποντισμού.

Έζησα χωρίς αυτές τις φρικαλεότητες.
Οι επινοήσεις των ανθρώπων λίγο μ’ ενδιέφεραν.
Όσο στην ηλικία παιδιού που αρχίζει
να αιθεροβατεί από αγνότητα.

Λίγοι πιστέψαν στην νίκη μου.
Η θέληση μου ήταν το βήμα!
Περπάτησα μες την πραγματική κοιλάδα των πικρών
κι αβάσταχτων γεγονότων
που μ’ ατσάλωσαν
μπροστά στην χίμαιρα!
Το αύριο ας είναι «Εύγε:».




Ηράκλειο 10/9/82

ΤΟΠΙΟ ΕΝΟΡΑΣΗΣ

ΤΟΠΙΟ ΕΝΟΡΑΣΗΣ

Είναι δω, είναι δω..
και ο πρόσωπο της πεθαμένης που την είδε ο ήλιος
και η πέτρα που τίναξε η μοίρα καταπάνω της
από το παρελθόν-
χειρονομίες, φερσίματα, βοή: είναι δω
ακόμη μια φορά
εμποδίζοντάς με να προχωρήσω.

Μα
αν αυτός που είπε πως η γη είναι μια σκέψη τ’ ουρανού,
μπορεί απόψε να μου τραγουδήσει τόση λύπη
αγγέλου σίγουρα
πιστεύω το λόγο του!

Μόνος.
Μονάχα με την σκέψη για σύντροφο:
άσχημη σκέψη, κακός σύντροφος-
όλοι οι δρόμοι
καθένας τους κι απ’ αλλού
βγάζουν σε σένα:
μακάβριο χαμόγελο του λυπημένου-

τι περιμένεις λοιπόν
αυτό είναι πίδακας της στενοχώριας: το στήθος μου,
ηθικέψου στο μάταιο!
Η ιστορία ανάθεμα!

Αυλίδα – Ηράκλειο 1980-1982

4.6.82

4.6.82


Στον μάταιο λογισμό που με πήρε με φούρια
βυθίστηκα μέσα στην μελαγχολική θωριά της μέρας..
Ήτανε μια Παρασκευή.
Ωραίο το σούρουπο.
Έμπνευσης !

Ο αξιωματικός της ανευθυνότητας
Αδιαφόρησε για τα συμβάντα … θαύματα όλα !
Έφτιαχνε επίμονα τα μαλλιά του .
Βρέθηκα μέσα στην βαρεμάρα που σε χτυπάει επίμονα
όταν γύρω σου όλα ωχριούν
από κίβδηλο θάρρος .

Ο αξιωματικός δεν μας λυπήθηκε .
Μια παρέα παιδιά –όλοι νέοι-
βαλθήκαμε να κουβαλάμε πα’ στην ράχη μας τους σατανάδες .
Στρατευμένοι αδιάντροπα.

Την νύχτα αποκάναμε..
-δεν υπήρχε όρεξη για όνειρα.
Μόνο μια δυνατή ομοβροντία των κανονιών της έλπισης να βηματίζει
μες τ’ αυτιά μας καταλάβαμε-
κι η πολιτεία μας καλούσε..


Αυλίδα..

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ


Την αφράτη σάρκα του μηνός επιθυμώ : τον Ιούνη!
Κορμάκι γεμισμένο, άγιο!
Τι παράξενο λουλούδι άναψε μιαν άλλη μέρα
που οι άνθρωποι καλοσύνεψαν!
Χωριά πόθων στήθηκαν κει, μοναστραπίς :
μαστόροι του βιολιού στήσαν υπαίθρια γλέντια .
Ένας γινωμένος ουρανός
στάθηκε η ωριμάδα του κεφιού τους .
Υπέροχα!

Όποιος έλπισε τραγούδι το βρήκε :
πόνεσε πιο πολύ μοναχά ο που αποθαρρύνθηκε.
Ανόητος ....
Οι πιο πολλοί κατάλαβαν ότι η σφαίρα της έκπληξης
κερδίζει το θάρρος της τον στόχο
και η ακούσια έλξη της απελπίζει την μοναξιά.


Αυλίδα 4/6/82

ΑΝΘΡΩΠΟΣ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ



Τι μύθος αλήθεια, τι μύθος όλος ο άνθρωπος ;
H κυνηγετική μου μανία με θρόνιασε
πάνω σε έναν εγωισμό και γύρω μου
φοβισμένα ,βαλσαμωμένα
μάτια θηραμάτων που η ψυχολογία έχοντάς τα χαμένα
τους κράτησε μόνο την έκφραση για μελέτη
ή απόγνωση ....

Ο Αύγουστος ενός χρόνου βιαζότανε στην καρδιά μου.
Το αίμα κυκλόφερνε στις φλέβες μέσα
με βοή. Μια δύσκολη εποχή για αδύνατους οργανισμούς .
Είχα φοβηθεί , το παραδέχομαι , την ψεύτρα ηθική των πρωτευουσιάνων
που καμώνονται πως κάτω από το παντελόνι του άντρα
δεν υπάρχει τίποτα όταν μιλάνε στην μικρή τους κόρη.
Που περπατάνε μ’ ένα δεκανίκι στο μυαλό ποντάροντας
όλο τους το έχει σε μία θρησκεία ξοφλημένη
ή
το πολύ-πολύ ,
σε δύο ιδέες αναχρονισμού, κλεισμένες
σε κονσέρβα ,δηλητηριασμένες .

Εγώ σοκακόσκυλο και πάντοτε κυνηγημένος .
“Ω, διάολε, τι θέλω το ταπεινό σου βασίλειο
αφού πέρασαν χρόνια κι ακόμη
δεν έχεις κατορθώσει να γίνεις κακότερος;
Δεν είμαι λοιπόν κουτός .Απλά αντιρρησίας ...Ίσως
χειρότερο μυαλό, χειρότερο χέρι από τον καθένα.
Απλά η έμπνευση με έχει καψαλιάσει
απ’ την μια μεριά
του έρωτα
απ΄ την άλλη
έμεινα απλά ηλιοκαής
απ΄ την ζέση του καλοκαιριού και τον κύριο ήλιο.

Μέσα στις πόλεις με κυνήγησαν οι πόλεις .
Φοβήθηκα τους αριθμούς .
Οι πληθυσμοί που αύξαιναν
κράτησαν σε εγρήγορση τα νεανικά μου όνειρα
για μια πιο δίκαιη ζωή
όταν θα αποχτήσουμε συνείδηση ανθρώπου που η λευτεριά στον ύπνο του
του παραγγέλνει φασαρίες .

Αυλίδα 13/8/82

ATOMIKH ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

ATOMIKH ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ



Έζησα μες το αγύριστο κεφάλι της ιστορίας ,
οι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν
γελοία στα κύματα
της εσωτερικής μου περιπέτειας ,...δράμα !

Από οίηση φούσκωσα το στήθος-
πληγωμένος .

Στα χρόνια μου γύμνασα όραση και ακοή
που μακριά μέσα στο μέλλον
κάποτε συνέλαβα το ερχόμενο να βιάζεται να ολολύξει.

Παραλία φωσφορική .
Η Εύβοια .

Στα συνήθεια μου αέρας ξέφυγα
από το τρύπιο μυστικό του άντρα ή της γυναίκας
που τους είδα να σουρουπώνεται η ψυχή τους .

Δραπέτευσα για λίγο αέρα λεύτερο απ’ τα στρατόπεδα .

Ο Χριστός ήτανε στο πετσί μου-
μου τυράνναγε τόση φιλολογία και
ζωή ψυχοπονιάρικη . Πόνεσα.
Στο θάρρος μου απλουστεύτηκαν όλα.
Το κλειδί βρέθηκε.
Η πόρτα ήταν γνωστή.
Άνοιξα και μπήκα στο θάνατο!




Αυλίδα 13/8/82

29 Δεκεμβρίου 2009

ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ

ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ



Ξαφνικά υπάρχει αυτό:

ίσως μπορέσω να υπάρξω έτσι:
μόνος
με το φέρσιμο κάποιου πικραμένου που εχθρεύεται την ζωή.
Όμως
θα ήθελα μια συντροφιά της «καλημέρας» όταν θα ξυπνώ
και μια κουβέντα «καληνύχτας» όταν θα κοιμάμαι!

Επειδή να,....
κουράστηκα να λέω τ’ όνομα
που φέρνει στην φθορά. Ένα κορίτσι
που μαγνήτισε την ζωή μου στο πόλο της
μ’ ένα αιχμηρό «εγώ» κάποτε η νύχτα
με φεγγάρι επίμονο και αγκαλιά
πηγαίναμε τον ύπνο.
Τα είπε η απώλεια....


Ότι αγάπησα ανυπόστατο προδίνει την αίγλη
που του 'δωσα εξιδανικεύοντας τον λόγο της χάρης.
Ταπεινωμένη, πικρή ζωή,
όνειρο χιλιομπαλωμένο μου-
η χαρά βουίζει μες τα χέρια σαν έντομο
αν του χαϊδέψεις τα φτερά θα λιώσει
μυρίζοντας το άπιαστο...

Την ώρα που το όνομά σου το οριστικό
πέφτει μες τις αόριστες βδομάδες
κι οι μέρες όλες χαλάλι πάνε κι έρχονται
με μια χειρονομία-
«Φύγε. Τι κάθεσαι; »






Αυλίδα 5/9/82

ΣΚΑΓΙΑ ΗΘΟΠΟΙΙΑΣ

ΣΚΑΓΙΑ ΗΘΟΠΟΙΙΑΣ



Επειδή ο άνθρωπος είναι αυτός
όλο μικρές μανίες καταδίωξης

εσύ που είσαι αυτή που δεν θα ήθελες να είσαι
ιστορία με το πρόσωπο μες τον ντορβά
εαυτίζοντας
προφέροντας μικρά φωνήεντα όρασης
παρελθοντικής
παρούσας
μέλλουσας
ιστορία ξεγραμμένη από την αρχή για μια άλλη
μοίρα του κόσμου – ο έρωτας
σ’ αρνιέται δυνατά. Δες:
το μπουμπούκι του σκάει σε αλλιώτικους κήπους.
Επειδή ο άνθρωπος είναι αυτός-

φρικαλέος, ποταπός, δύστηνος ο καημένος
ντύνεται στα φανταχτερά σαν υπέροχο φρούτο
το μεγάλο κουκούτσι του σπάζει το δόντι
όμως

λυσσασμένα η ζωή πάει το κεφάλι της
να το σπάσει πάνω στον γενναίο τοίχο
της απογοητευμένης πολιτείας.


Οι εργάτες πονάνε έναν πόνο του κορμιού
απ’ την κούραση.
Ψυχολογίες του φθαρμένου πρωτευουσιάνου.
Σκάγια ηθοποιίας μπροστά
σ’ έναν καθρέφτη πολυτελείας.
Ενδύματα φανταχτερά,
παπούτσια να περπατήσουν σε κρύσταλλο.
Φαντασμαγορία του αίσχους!

Έχω βαριεστήσει μες σε μιαν ηθική από τρικούβερτες
ψευτοκουβέντες, διασκεδάσεις της ψυχής.
Η αγάπη με πήγε παρανάλωμα του αισθήματος.
Είμαι μικρός.
Η ηλικία όλων των στοχασμών μου
σμιχτή είναι μια σταλιά στικτή δροσιά
στο στόμα της κοπέλας που με θέλει.

Α! επιτέλους η ζωή
να ομορφύνει γενναία!
Να πει λόγο μιας ευτυχίας του κορμιού
ο αιώνας.
Επειδή ο άνθρωπος είναι αυτός-
Να του δοθεί συγχώρεση που δίνεται
στους λυπημένους.


Αυλίδα 3/9/82

ΨΥΧΟΜΕΤΡΗΣ

ΨΥΧΟΜΕΤΡΗΣ




Καταλαβαίνεται μιαν οδύνη που’ ναι από ποιήματα;

Έχω πέσει μες την θάλασσα του πάθους
μ’ ένα ξεφούσκωτο σωσίβιο ελπίδας.
Ποιός έχει οφέλη από τον αποκεφαλισμό μιας καρφίτσας;
Απωθημένα και βουερές ψυχώσεις έρχονται
να μας δαγκώσουν τον λαιμό. Βρικόλακες!
Η ανοησία είναι η κοφτερή απόληξη της μοναξιάς.
Η υπεράσπιση του θάρρους μάταιος κόπος.
Βούλιαξε απαλά η λέξη «άνθρωπος»
μέσα στο βίαιο όνειρο
γίνηκε
μια άλλη Ατλαντίδα.

Έχει συλλογιστεί κανείς στην λύπη του
έναν ηθοποιό της κωμωδίας;





Αυλίδα 2/9/82

ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ




Να λοιπόν σκοτεινό εργαστήρι του σατανά..
οι δαιμόνοι βρυχιόνται σε δύσκολους ύπνους-
αναταραγμένοι στο πνεύμα τους από την θέωση του Εγώ-
μια οσμή θειάφι προδίδει τα σπλάχνα-
δύσκολη αναπνοή -
ο πόνος της μετάνοιας- η μετάνοια-
κερδήθηκε η λάμψη της αγιοσύνης του ανθρώπου
σ’ ένα λόγο όπου βρίθει ποιήματα
Κυρίου των αγγέλων

της ψυχής μου αυτό το βράδυ που σουρούπωσε.






Αυλίδα 28/8/82

Ο ΑΓΓΕΛΟΜΟΡΦΟΣ

Ο ΑΓΓΕΛΟΜΟΡΦΟΣ



Μίλαγε μ’ ένα κλειστό λόγο۬
θαρρώ
όπως ήχος νερού από πηγάδι
μέσα του αναγνωρίζεις κάπου μακριά
τη θάλασσα
ή την άβυσσο.

Έξυνε με το νύχι τον μεσότοιχο ψευτιάς και αλήθειας..
Ονομάστε μου αυτό το δειλινό γραμμένο λύπη..
τον κράτησε ολοψυχής..
είχε μια μουσική
από γαρύφαλλα άλικα..
ένα αεράκι
βιαζότανε
μέσα στην όραση.

«Σαν καλοφέξει ο πόνος μου» έλεγε
«θα’ ναι σαν ένα καρβέλι ψωμί
για να χορτάσει η μοναξιά μου ελπίδα».

Βράδιαζε στην ψυχή του άνδρα-
στην ψυχή της γυναίκας απόγευμα-
ο αιώνας εικοστός-
αυτός φορώντας ένα δέρας θλιμμένου στοχασμού
γύρευε να γράψει ποιήματα-
όπου σημαίνει πως τον έφαγε το χάος!




Αυλίδα 15/8/82

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ



Δεν μπόρεσα αυτή την φοβερή παραλογία από τόνους
συλλαβές
μετρικές,
μακρά, βραχέα, δίχρονα,
η γραμματική είναι η αστυνομία της γλώσσας,
η περισπωμένη μοιάζει με σφυριά που πλάτυνε
το κεφάλι της λέξης.
Φούρια φαινόμενων οξυθυμίας του λεξιλογίου.

Δεν μπορούσα έτσι να ερωτευτώ
απαγγέλλοντας τα λόγια του πόθου μου.
Με εμπόδιζε η αυστηρή ψυχή της απέραντης νομοτέλειας
του συνταχτικού, προτάσεις
βουίζοντας μες το κορμί του λόγου,
θέλησα να πω «σ’ αγαπώ» σ’ άσκοπη γλώσσα:
είμαι ένας φτωχός εφευρέτης μιας διαλέκτου
όλο νοήματα

Μια ψιλή βροχή από ευφωνίες πέφτει απαλά
μες τα δρομάκια της καρδιάς μου
κοριτσάκια ποιήματα βαδίζουν χέρι-χέρι
σιγανοτραγουδώντας
τραγούδια του συρμού.

Η πόλη των παρομοιώσεων μου έχει ένα δωμάτιο από έμπνευση.
Οι τοίχοι του είναι η ρέμβη της ορθοφωνίας.
Εγώ είμαι νοσταλγός της αγιότητας τοπίων της γλώσσας
άγνωρων για του σημερινούς,
που τους βαράει ο άκαιρος νοτιάς
κάποια αγριολούλουδα κάνουν να αναφαίνει η δύναμη της Περσεφόνης
νικώντας το τάχος της την βραδύτη θανάτου.

Προπαροξύτονη παρομοίωση της ευτυχίας.





Αυλίδα 15/8/82

ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ

ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ



Έπειτα τι;
Υπήρξαμε μέσα στο μελαγχολικό Σάββατο δυο μικρά
που υπερασπίστηκαν την αθωότητα με τα μεγάλα καστανά τους μάτια.
Διόλου άνεμος για το πρωινό.
Μεγάλο σαν το στήθος γης καλοσυνάτης.
Οι άλλοι εγκλιματίστηκαν εύκολα μες το παιχνίδι
της φθοράς των αισθήσεων
και γρήγορα
βρέθηκαν με την θηλιά της απόγνωσης περασμένη στο λαιμό τους
πάνω στο δέντρο της απάτης και να τους κλωτσάει ο χρόνος.
....Όχι, όχι, δεν ήμουν τρελός.
Νόμισα το βαθύ μένος της κυνηγετικής ψυχής μου σαν εκδήλωση
πένθους για την χηρεία μ’ όλο το βίαιό μου παρελθόν.
Φουρκίστηκα από μανία να διώξω τον πόνο μακριά.
Όταν η ζωή έσφιγγε γύρω μου ένα κλοιό
από απελπισμένους που ζητούσαν βοήθεια
το αίμα μου είπε ακούραστη αγάπη
γι’ αυτούς και τον βίο τους.
Μες τα ποιήματα τα είδα όλα πιο θλιμμένα!




Αυλίδα 14/8/82

ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ



Θλίψη , ώ θλίψη , μια Δευτέρα!
Υπήρξαμε οι φτωχοί ενός προάστιου όπου ευδοκιμούσαν πόρνες.
Δυο φίλοι, τρεις- πλασμένοι για τον έρωτα.
Τα μαλλιά μας μεγάλωναν μ’ ευθυμία-
στα χέρια μας κύλαγε η ζωή έναν οβολό-
τοξέψαμε μες τ’ άπειρο την απονιά να μην μας δώσει.
Στον ίσκιο ενός μεσημεριού δεντρόφυτης
εξοχής μου διάβασες στην απαλάμη:
«θλίψη, ώ θλίψη, μια Δευτέρα».

Το ζεστό νερό πήρε την φωνή της σάρκας πια της νυσταγμένης,
χαλιναγώγησε επιθυμίες
χιμαιρικές –
βρέθηκες
όπως δεν το περίμενες:
βαριεστημένος από την κούνια σου του σήμερα
πάνω στο μαλακό κρεβάτι
του άγχους του αύριο!

Θλίψη , ώ θλίψη , μια Δευτέρα!




Αυλίδα 26/7/82

ΜΑΕΣΤΡΟΣ

ΜΑΕΣΤΡΟΣ



Σώμα θλιμμένο δειλινού
πόθος γυμνός σαν το φεγγάρι.
Βουβή εικόνα: ένας μαέστρος
πολλών κατορθωμάτων,
κλειστός μες το υπερώο του μυαλού του
θαμπού από βίτσια ερώτων
δυνατών σιγοαυτοκτονεί.
Φίλος μου από μοναξιά.
Δανεικός στον κόσμο αυτόν.
Οφειλέτης στον θάνατο.
Η υπεροψία του χωρίς όρια τον οδήγησε
σ’ αυτόν τον δρόμο όλο λακκούβες ατυχίες.
Τώρα τον βαστάει μια δύσκολη νύχτα
που η παλιά του ζωή υπάρχει μεν αλλά σε άλλη διάσταση
που το σώμα είναι άυλο και η πνοή
ξορκίζει τον θάνατο.
Έστω και με ρημαγμένη ζωή του....




Αυλίδα 26/7/82

Ο ΜΗΝΑΣ ΗΘΕΛΕ ΙΟΥΛΗΣ

Ο ΜΗΝΑΣ ΗΘΕΛΕ ΙΟΥΛΗΣ


Πολλή ώρα στάθηκε σ’ ένα τοπίο του μυαλού μου ο φίλος-
γενναία-
θέλησε να φωνάξει αλλά σκέφτηκε
ότι αυτή η βαρεμάρα του αγεριού θα του αφαιρούσε την επιβλητικότητα
-τ’ άφησε τότε.

«Μάθετε, λέω, να μην είστε σούρουπα, νάστε πρωινά»
ψιθύρισε που να τον ακούσει μονάχα το αυτί του.
Κοιμόταν.
Όλα τα προηγούμενα σε όνειρο!
Τον ξύπνησε ένας κρυφός σεισμός εσωτερικής κίνησης
που γκρεμίζονται τα σπλάχνα και στην θέση τους
ξεφυτρώνουν βιαστικά ερείπια πόλης απ' όπου
ακούς φωνές πλακωμένων κάτω απ’ τα άγρια δάπεδα της ιστορίας.

Ο μήνας ήθελε Ιούλης. Λοιπόν....

Η μέρα Κυριακή σηκώνοντας μια μεγάλη πέτρα να την απολύσει
πίσω του,
στην γη
ενός έρωτα τσεβδού και κολασμένου.

Μπόρεσε ένα τραγούδι λυπημένο
όλο βάσκανα λόγια
τρύπιο θάρρος , φιλολογίας μεθυσμένης.
Αλίμονο γι’ αυτόν-
μόνο για την ζωή του «ζήτω!»




Αυλίδα 25/7/82

25 ΙΟΥΛΗ 1982

25 ΙΟΥΛΗ 1982



Ο ντέτζερης της ιστορίας κυλώντας, βρίσκοντας
το καπάκι των χρόνων σου
αποθαρρυμένων ολότελα
που ελπίζεις όπως βουλευτής την ψήφο των συχωριανών σου ημερών.

Οι τελευταίες, βρωμιάρες,...η φυγή τους!
Σ’ έχουνε γεράσει πια-
ένας γέροντας άνεμος πνέει στο δάσος σου-
εμφανίζεται ο ξυλοκόπος κι αρχίζει δουλειά: η μνήμη!


Έζησα μ’ αυτή την βρωμερή οχιά-
μια πόλη νεφόσκεπη-
οι φίλοι δυο-τρεις και στα χρόνια της στράτευσης,
μόνο απαντήσεις αραιά και που
στο γραφικό καφενεδάκι με συνείδηση
συζήτηση κ’ εγκάρδια λόγια.

Ιπτάμενος κατά φαντασίαν.
Κατά τα άλλα βουερός και βιαστικός όπως σίφουνας
περνώντας από το παραθυράκι των ανέμων
εξατμιζόμενος
μέσα στο πιο δειλό προάστιο
της Αττικής που αγάπησα,...Ηράκλειο.

Μακάρι λέω το τομάρι μου να πουληθεί ακριβά σε δύσκολα έργα.
Όταν θα κρατήσει το μέλλον η απώλεια....




Αυλίδα

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ



Αυτές οι σάλπιγγες του δειλινού που ακούγοντας τες
η ψυχή μου αναστατώνεται.
Ο Ιούλης που σε κράτησα στην αγκαλιά μου αήττητη.
Ο Ιούλης ενός φεγγαριού.

Το λιανό φως έστελνε
σε άλλες εποχές τα βράχια
κατ’ από την Ακρόπολη
που βούλιαζε και ταπεινά
χάνονταν μες το μαύρο.

Η έμπνευση έτρεξε στους δρόμους της πολιτείας
με τα φώτα αυτοκινήτων.
Τα παράθυρα έκλειναν στα σιγά
και μεγάλοι ίσκιοι από άντρα και γυναίκα που θέλγονται του έρωτα
βημάτισαν στην κάμαρη.
Ο σκοταδόγατος εγώ.
Η ζωή μου λέω ρημαγμένη.
Ταπεινός μέχρι τέρμα κάτι έλπισα
από βουερή ψυχή ν’ ανάψει αλλά ο μάταιος στοχασμός
δρασκέλισε τα σύνορα του απόκοτου
γίνηκε πάλι απόγνωση.

Η ώρα δώδεκα το μεσονύχτι ψάχτηκα και βρέθηκα μόνος.
Κ’ εσύ που ήσουν;
Με γεμίζει ο πόνος του άδειου ορίζοντα!.




Αυλίδα 15/7/82

ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟ ΠΡΩΙΝΟ

ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟ ΠΡΩΙΝΟ



Από φωνές φριχτές η πολιτεία σάπιζε το στόμα της
φωνήεντα νεκρά κυλούσαν παταγώδικα
μες τον ανόητο κόσμο-
λογάς αέρας του Σαββατοκύριακου-
εγώ κολασμένος!

Ο φίλος μου στάθηκε λίγο μέσα στην μεσημεριανή υπεροψία-
έβγαλε λόγο στους κολασμένους από τον εγωισμό τους,
καθώς απορούσαν οι μουσικές μου
σε ομοιοκατάληκτους στίχους.

Γενναιώθηκε – είδα-
σε μια στιγμή
η βαθιά μοναξιά,
πέρασε από κοντά μου
σφυρίζοντας απ’ την ταχύτητα.

Το ρυάκι των λόγων είχε βρισιές,
λέξεις που έπιανα με δυσκολία:
«αύριο ο αέρας θα μας κουράσει
υπναλέος».



Αυλίδα 14/7/82

ΚΡΙΤΙΚΗ

ΚΡΙΤΙΚΗ


Ο Αύγουστος έφερε βίαιο μελτέμι.
Τι μπορούσα να σκεφτώ μέσα στην μοναξιά;
Το στόμα μου ξεραίνονταν από την πιο στυφή γεύση της ελπίδας που καταβρόχθιζα για να ζήσω
κάπως με αξιοπρέπεια μέσα σ’ ένα προάστιο όπου ευδοκιμούσαν πόρνες.

Η ηλικία μου ήθελε αυτή την ανακατωσούρα:
είχα ποθήσει πράγματα αντιφατικά...
μια γενναία ζωή από απάτες, όνειρα φρούδα,
φαντασίωση πολλών διαστάσεων με έθρεψαν
ως την ηλικία άνθους...

Ο λόγος μου πολλών διαμετρημάτων
σφράγιζε το στόμα της φθοράς.
Δυστυχισμένος . Οι φίλοι μ’ αναγνώριζαν: ένας όρθιος εγωισμός!
Πίκρα μες την μικρή μου φρόνηση να έχω
βουνά της λογικής περιχυμένα
μ’ ένα φως απογευματινό και σκόρπιο
στον πλατύ ορίζοντα.
Να μένουν λόγια όλα τα λόγια,
οι πράξεις ατελείωτες να πιάνουν αιθέρα.
Οι γυναίκες που είπα πως αγάπησα συγκρότησαν μια μνήμη αγκαθερή
που θέλησε στο κατά βάθος να με βλάψει
εξαγοράζοντας με σιγά σιγά
με την συνείδηση όπου περνούσαν δύσκολα τα θαύματα.

Τα ποτά και η ανάσα μας: το πρόβλημα..
Η ερήμωση ενός τοπίου της ψυχολογίας
μου καταστρέφει το είδωλο από βιαστική έμπνευση
και θάρρος που έλπιζα να του κερδίσω
σαν μια βάση αρχιτεκτονική ένα μεγάλο ξέφωτο όπου
χτυπάει ο ήλιος και τρέχω,
γυμνός πάω να ανταμώσω
την απόλαυση.
Πέρα από την ιστορία και για καμία ιστορία.
Η αίσθηση υπερασπίζεται το δίκιο!.

Αυλίδα 13/8/82

Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ

Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ



Ωχ, τσιγγάνα μου, για τη νύχτα όλο πόρπες αγγέλων
πέφτουν μες τα χαλάσματα της δικής μου ψυχής :
Δεν χωρώ μέσα στον εαυτό μου-
ο βαριός ορίζοντας συλλογισμένος κοιμάται,
ανεβαίνει στην έκπληξη-
οι πόλεις βραδιάζουν,
φωταγωγούνται-
κουβέντες
λάμπουν τα λόγια τους
μες το δριμύ τσιμέντο και την μαύρη όραση.
Το λούσο της φωτιάς σε ντύνει
ένα άρωμα ροδαλό
όπως
χορεύεις λικνίζοντας το κορμάκι τρικάταρτο
και στενάζεις από την γλώσσα καημού.

Ωχ τσιγγάνα, τσιγγάνα
για την μέρα αλλάζει ο μήνας,
στρατιές ωρών εναντιώνονται
θέλοντας
το δίκιο τους!
Τώρα…




Αυλίδα 13/8/82

Το όνομά σου-η σίγουρη ευωδιά θυμαριού

Α



Το όνομά σου-η σίγουρη ευωδιά θυμαριού
Που ανατινάζει την όσφρηση σε γιορτή για μια έκφραση.
Οι αδελφές σου καμπάνες
χτυπάνε στον όρθρο από ροδαλό κομφετί
σύννεφο και σερπαντίνες ουράνιων τόξων.





Β


Μια γουλιά κρασί- μια γουλιά αίσθηση.
Σ’ αγαπώ όταν κοιμίζω τον κόσμο μέσα στην αγκαλιά των στίχων μου.
Σαν ένα δικό μας παιδί που θ’ αδιαφορήσει στο μέλλον για μένα.
-Όπως μου αξίζει!

Αυλίδα 15/8/82

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ


Όποιος φωνάζει έχει δίκιο ή μήπως
όποιος κρατά στα χέρια το αιθέριο σώμα του έρωτα;
Αιθεροβατεί.
Αυτός
Βιάζεται. Βιάζει τον καιρό-
όχι της πραγματικότητας. Η φωνή του –όλη γαλάζια-
ρέει μέσα στο βλέφαρο της μέρας.
Παίζει τα πεντόβολα των εκπλήξεων.
Οι άλλοι γύρω του φωνάζουν, βρίζουν.- Το δίκιο;
Αυτός μονομερής: επιμένει στην θέση των αισθήσεων:
αισθήματα απαλά κινούν τα χέρια του μελωδικά
σα να παίζει άρπα.
Θαρρείς συνεννοείται με το άνθος του λόγου
κι αυτός έτσι μιλάει : μοσχοβολώντας.


Η διάλεκτος των ονείρων του –όνειρα κάνει-
είναι η όμοια μιας κατοικημένης πόλης απ’ αγγέλους
που λεν πως είναι η ψυχή.

Στα μεσάνυχτα,
μια φορά,
βγήκε να πει παράπονα στ’ αστέρια:
κάποιο έπεσε.
Βρήκε ευκαιρία για ευχή.
Νάτος.



Αυλίδα 10/8/82

ΣΥΜΒΑΝΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΙΙ

ΣΥΜΒΑΝΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΙΙ


Να μου γυρεύει η θλίψη την κερκόπορτα για να με κυριέψει,
να μου καταλογίζει κρίματα στα άδικα η φθορά
και μόνον

το κορίτσι που με αθώωνε η ματιά του να με υπερασπίζεται..

Ανάμεσα στους θαλερούς ανέμους που γελούσανε
στάθηκε μια στιγμή φερέγγυο της καλοσύνης
και σαφήνισε τόσο νόημα λουλουδιού, φευγαλέο άρωμα με το λεβάντε
που άγιασε το αεράκι το απογευματινό

Ωραία η ζωή γιατί ωραία η αγάπη-
το κατορθωμένο μας να λάμπει-ίσως
μόνη ελπίδα μας η άδηλη αναπνοή όμως

η ανάσα η ολοφάνερη εμάς μας πάει!
Καλή μας τύχη η προσήλωση!






Αυλίδα 10/8/82

ΝΙΟΤΗ

ΝΙΟΤΗ


Βγάζοντας τον άνθρωπο έξω από τον θυμό του,
μέσα σε μια ευγένεια συμφιλίωσης
εγώ ήμουνα-

με γιόρταζαν οι θάλασσες
χαρά οι μέρες του Αυγούστου-θείες
τι παιδί επίμονα ήμουνα
το γόνατο αεικίνητο τρεχαλητό
φλοίσβος της καλοσύνης η καρδιά μου..

Πνοή, νιάτα, κρούσταλλο της ημέρας έτοιμο να σπάσει-
ο κόσμος αθώος μονάχα στο όνομα-
πόλεμος στον φτωχό μου βιοπαλαιστή εαυτό-
πήρε μία σκυτάλη της ανάγκης και ακόμα τρέχει-
μια μέρα θα την παραδώσει-

αλήθεια που;

Αυλίδα 10/8/82

ΣΥΜΒΑΝΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΣΥΜΒΑΝΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



Τρεχάλα ο άνεμος μέσα στην όραση
τοπία μεσημεριανά ηλιόλουστα
οι μήνες δώδεκα να παραβγαίνουν στο λιθάρι-
σκυθρωποί
άγριοι:

βουίζει μια ψυχή αφόρητη-
η σελίδα της ιστορίας δεν γυρίζει, σκίζεται-
πάνω στο άσπρο μάρμαρο μια σαύρα πράσινη
αμφισβητεί την δόξα κάποιου αθανάτου:
ο τάφος..

Οι στoλές της σφήκας είναι κεντρί, δηλητήριο-
επιτίθεται λυσσασμένη-
κεντρώνει το στρεβλό μνημονικό-
με συνείδηση πόρνης η ζωή καυχιέται το ξέπεσμά της.
Αύριο από το όπιο της χαράς η θέλησή μου.

Αυλίδα 10/8/82

ΣΠΙΤΙ ΑΠΟ ΑΙΝΙΓΜΑ

ΣΠΙΤΙ ΑΠΟ ΑΙΝΙΓΜΑ


Το σπίτι μου το είπε η θάλασσα και θυμωμένο
στέριωσε ανάμεσα στις λεμονιές.

Αναμέριζε ο λεβάντες στις κουρτίνες του παραθυριού
και τα βουνά ανάφαιναν μέσα στο δείλι ροδαλά
κι ανάλαφρα που λες θα τα ’παιρνε η πνοή του Αυγούστου.

Εγώ ήμουν πάντα μέσα σ’ένα όνειρο φχαριστημένος.
Το λουλούδι είχε πει το ποίημα του εκεί και
μυρισμένο το σύμπαντο της σκέψης μου από τη φεγγοβόλα ανάσα του,
ατιθάσευτες άφηνε τις μουσικές να πα να σμίξουνε του άπειρου
μες τον άλλο κόσμο τον δικαιωμένο.

Τρογυρισμένος αγιόκλημα λοιπόν.

Κάπου πέρα, στα θαλασσινά χαράματα, προσηλωμένος όπου
έβγαινε ο ήλιος ο διαλαλητής ενός «πιστεύω» άλλου-
κοντανασαίνοντας πήγα στο εικόνισμα του πόθου μου
μπροστά ν’ ανάψω το κερί μου και να:
βρήκα πάντα μέσα σ’ ένα όνειρο εγώ
να ‘μαι φχαριστιμένος – όμως
ο κόσμος ,
έξω του,
καίγονταν στην οδύνη του της πιο πικρής ζωής!

Άραγε τι να ναι που μας μαγνητίζει της ψευτιάς
και δεν μας αφήνει να δούμε
και που τολμάμε η τόλμη μας όλη στράφι
γιατί λάθος τόλμη είναι
και άδικος μόχθος.
Ή μήπως το αίνιγμα μας θα μας σβήσει κάποτε
όταν θα βρει την λύση του από κάπου- Πήγαινα

αρνητής.
Και που αρνιόμουν νάσου να μου έρχεται
καπαπάνω μου το αρνημένο μου
και στανικά να θέλει να με πείσει η ανάγκη
έτσι είναι.

Η βωβή αλήθεια προσγειώθηκε στο μυαλό μου
σούρουπο μελαγχολικό-
και είπε λόγια δύσκολα.
Είχα το χέρι τεντωμένο μέσα στο άδυτο του φεγγαριού
και
αίσθηση
ένοιωσα να σκιρτάει στα δάκτυλά μου το αίνιγμα
που ζήλευε μια λύση.
Το σπίτι απαλά έφυγε για να ναυαγήσει μες τα σύννεφα
που το 'πιανε από δίψα.
Οι κουρτίνες του μια φορά αναμέρισαν φυσώντας ο άνεμος
και
είδα το κάστρο των ανθρώπων
να το φρουρεί η εκδίκηση καθώς
έμεναν ολομόναχοι
αυτοί
μες τον ατόφιο εγωισμό τους.



Αυλίδα 10/8/82

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ


Εφτά ανέμοι καλοκαιρινοί
μπήκαν μες την ψυχή του Ιούνη. Βίαια!
Βαριοκάρδισε η μέρα, τέταρτη Παρασκευή!
Δώσανε σάλτο μέσα στην απόγνωση
οι γενναιοσύνες του άλλοτε. Η πόλη
συνεχίστηκε σε άλλες σφαίρες – Οι άνθρωποι
μπαίναν μες στους ναούς όπου η προσευχή
κατέβαζε την πίστη στα ορατά:

Ένα δαιμόνιο πνεύμα
αναταράχτηκε στον λήθαργό του
γρηγορεύοντας στις φλέβες το αίμα-
ένα στόμα είπε ¨Βοήθεια¨.

Και για μας λέω ¨Βοήθεια¨. Αυλίδα 4/6/82

ΥΠΝΟΣ

ΥΠΝΟΣ


Ακούω αυτό το βράδυ από μακριά: κυμαινόμενη νύχτα
φεγγάρι μ’ έναν σάλαγο από τα όνειρα της τριξαλίδας.
Μια σοφία ύπνου μέσα στα μεσάνυχτα∙ η σίγουρη κληματαριά,
κάτω της
ένα κλειστό κρεβάτι: βάρκα του ονειροπαρμού μου:

Βλέπω μία την ψυχή μου..
περπατεί μες τα άδεια δωμάτια
του αιώνα-
βρίζοντας τόσο μυαλό μπαγιάτικο
μες τα κρανία των ανθρώπων.
Γύρευα την δικαιοσύνη-πόλεμος
γύρευα την αγάπη- η κακία!

Ο εαυτός μου ένας θε μου!
πως να τα βγάλει πέρα με ένα μηδέν
που τείνει στ’ άπειρο;
Δέχεται τόσους αριθμούς να ζευγαρώσει που στο τέλος
βγαίνει μπαστάρδικο αποτέλεσμα από μνήμες που απώλεσαν
την πιο δική μου ευτυχία.
Όταν οι ώρες μου θελήσανε αρίθμηση…


Αυλίδα 10/8/82

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΕ ΜΕΡΗ ΔΥΟ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΕ ΜΕΡΗ ΔΥΟ


1.


Η ζωή μια καλοβαμένη κοκότα
λιμάρει τα νύχια της
θα ξεσκίσει την σάρκα του εραστή της χρόνου
μέσα σε ένα ερωτικό παιχνίδι λαγνείας.
Θα δούμε την παράσταση
έχουμε ήδη ένα εισιτήριο στην τσέπη
το φρικαλέο έγκλημα
θα έχει συντελεστεί μπροστά στα μάτια μας
κ’ ενώ
στο κάθισμα θα μένουμε απαθείς τρώγοντας πασατέμπο.
Θα πάρουν ήσυχα το πτώμα
ποιό πτώμα … ο χρόνος δεν πεθαίνει....
Έχοντας έτσι τελειώσει
η πρώτη ηλικία μας!



2.


Το ρολόι μου λέει το όνομα του χρόνου.
Βεβαιώνει το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον.
Μέσα στους λεπτοδείχτες ένας χορευτής
μπερδεύει τα πόδια του και πέφτει
τσακίζοντας το ντελικάτο κορμί του.
Έχοντας έτσι τελειώσει
η πρώτη ηλικία μας!





Αυλίδα 10/8/82

28 Δεκεμβρίου 2009

ΡΑΨΩΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΛΞΙΟΠΗΣ

ΡΑΨΩΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΛΞΙΟΠΗΣ



Όψη του θήτα, σαν
Θελξιόπης γυναικείο όνομα.
Ομηρικό. Κι ανάλυσέ το:
Θελκτικό κάτι κι από μυρωδιά
Λουϊζας αν την τρίψεις στ’ ακροδάχτυλα.
Και όπ-μα, όμμα, μάτι του βοριά
Πάνω απ’ την θάλασσα των μπλε παράθυρων
Που ανοίγουν να κοιτάξουμε ευτυχισμένα.
Γιαγιάς της Λέσβου μιας μαμής
Βαφειό Λεπέτυμνου. Ράχτα
Κι ελιές. Μποστάνια

Της θεία Σταυρίτσας, θεία Λένης:
Κόρες αιολικές. Δώθε κρατάει η σκούφια μου
Κι εκείθε: Ιωνίας διωγμών ανθρώπων
Άστεα. Διηγήσεις
Μάνας της μάνας μου για το ΄22.
Αδέρφι του παππού που χάθηκε για πάντα
Αίματος φόρος της φυλής
Ξεριζωμός πικρός. Μοίρα;

Αν κρατάω κάτι από μνήμες παιδικές
Έναν παππού που μπόλιαζε τα δέντρα.
Σίγουρος. Αυτή ήταν η φτιαξιά του.
Αγάπαγε τις λεμονίτσες και τα τριαντάφυλλα.
Μούμαθε μια κηπευτική ολόχυμων ονείρων.
Κάπνιζε κάπνιζε ολοένα. Σαν
Νάθελε να μην ξεχάσει εκείνον τον καπνό που έπνιξε
Την προσφυγιά του. Πονούσε.
Πονούσε πάντα.

Και ένα χωριό λιγάκι πάνω από την Μήθυμνα
Σαν άλλης εποχής ναυαγισμένο μου κονάκι. Ήλιος
Και χρόνος σύμμαχοι. Με το χέρι
Πρωτόκοψα απίδια, σύκα. Άκουσα τα νερά.
Βρήκα τον πλάτανο ασπίδα για την ζέστα του μεσημεριού
Είδα την ποίηση
Ζωντανή- σαν νάπιανε ένας σπόρος
Μέσα μου.
Κούρνιασα μες την φύση σαν να μ’ άγγιξε
Μ’ ένα ραβδάκι μαγικό νεράϊδα…

Στεγνώνω από κάθε αίμα..

190.

Στεγνώνω από κάθε αίμα..

Λιοντάρι με τον βρυχηθμό που ράγισε
Το κρύσταλλο του πρωινού.

Αποπλέω από το ομοιοτέλευτο καλοκαίρι.

Συναγωνίζομαι τον ζέφυρο που κάνει ρίμες στην καρδιά μου!

Στο φως που λίγο λίγο χάνεται
Η Παναγιά μου πιο θλιμμένη με κοιτά!

Αν θα κλάψω ακόμα…

Εξηγείστε μου τι είναι αυτό που λείποντας μας περισσεύει

188.

Εξηγείστε μου τι είναι αυτό που λείποντας μας περισσεύει
Και στο άθροισμα πάλι άπιαστο είναι..

Ένα νόημα ποίησης που ανακαλύπτω κάτω από τα απλωμένα
Πάνω μου κλαδιά
Ενός δέντρου του βουνού-

Και ξέρω τι αλήθεια αξίζει το ένα πλάι στο άλλο
Δύο παιδιά της φύσης..

Και πως η μάνα τους
(μες απ’ τα μάτια μου)
Τα καμαρώνει!

Καλά λοιπόν περιφρονώ τον χρόνο..

187.

Καλά λοιπόν περιφρονώ τον χρόνο..
Ξέρω ότι έτσι κι αλλιώς με πολεμά.
Και θα νικήσει κιόλας!

Όμως εγώ με τις λεξούλες μου τον κατατρώω-
Όπως

Να μυρίζουν λουλούδια,
Σ’ ένα μακρινό κοιμητήριο
Κι οι νεκροί
(αναστατωμένοι)
- άνοιξη! -
Να συγκεντρώνονται μπροστά στην πύλη

Ολόγυμνοι,

Και ύστερα

Πιασμένοι χέρι χέρι να βαδίζουνε προς τα βουνά!

Ξύπνιος ή ονειρεύομαι;

186.

Ξύπνιος ή ονειρεύομαι;

Σαν να με πότισαν με βότανα παράξενα ιθαγενείς
Και είμαι σ’ έναν λήθαργο φωτιές που βγάζει.

Τίποτα λάθος ως εδώ!

Οδηγώ εγώ το άρμα του χρόνου και σαν από παλιά μου έρχονται
Μες το μυαλό τσιτάτα ενός επαναστάτη Αυγούστου.

Ψηλότερα, ανάμεσα στα πεύκα,
ανεβαίνει στο ερημικό εκκλησάκι
ο παράξενος ίσκιος ενός καλόγερου.

Που σίγουρα δεν άγιασε εδώ, ανάμεσά μας..

Θα φύγουν μες τις νύχτες οι άνθρωποι-

185.

Θα φύγουν μες τις νύχτες οι άνθρωποι-
Η απουσία τους θ’ αρχίσει πια να μας πονά.

Ηλιοβασιλέματα που σαν φωτιές θα φαίνονται
Επίγειου παραδείσου.

Θα αυγαταίνουν οι ελπίδες μας.
Θα κυνηγάμε τα ίδια όνειρα που από παιδιά..

Στον αέρα πιάνονται των γιασεμιών οι φωνούλες.
Σαν τα νοήματα ενός Αυγούστου που καλά κρατεί.

Μετά θα φάμε το γλυκό καρπούζι
Και το σταφύλι που κεχριμπαρένιο άναψε.

Κι ο θάνατος για λίγο θα ακυρωθεί!

Πέφτει μέσα στα χέρια μου κάτι σαν μισοφέγγαρο.

184.

Πέφτει μέσα στα χέρια μου κάτι σαν μισοφέγγαρο.

Έχω πάρει απ’ όλες τις νύχτες έναν ψίθυρο σαν προσευχή.

Αναρωτιέμαι τώρα αν μ’ ακούει ο θεός
Κι αν με συνδράμει με εκείνα τα ωραία πουλιά του.

(Χαράματα που τραγουδούν σαν να γεμίζουνε το στήθος
Της μέρας με ανάσα!)

Αποσπώνται απ’ τον ουράνιό τους Παρθενώνα

Κάτι σύννεφα μαγικά-

Από την ζωοφόρο των θυσιασμένων αμνών-

Και πάνε προς την άλλη θυσία τους.


Γυρίζω σπίτι κάθε βράδυ..
Κατάκοπος από το μετερίζι των καημών.

Έχω ελληνικές θαλάσσιες αύρες μες το στήθος.
Φεγγαρίσιες ανταύγειες.

Όταν θ’ αξιωθώ ένα σίγμα τελικό όπως μιας αλφαβήτας που ναυάγησε
Και στον βυθό κρατά ακόμα εκείνη την πνευματική της ευφωνία
Ίσως πω μια λέξη που ν’ αξίζει όλη την ζωή

Κι όλο τον θάνατο ακόμα!

Σχεδιάζει να πλησιάσει τον ουρανό! Ποιητής είναι..

183.

Σχεδιάζει να πλησιάσει τον ουρανό! Ποιητής είναι..

Έχει υποτάξει μέσα του το υποκείμενο κάθε ενόρασης.

Βλέπει μακρύτερα- τον φοβούνται!

Με τις λέξεις του αναθεματίζει τον κακοήθη τους βίο!

Με παίδεψαν οι αντωνυμίες, με τυράννησαν.

182.

Με παίδεψαν οι αντωνυμίες, με τυράννησαν.
Έμεινα σ’ ένα απαλό ΕΓΩ που τα περιέχει όλα..
Όπως βαθαίνοντας ο λόγος είναι του ΕΜΕΙΣ τα κάστρα που πατάμε
Με μια φιλοσοφία ήλιου.

Τόσος ο χρόνος που χάθηκε και ξέρω ότι δεν θα μου ξαναδοθεί
Ούτε σαν ήχος πόνου.

Μένω τώρα να κοιτάζω τα ήρεμα νερά
Με μια ψυχολογία του αδικημένου..

Φυσάει και μια σκόνη
Κοκκινωπή σηκώνεται,
Θέλει να τα τυλίξει όλα.

Ότι μιλάω είναι από μια γλώσσα που δεν θα μιλιέται πια
Μες τους επόμενους αιώνες.

Κρατώ έναν ρυθμό καρδιάς που λείπει.

(Μην νομίζεις πως αυτό
Είναι το εύκολο που κατορθώνεις πράγμα!)

Έφερα τις νύχτες μου ως την άκρα απόγνωση
Ψάχνοντας φωνήεντα που λυρικά ηχούσαν.

Αν πεις ότι η ψυχή θα ερμηνευτεί ποτέ ολοκληρωτικά
Αλήθεια κάνεις λάθος.

Είναι σαν τέχνη το να την κοιτάς και όλο κι άλλες προσεγγίσεις να ‘χει.

Σίγουρα έχω μέσα μου πολλά φαντάσματα.
Γι αυτό ο εαυτός μου ουρλιάζει!

Η θέση μου είναι να αθετώ τις συμφωνίες της μοίρας.

Αλήθεια:
Ας μου καταλογιστεί βαρύς ο φόρος να υπάρχω!

27 Δεκεμβρίου 2009

Μίκραιναν συνέχεια οι μέρες μου και έτσι έμαθα να μεταφράζω ήλιο.

181.

Μίκραιναν συνέχεια οι μέρες μου και έτσι έμαθα να μεταφράζω ήλιο.

Και στις μικρές φλογέρες φύσαγα χρωματιστών λουλουδιών.

Όλα σωστά:
Η Δευτέρα στην θέση της, κυρία επί των τιμών, και η Τρίτη
Σαν μανουάλι με πάνω της αναμμένα πουλιά.

Υπέρ πατρίδος, έλεγα, υπέρ πατρίδος!

Κοιμόμουν λίγο πια, σα να ‘χα αλλοπαρθεί
Κι ήξερα μουσικές που μόνο με ψυχή τις ξέρεις..
Τότε Τετάρτη..

Κολυμπούσα στην θάλασσα και πέρα ο αυλόγυρος
Με τα επάνω του αναρριχώμενα φυτά.

Ζέστα μεγάλη.

Όλα αναπνέουν δύσκολα.

Μόνο ο περιβολάρης είναι ευχαριστημένος που του ξανανθίσαν τα ρόδα.

Παρασκευή!

Δοξάζω που ένα γυναικείο όνομα είναι ικανό να άρει όλη την μελαγχολία.
¨ΕΛΕΝΗ!¨
Στα ρηχά τ’ ουρανού!
Στα βαθιά της ποίησης!

Διαβάζοντας τις γήινες σελίδες…

Πέτρινο αέρα κατοικώ, πέτρινο σκάφανδρο φοράω

180.

Πέτρινο αέρα κατοικώ, πέτρινο σκάφανδρο φοράω
Και κατεβαίνω στον βυθό του Ζέφυρου.

Εκεί που ένα είδωλο της μέρας
Έχει ωραία κοράλλια αφιερωμένα σε παλιούς θεούς.

Και όταν αναφαίνει από την θάλασσα μια Αφροδίτη
Κοιτάζω ολόγυρα μέσα στους άνω ουρανούς.

Ο ήλιος είναι βασιλιάς! και ο ξανθός πουνέντες!

Το χέρι μου φορτίζει το νερό.

179.

Το χέρι μου φορτίζει το νερό.
Καθαγιάζει τα πολλά του δώρα.

Εκείνο σιωπηλό
Τρέχει για να κρυφτεί μέσα στα έγκατα της γης.

Εγώ που νιώθω τώρα πως είναι ανόητο να περιμένεις
Μια επιστροφή αποδημητικών πουλιών
Στα χέρια μου κρατάω ένα κομπολόι ανέμων.

Κάθε του χάντρα φύσημα.

Έτσι που μες τον κήπο μου μαδούν τα τριαντάφυλλα
Και ψάχνουν πάλι το χαρούμενο νερό.

Ο άνθρωπος που έζησε με πάθος για το πάθος

176.

Τι θα μπορέσουμε να ξέρουμε ακόμη
Όταν θα έχει φύγει από κοντά μας
Ο άνθρωπος που έζησε με πάθος για το πάθος;
Σαν
Λουλουδιού το νέκταρ μία μέλισσα.

Εκείνος από τα μπαλκόνια τ’ ουρανού
Θα αγναντεύει ως ήξερε!
Καπετάνιος των άλλων οράσεων!

Και θα απολαμβάνει την σιωπή που με πρέπουσα
Ποίηση θα του δίνει το μεγάλο μεσημέρι
Ενός ουράνιου Αυγούστου!

(Μιλάω για μια άλλη ώρα

Του μετά- θανάτου!).

Φούρνοι. Κρανίδι.

Ως τα ψηλά πεζούλια του αδιαίρετου ανέμου.

175.

Ξύλινα πατώματα που τρίζουν.
Παλιός ανεμόμυλος που ακόμα στέκει.
Εκείνη η μεγάλη σκάλα που οδηγεί στο δώμα και στο χάζι
Ως τα ψηλά πεζούλια του αδιαίρετου ανέμου.

Μια χαρουπιά ζορισμένη απ’ τα χρόνια
Με το βρακί της σφήκας πεταμένο πάνω της.
Η φωλιά του πουλιού που λογαριάζει αλλιώς τον χρόνο
Και τρώγεται ν’ ανοίξει πόρτες μουσικές πριν να φανεί το βράδυ.

Στην αυλή ο καφές πάνω στο ξύλινο τραπέζι.
Η φιλία που αξίζει όσο όλες οι λέξεις.
Και στο ποτήρι αιώνιο κρύο νερό.

Αληθινά πιο βαθιά κι απ’ τον χρόνο
Μέσα μου έρχονται αυτές οι χρυσοφόρες
Στιγμές-

Υπάρχουν σαν ο ήλιος που φωτίζει
Κι αναδεικνύει γύρω μας το θαύμα!

Φούρνοι. Κρανίδι.

Όλος ο κόσμος με άποψη πρωτοσέλιδης είδησης

173.

Όλος ο κόσμος με άποψη πρωτοσέλιδης είδησης
Είναι τρένο πάνω σε καθορισμένες ράγες.
Πάει όπου προγραμματίστηκε.

Εμείς διαφέρουμε από διαίσθηση ότι μ’ αυτόν τον τρόπο σφάλλεις.

Αναζητούμε άλλη οπτική γωνία να στυλώσουμε τους οφθαλμούς..

Καμιά φορά με φιλαρέσκεια ότι εμείς οι αιρετικοί
Τα μυστικά της ποίησης κρατούμε.

Πάντως να συνεχίζονται όλα
Βλέπουμε. Και ακόμη τώρα
Που η εξοχή μας δέχεται σε ένα σπίτι εκατοχρονίτικο
Βαρύ και πέτρινο, μες την μεγάλη ζέστα
Ν’ απλώνουμε τους στοχασμούς μας σαν μ’ έναν ειρμό
Οι χάντρες του κομπολογιού που έχουν-

Χτυπούν στον ίδιο χτύπο· στέκονται
Πειθαρχημένες στο αυτό σχοινί.

Και σίγουρα, βαριά
Τις βρίσκει ένα χέρι ντερμπεντέρη των παλιών καιρών

Να έχουν την ρομαντική υποταγή σε μία εποχή που τέλειωσε και όμως συγκίνηση αφήνει ακόμα να την θυμηθείς..

Φούρνοι. Κρανίδι.

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου