...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

27 Ιουλίου 2009

ΕΛΛΑΔΑ..

ΕΛΛΑΔΑ..

Δεν επινοώ τίποτε πια.. Οι άνθρωποι καγχάζουν
μέσα σε λάμψεις του εγωιστικού τους μανιφέστου
που γράφεται σε διάρκεια..

Η Ελλάδα σκυθρωπάζει·
είναι ανεμοδαρμένο παρελθόν
που μυρίζει αρχαίους κίονες
κι ένα της τραγωδίας θεό που ακόμη επιβιώνει..

Έχουμε την όψη που αρμόζει στους αμαθείς·
σιτιζόμαστε θάνατο
αρχαίων σοφών που στο γινάτι τους να ξαναζήσουν
παίρνουν από τουριστική αστυνομία ελευθέρας για να περιφέρονται
μέσα στα μισογκρεμισμένα περιστύλια
ενός συμπαντικού ναού..

Διαβάζουμε το φως: αρχαίο και νέο
μουσουργεί με σύνεση
για να δούμε ξεκάθαρα την αποτυχία του τώρα..

Και τα βράδια
συνοφρυωμένοι μπρος στον άδειο ύπνο
ταριχεύουμε την σιωπή και την μοναξιά

και τρυπάμε αισιόδοξοι τις κρύες νύχτες…

Αθήνα 12.3.2008

ΠΟΥΛΙ..

ΠΟΥΛΙ..

Είναι ένα που ήρθε από τα μακριά πουλί· οι φτερούγες του
τρώνε μόνο άνεμο·
καθίζει πάνω στην ευσέβεια των ευκαλύπτων
που σείονται πανύψηλοι γύρω απ’ την λίμνη..

Με το βλέμμα ερευνώ τον γνώριμο ορίζοντα·
παχύς, συλλογισμένος, όπως
να τον ζωγράφισε σε έξαψη θεός
πριν καταφέρει τα καλύτερά του..

Το πουλί ακίνητο παρατηρεί
που κάτω του λικνίζονται τα φλύαρα καλάμια·
όπως φλογέρες που ακόμη δεν
γίνανε·
όπως μαστίγια στον ήχο του ανέμου..

Και η μέρα παίζοντας με τα πεντοβολά της προχωρεί
ολοένα πιο ασήμαντη.
Έχει περιουσίες ξαφνιασμένου ρολογιού
που του ‘λειψαν οι λεπτοδείχτες..

Πάει, πάει, πάει
του Δία κόρη ή της Αθηνάς
σοφή γυναίκα

που προστατεύει τούτο της το από μακριά παιδί
που υποφέροντας, σωπαίνει…

Ρόδος 23.2.2008

ΛΥΠΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ.

ΛΥΠΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ.

Τώρα δες! Όλα άγνωστα είναι
Μόνο που τα μαθαίνεις στο απόλυτο.
Είναι κι αυτό μια εκδοχή να ερμηνεύεις

Όμως ο άνθρωπος και κάτι άλλο είναι· κι αν προσέξεις
κάπου λάμπει ο πυλός!

Τα μάτια βλέπουν μα δεν ξέρουν
πόσους θεούς έχει η μέρα.
Κοιτάζουν την ζωή από το μέρος που μπορούν- το άλλο
το έχουν μόνο τα όνειρα.

Άνθρωπε σαν παιχνίδι των θεών-
Μόνο μια μνήμη αφήνουμε,

οσμή από πνεύμα αν τη διασώσουμε -νύχτα-
με βυθισμένο το φεγγάρι της Σαπφώς
μέσα σε στίχους.

Κι αν γυρίσεις σελίδα πάλι,
άγραφη είναι η ζωή
γι αυτούς που θα ‘ρθουν.
Μόνο μπορεί να μάθουμε την ιστορία μας
γράφοντας οι ίδιοι την δική τους.

Κι όλο μακρύτερα, βαθιά, στα χρόνια πίσω
οι μνήμες είναι Ιλιάδα ξεχασμένη-
που αν κατακτήσαμε ή όχι δεν ενδιαφέρει πια κανέναν…

Γράφεσαι μόνο, γράφεσαι πάνω σ’ άσπρα χαρτιά, προσχέδια
της άσπρης πλάκας:
όνομα, επίθετο και δυο χρονολογίες·

κι ένα λουλούδι από κάποιον που δακρύζει εκεί παράμερα!

ΑΤΤΙΚΟ ΧΩΜΑ..

ΑΤΤΙΚΟ ΧΩΜΑ..

Δροσάτο χώμα της αυγής
που ανεβάζει τα μπουμπούκια των λουλουδιών
ως την έκπληξη της ύπαρξης!

Χώμα αττικό που μυρίζει
ολόφωτες ανοίξεις!

Κοκκινόχωμα της αθόρυβης δημιουργικής ζωής
που πίνει το νεράκι του έχοντας στερεωμένο
στ’ αυτί του ένα κλωνί βασιλικό!

Οι μέρες ανοίγουν την αυλαία τους μ’ έναν
ανεμοστρόβιλο από εύθυμα φωνήεντα
που σπέρνουν παντού
την χαρά της καρποφορίας!

Το κουρασμένο σώμα του μήνα κοιμάται
μέσα στην αχλή ενός σύννεφου
που το ραίνουν
χίλιες γαρδένιες μυρωδικές!

Ζούμπερι 21.10.1983

26 Ιουλίου 2009

72

72.

Στον καθρέφτη του δωματίου γδύνονται κοπέλες:
Κόρες αινιγματικές,
Αειπάρθενες.

Τώρα
Μιλούν την ίδια ακατάληπτη εκείνη γλώσσα
Που το φεγγάρι θα μιλάει σε λίγο γέρνοντας
Προς το παλάτι της Σαπφώς!

Ιούλιος 2008

71

71.

Έγραψα μέσα μου τόσο καλοκαίρι- εικόνες
Του μυαλού πιο χαρούμενες!

Στις παραλίες
βαφτίζουνε παιδιά.
Με αγιασμένο νεράκι της θάλασσας.

Ένας Όμηρος
πρόβαλε απ’ το απέναντι ακρογιάλι
Μου ένευσε (πού να καταλαβαίνεις τώρα
Σ’ αυτήν την μαύρη εποχή την εκδοχή του...)
Μ’ έναν ήλιο καρδιάς όλα λέγονται-

Εμείς
με ιστορία απληστίας δυστυχώς φιλοσοφούμε.

Φοριέται και ανάποδα η ψυχή-
Φτάνει να ξέρεις
Να χρησιμοποιείς τα πανωφόρια της σωστά.

Ιούλιος 2008

65

65.

Όταν αρχίζουνε τα λόγια να λυγάνε
Φωνές πουλιών διώχνουν μακριά την νύχτα

Και ο Ιούλιος που ξεκρεμάει τ’ άρματά του
Για να παλέψει όπως ήξερε παλιά:
Για την μεγάλη ζέστα.

Γυναίκες ερωτεύονται στον κήπο
Δίπλα στα θρασεμένα τριαντάφυλλα

Τα στήθια τους
σαν παφλασμός, την ώρα που οι αγαπητικοί
Μπαίνουν μες το κορμί τους!


Ένας ήχος από αδέσποτο άνεμο τρώει
Μένος και μοναξιά-

Γαλάζια θάλασσα!

Ιούλιος 2008

76

76.

Στο ωδείο της μέρας μαζεύτηκαν τα πορφυρά κορίτσια
Σαν νότες
που επαναστάτησαν
Με τόσα θαρρετά φωνήεντα·

Με τα λινά πουκάμισα που από μέσα
πυροβολούν οι ερεθισμένες ρόγες·

τα
βαμβακερά μπλουζάκια
που ο ιδρώτας σύνορα να σχεδιάσει θέλει..

Ά! Φώτα
νιάτα του καλοκαιριού, υπεροψίες
της νιότης!

Η καρδιά
παντιέρα που ψηλώνει και
παντιέρα που αρμενίζει..

25 Ιουλίου 2009

85

85.

Αποταμιευμένες μέσα μου οσμές ανθέων και ένας παράξενος
κήπος
άλλου κόσμου το καύχημα..

Και από μία
ραγισματιά τ’ ουρανού
της ψυχής, κάπου μακριά,
να φαίνεται που υπερβάλλει ο θεός..

Ιουλίου βοτσαλωτές παραλίες όπου
παιδιά που παίζουν
κάνουν να αντηχεί αιώνια αμφιμονοσήμαντη η ελπίδα
καθρεφτισμένη μες τον εαυτό της..

Ένα φως που τρίβεται διαμαντικά πάνω στα πιο αρχαία βράχια
του ηλιοβασιλέματος- κι οχτώ
η ώρα δύουνε τα βάσανα των λουλουδιών

που ο περιβολάρης ίσκιος με δροσιά κατάβρεξε
προτού αρχίσει να βραδιάζει..

Σαλέματα των φύλλων, μόλις απαλά, εκεί
που ο άνεμος, σχεδόν μηδενικός, γυρίζει
με ήπια παραγγέλματα
να δώσει το παρόν μέσα στην περιδιάβαση των κρίνων..

Σελίδων γραφόμενα
που χαρά περιέχουν
όπως ο μάγος χρόνος θα την δει.

Και ορτανσίες
αναμμένες
ξημερώματα
μετά που έσκασαν τα ροδαλά πυροτεχνήματα
της κάθε αυγής..

Αλφαβητάρι εντόμων που λες ξύνουν το άπειρο-

πλήθος
που χαριεντίζεται
αδηφάγο
για να κακοφορμίσει ο ουρανός..

Και αντένες του ήλιου-
πυρρές
ολόξανθές,
πιο άγιες
κι από χρυσάφι που την λάμψη του γεννά
μες της ματιάς την εικόνα..

84

84.

Όπως και να σκεφτείς- κάτι θρησκευτικό αληθινά σε εγκλωβίζει
(από τώρα,
να ορίζει το μέλλον σου)

Κι εσύ
που ζεις για να φωτίζεις με ψυχή τις λέξεις
σ’ ένα διηνεκές που αποσαφηνίζει τα μελλούμενα

ανάβει, σβήνει, κυρτώνεται-
όπως για ν’ αποβεί μοιραίο
πάνω σου το παρόν.

Στηρίζονται οι νοητοί
κίονες πάνω σου-

Οι ιδέες
ελπίζουν σ’ εσένα..

Ποιό μανιφέστο γράφεις αισιόδοξα όταν περνάς
πάνω από τις πιο σαθρές
ιδεολογίες που βγάζουν
ακόμα σπίθα απονιάς;

Με τα ιερογλυφικά σου αινί-
γματικά γραμμένα πονήματα
είσαι δεν είσαι- ένα και το αυτό..

Ο χρόνος γύρω σου
πυρπολεί κάθε ρίμα..

24 Ιουλίου 2009

79

79.

Ένα πουλί ανεμογεννημένο που αλήθεια
Ίδιο μου φαίνεται
Με Μ πεπλατυσμένο.

Ανωθρώσκει με την παράξενη θρησκεία του
Της ελεύθερης πτήσης.

Δεξιά περνούν τα ψαροκάικα.
Ένας εσμός
Από μπουκέτα άνθη- ορτανσίες
Που ανάβουν στα μπαλκόνια- λίγο
Πάνω από τον πλαϊνό
δρόμο της θάλασσας.

Χτυπούν τα παλαμάκια του ζεϊμπέκη ανέμου.

Τεντώνονται όλες οι χορδές.

Ένα λευκός
Καλόγνωμος
Ήλιος λογχίζει το αβυσσαλέο μεσημέρι
Που τα πλοκάμια του κρατούν καλά την αψεγάδιαστη ευδία.

Καλά νερά, νερά γαλάζια

Κυλούν προς την ζεστή μεριά της γης.

Ο Ιούλιος βαραίνει και στην γνώμη και
Στην απόφαση.

Κρατάει τον ίδιο τον σκοπό που τραγουδούν τ’ αρχαία δέντρα

Που πλάι στην παραλία γίνονται
θεόρατες ευλογημένες προσευχές..

81

81.

Μέσα στα χέρια μου λάμπουν οι ελευθερίες του τίποτα, οι ελευθερίες των πουλιών.
Τα μικρά μυστικά λουλούδια που δεν τα μαρτυρώ γιατί
από το όνειρο έρχονται.
Οι ψιλές με νόημα βροχούλες που μόνο με αίσθημα καταλαβαίνω.
Οι απλούστερες σκέψεις που δεν ανήκουν πουθενά παρά μόνο σ’ εμένα
Που έμαθα να σχεδιάζω αύριο, από το άρωμα ενός γενναίου λεμονιού..
Αν πεις που θα κατέχω ποτέ τι είναι η αγάπη, λαθεύεις-
Γιατί κι οι ποιητές πάντα θα απορούνε
Μην ξέροντας πότε αρχίζει και
Πότε τελειώνει αυτός ο ουρανός..

23 Ιουλίου 2009

82

82.

Σκληραίνουν τα γραφόμενά μου και περιπλανιέμαι στις σελίδες τους-

Σαν ένας μοναχός μίας που ίσως και ποτέ να μην υπήρξε
Θρησκείας.

Δρόμους δεν έχουν
Βατούς.

Ανάμεσα από κακοτράχαλα μέρη πάω
Σε ένα ανθισμένο πουθενά.

Ό,τι χρησιμοποίησα για να ανοίξω
Την πόρτα του παράδεισου κλειδί
Τώρα πιο άχρηστο ανάμεσα στα χέρια μου.
(μιλώ για λέξεις…)

Η ευκολία να αποστηθίζω ουρανό
Μάλλον με έβλαψε.

Ξέχασα και στο χώμα να πατάω.
Ονειροπόλος
όσο δεν θα 'πρεπε.

Ανασταίνονται μέσα μου άλλες ευαισθησίες.

Στήνω ένα σπιτικό ανέμων.

Οξύνονται μέσα μου οι αντιθέσεις
ορατού και αόρατου
που θέλουν
παραδομένο να με δουν.

83

83.

Για μένα ας μιλήσουν οι θάλασσες:
αυτές οι γαλανές αγκαλιές που έχουν
δική τους σοφία..

Πλέον
δεν με περιορίζουνε οι λέξεις· προτιμώ
αυτό το φλύαρο κύμα
που απλώνεται
σε όλη την ακτή του νου.

Και το χώμα ας μιλήσει: το πολυδύναμο,
το σεμνά φιλοσοφημένο,
το πρωταρχικό
το υλικό του σύμπαντος κόσμου..

Και τα λουλούδια που γνώρισα
σαν που το άρωμά τους σκορπώντας
μες την μνήμη μου μείνανε
παρουσίες θεού..

Και τα ύδατα
που ρέουν
πολυσύλλαβα
άοκνα
υπερούσια
αγγίζοντας τον πλανήτη
υπόγεια,
ουσιαστικά-

Και οι προσευχές που κατόρθωσα
πιστεύοντας κι όχι
στον θεό
που πιο επίμονα μου απίστησε
όταν να τον πλησίασα είχα μπορέσει..

Και εγώ
ας μιλήσω για μένα:
εγώ που με ξέρω
από της μάνας μου τα νανουρίσματα,
εγώ
που είμαι τώρα πιο λιτός κι από ήχο
που απλώνεται
έξω απ’ τις νότες
και μέσα
στην γλυκιά μουσική!

80

80.

Να κρυφακούς μες τα ουράνια και –προπαντός-
Να μπορείς να μαθαίνεις ηθική που υπάρχει
στον κορμό ενός γέρικου δέντρου.

Διαβάζονται κι απ’ την ανάποδη τα περιβόλια.

Τα ζαρζαβατικά τους
Προσδίδουν σπιρτάδα στον άνεμο.

Οι ευρείες τους
Συνειδήσεις εκμυστηρεύονται γονιμότητα.

Ένας λεπτός
σιγανός
Σχεδόν ήχος νερού που υπόγεια
Τις ρίζες ανταμώνει..

Αρχαίο παμπάλαιο νερό.

Κορυφώνεται όντας κι αυτοκρατορικό και τρισάγιο

Και ποιητικό και εμπνευσμένο

Και βαθύ και ρηχό-

Σκεύος της ζωής και σκεύος του πόθου..

22 Ιουλίου 2009

ΤΟ ΦΩΣ.

ΤΟ ΦΩΣ.

Ίδια τεθλασμένο το φως που αγκαλιάζει την ισορροπία των δέντρων
μακραίνοντας κάπου μέσα στον άνεμο και την ανερμήνευτη μέρα
ζωηρό που άλλο δεν γίνεται
πάει και πάει
αντικρίζοντας τα παράθυρα των παλιών εκκλησιών.

Και εκεί που είναι του ροδαλού αποκρυπτογράφηση
ένα λίγο από λιγότερο σύννεφο
διαθλάται και φυσά
και αποσυντίθεται ελεεινό μες του δειλινού τον αέρα!

Και προ πάντων η θάλασσα:
μαγευτική και απόκοσμη
κόβει σαν μαχαίρι τα πέρα βουνά
με λάμα κόντρα ασημένια.

Αχτίδες που σβήνουν μες τον πράο αέρα
κι ο ήλιος ποτάμι που κυλά
μες τον άλλο ορίζοντα
του βουνού κορώνα εκεί
και χρυσός σαν θεός που θα δύσει!

Ο ήχος του ακούγεται παντού
είναι τρομάρα που όταν ξαπολιέται
βαφτίζει τα νερά με τον μανδύα του πορφυρού,
σαν ύμνος ρέει και κελαρύζει!

Να πλέω ανέγνοιος, να αστοχώ
επιτέλους!
Να έχω την αξία μου λιγάκι ξεγραμμένη·
να είμαι καπετάνιος του νοτιά
που μ’ έναν Ζέφυρο στο πλάι ταξιδεύει!

Να απλώνουν οι χρονολογίες μου
υφαίνοντας τα μυστικά τους.. Να απλοποιούν
τον βίο που μου έλαχε-
να έχω τίποτα να ελπίζω!

Και μέσα σ’ όλα αυτά ν’ αξίζει μοναχά το φως
ροδαλό και ο άνεμος
λίγος και θεϊκός
και σημαντικός και απέριττος-

Όπως που πλέει και χάνεται
στα πλάτη αυτής της πελώριας μέρας!

12.5.2008

53.....54

53.

Το φως κουράζεται καμιά φορά ν’ αποκαλύπτει·
Λυγίζει απλά·
Ένας μικρός καθοδηγητικός κανόνας στο μυαλό μας
Σαν σε διάθλαση
Και λες τα πράγματα παραμορφώνει:


Βλέπω την γυναίκα σαν λουλούδι που βαδίζει..
Τα στήθη της
Απαλά πέταλα που μοσχοβολάνε.
Και πιο πέρα το δέντρο
Που αξιώθηκε να είναι μες το καλοκαίρι θεός.


Στ’ αυτιά του τζιτζίκια
Μονότονα τραγουδούν
Επιμένοντας
Επιμένοντας.

Ροκανίζουν το σκάφος μεσημέρι!

Ιούλιος 2008



54.

Σ’ όλα μου τα τετράδια
Περπατάει ένα μολύβι μελαγχολικό.

Ακούς να κλαίει πίσω απ’ τα εξώφυλλα ένα παιδί
Ποίημα που πια δεν έχει μάνα.

Κάθεται εκεί, στο πεζουλάκι ενός ονείρου- φτιάχνει
Φαντασίες και σκέψεις παράξενες.

Η μάνα του
Με έναν έρωτα στα μάτια πάει.
(λες και θα γύριζε ποτέ η αφοσίωση κοντά μας!)

Στις σελίδες τώρα που γράφω ακούς το ίδιο κλάμα..

Ο καιρός περνάει και μόνο
Το ποίημα παραμένει ποίημα!

Ιούλιος 2008

Η ΑΦΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.

Η ΑΦΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.

Παρυφές της συνείδησης, οι σκέψεις γράφουν με μελάνι.
Η αφή επί των πραγμάτων δοκιμάζει την αυθεντικότητα.
Από μια απρόβλεπτη εκδοχή μας διαφεύγει η πατρίδα.
Το ελληνικό γίνεται πιο παράξενο απ’ το παγκόσμιο
όπως το ξέρουν λίγοι πια να το καταλαβαίνουν.

Ρέουν οι αιώνες, ρέουν οι άνθρωποι..
Οι ζωές τους όπως σαύρες σέρνονται, εκεί
που κάθε μέρα παλαιότερα ένας παράξενος θεός
βόλταρε πίσω απ’ τα σκοτεινά που ψιθυρίζουνε αλσύλλια.


Φέγγεις διαιρούμενη, σε βρίσκω πιο χρωματιστή,
οι εξάψεις σου έντονες και από μετάξι
πτυχωμένες στον λευκό χιτώνα σου που ακουμπά
το αγνό την απαλή του ηγεμονία.

Σπαταλάς τις επιθυμίες σου, γέρνεις
εκεί που ξέρεις ότι όλα θα αναιρεθούνε.

Θα κάνουμε κάποια στιγμή μία κουβέντα εμείς οι δυο
ξεκαθαρίζοντας το ασήμαντο των καθημερινών μας γεγονότων.

26.5.2008

21 Ιουλίου 2009

72

72.

Εκείνοι είναι πάντα οι κήποι των ρόδων και αυτοί είμαστε τώρα εμείς
οι αιώνια ερωτευμένοι.

Τα χείλια μας καίνε και οι λέξεις που λένε
είναι σαν που των άστρων τις εποχές
ξανα-
χρησιμοποιούν
για ν’ ανοίξουν
καινούριο των αισθημάτων αλφάβητο.

Ά!
Να μπορούσα να σε πω όπως σε λένε
οι σιωπές οι μέσα μου που σκέψη
δική σου περιέχουνε..

Να σου κρατώ το χέρι κι έτσι ακόμα, όπως
κι από μακριά εσύ είσαι μαζί μου..

Βεβαιώνει ο κόσμος τα ανθισμένα λουλούδια μου
του λόγου, τα δικαιώνει..

Κι εγώ σε ψάχνω εκεί , στα μεστά σύννεφα
που ταξιδεύουν και πολυόμματα κοιτούν
πάνω απ’ την γη, τον έρωτα
τόσων θνητών ανθρώπων..

20 Ιουλίου 2009

71

71.

Άντε να ζήσεις τώρα μες σ’ αυτόν τον δύσκολο εκατομβαιώνα
Που υπερασπίζεται τα αίσχη του με ευκολία
Και είναι οι κοινωνίες πιο σαθρές
Κι από στροβίλου κύλισμα.

Είσαι κουτός να θέλεις να σιτίζεσαι με όνειρα
Εδώ δεν είναι η πατρίδα αφελών, εδώ πονάνε
Όσοι δεν ξέρουν ν’ αποταμιεύουνε σωστά..

Πάρε τις προσευχές σου κι άμε
Ανήκεις σ’ άλλη εποχή- δεν είσαι
Κείνος που περιμέναμε:
Ο αναμορφωτής και της ψυχής μας..

64

64.

Ένα ελάχιστο αεράκι κι απ’ την χώρα των φυτών
Ένα συνεφαπτόμενο φως, αρχίζοντας
Που μιλά να σωπαίνει..

Μέλισσες, σφήκες
Μυγάκια,
Πουλιά μικρά τι-
Τιβίζοντας- λουλούδια
Ωδικά, αποσαφηνίζοντας
Το κραυγαλέο μεσημέρι.

Και η μέρα που άνοιξε σαν κόρη τα ματάκια της, εκεί
Ψηλά στα ουράνια μπαλκόνια
Να φανούν που χρυ-
Σοθήκανε οι πλεξούδες της-

Η όψη
Της αιώνιας ομορφιάς!

Κι εγώ
από ένστικτο πουλιών μιλώντας γαλάζια
Διαιρέτης του θόλου, οπαδός
Της περισπούδαστης μοναξιάς- λέξεις
Φτιάχνω
να την ψυχή μου συνέχεια δυσκολεύουνε..

67

67.

Βαραίνουν οι σκιές των δέντρων και λοξοδρομούν κατά τα περιβόλια τα κοπάδια με τις αίγες

Αποφλοιώνονται τα καλαμπόκια και στενάζουν κάτω απ’ το καμουτσίκι του ήλιου τα ηλιοτρόπια

Σκάζει η γης

Οι μυρμηγκοφωλιές κουράζονται με τόση αποταμίευση

Η σιταρήθρα παπ χοροπηδά μέσα σ’ ένα χωράφι που υπόσχεται εσοδεία

Νότες ξανθές που κρέμονται πάνω απ’ τα ξερά κλωνιά, ενώτια νότες

Όπως ένα γεράκι απ’ το ποίημα αυτό χιμάει ν’ αρπάξει τον φτωχό αρουραίο
Που κάνει τρύπες στο ζεστό κορμί της άνοιξης..

Τοπία που βόσκουνε συνείδηση θεού μέσα στο ντάλα μεσημέρι

Σε όλα περισσεύει η θρησκεία των αρχαίων ελληνικών θεών. Δεν έχω

Τίποτε άλλο να ελπίζω από τα σωστά βερίκοκα
Που ροδοκοκκινίζουν λατρεμένα πίσω στην παλιά αυλή
Την ώρα που φιμώνεται να μην τα μαρτυρήσει ο άνεμος..

Κρύο νερό και μέλι- κι ο καφές
Που τσούζει απ’ την δροσιά τον ουρανίσκο..

Ένα σεντόνι
νυφικό
στο πίσω το δωμάτιο
που θα πλαγιάσει απόψε η νύφη-

Ένα δεμένο μυστικό με δαχτυλίδια αρραβώνων

Γλυκά βιολιά- όπως ανάβει μες το βράδυ το ωραίο γλέντι και χοροπηδούν
Με αιτία παλικαριάς οι νέοι γαμπροί.

Γι αυτό που θα γενεί στο μέλλον έχω άπειρα ερωτηματικά- μα ξέρω
Πως θ’ ακουστεί η χαρά μέσα στα απώτατα
Ποιήματα

Με σιγουριά!..

66

66.


Κάτι φορές
κατορθώνω έναν άνεμο δικό μου, έναν άνεμο δημητριακό
που γυροφέρνει μέσα στις άγουρες πεδιάδες, αρχίζοντας
ν’ ακονίζει το ξίφος του..

Στα βαθιά του
είναι δύσκολο το φως, είναι απρόβλεπτος
ο ήλιος- σύμμαχος όλων των σκέψεων, βραχμάνος
της περιρρέουσας ερημιάς..

Κάτι φορές
κατορθώνω μια λυρική έξαρση
του παράξενου δεδομένου
της ψυχής..

Οσμίζομαι γιασεμιών φαντασίες, ευφράδεια
σελήνης την νύχτα..

Κάτι φορές
είναι απόλυτο το σπίτι, δεν σηκώνει
άλλα παράθυρα- κλείνει
κι αυτά που έχει- γίνεται
μνήμα..

Κάτι φορές
κατορθώνω μια σημασία του τίποτα
να μου είναι τόσο μα τόσο σημαντική
μες τα γραφόμενα,
που ο φτωχός που είμαι
είναι άνθρωπος αθώος και με πολλές
ερμηνείες απλός!

61

61.

Μες την φωλιά της νύχτας τα πουλιά χτίζουν την θέληση της μέρας που έρχεται

Απλοποιούνε το τραγούδι που θα ανταμώσει τα χρυσάφια του ήλιου

Χτίζουν με νότες την αυγή..

Στα πουπουλένια τους φτερά οι άνεμοι ελπίζουν
Όπως κρατά αυτή η έμπνευση της πτήσης τους αιώνια..

Και στίχο στίχο, σκαλοπάτι μες την μέρα
Φτιάχνουν την Ιλιάδα της δικής τους ποίησης!

19 Ιουλίου 2009

60

60.

Τόσο επικό το κυπαρίσσι που δεν χωρά ούτε μέσα στα χρόνια
Που ζει..

Τόσο λυρικός ο αέρας που του περισσεύουν αισθήματα
Φιλίας.

Οι λεμονιές φτάνουν στα μέλλοντα-
Δίφορες
σαν την γνώμη της θαλάσσας..

Το μάρμαρο του πόντου γαλανό
Κι αρχίζοντας να ιριδίζει..

Οι φωνές των παιδιών ευτυχίες
Που υπόσχονται την ζωή που θα φτάσει στο αύριο..

Ο ήλιος..
αφέντης του μεσημεριού..

Χιλιάδες τζιτζίκια τετερίζουνε
Αφήνοντας να γίνεται πιο σίγουρο το καλοκαίρι..

Στα ρηχά των νερών ο πιο απλός αχινός
Που απειλεί να πληρώσεις το τίμημα..

Γαλαζοπράσινα, ζεστά νερά..

Ιουλίου ευκράτου!

Ζώντων κι αποθαμένων κατανυχτική προσευχή!

31

31.

Πάντως έτσι συμβαίνουνε τα πράγματα -χωρίς
να τους αφαιρείται τίποτα-
Συμβαίνουν και είναι
Που να προσπαθήσεις να εμβαθύνεις στα ρηχά τους θα βγεις
Και μ’ ένα ρήγμα ο ονειροπόλος.

Έτσι που τώρα να μιλώ ανάποδα
Με ένα λεξιλόγιο απίστευτα τραυματισμένο

Από εισβολές μιας αλλοδαπής εξουσίας και μιας ημεδαπής
Αδράνειας.
(όσοι πιστοί του πολυσήμαντου ήλιου με καταλαβαίνουν..)

Τέλος
Ανακαλύπτω μόνο με τα δάκρυα
Να ξεκλειδώνεται αληθινά ο κόσμος..

Αρχίζεις εσύ να μιλάς και κατόπιν
Οι ιδέες σου όλες που κρίνονται
Αιχμηρές σε πληγώνουν..

Με ψυχολογία τρωτή πού θα πας
Μες το επίμονα πιο θλιμμένο σου αύριο;..

Χρησιμοποιώντας έναν μπούσουλα άστρων να!
είσαι
του χρόνου ο αξεδίψαστος ταξιδευτής..

30

30.

Η μέρα έχει μια διαπιστωμένη πλεονάζουσα σοφία που δεν οδηγεί πουθενά.
Καρφώνει τον ήλιο της πάνω στα μαλλιά των δέντρων, αποταμιεύει
Ψυχές και χιλιόχρονη
Προσωποποιεί την καλοσύνη της μες την αιθρία..

40.

40.

Ο Ιούλιος σπέρνει το φως-
Σαν ένας μεγάλος μάγος που με τις δεξιότητές του έπαιζε·

Παιδιά στην ακροθαλασσιά·

Μικρά άδεια σπασμένα κοχύλια στα χέρια τους
αντηχούν ακόμη ένα μουρμουρητό της θάλασσας·

Ένα πουλί είναι ακόμη ένας ψαλμός που ανεβαίνει
Προς τα ουράνια-
όπως θυμίαμα της μέρας·

Μια φοβερή ζέστα που ανάβει ακόμη σβήνοντας κάθε διάθεση
Για τα χαχανητά
Που ακούγονταν όλο το βράδυ από τις φεγγαροπρόσωπες νεράιδες-
Αρχής και γενομένης Κυριακής!

Πόσα ποιήματα κρουνοί που αναβλύζει ύδωρ
Βαθύλαλο και σαν του αθανάτου·
Μια εκδοχή αιώνιας ζωής!

Και η ματιά να βλέπεις πέρα από τα πράγματα
Καταστρώνοντας σχέδια μέσα στα άγρια πεδία
Της αγρύπνιας

Για μια ευτυχισμένη χρυσαφένια στιγμή, για μία αποκάλυψη

Όπως που ο χρυσοθήρας ξεπουλιέται εκεί να πασπατεύει χώματα- Ψαύοντας
Την ορυκτή πολύτιμη μεριά!


21.7.2008

18 Ιουλίου 2009

36

36.

Φοβάμαι όλα που θα πω έχουνε τον βασανισμό μου βεβαιωμένο-
Θα με βάλουν στην σύγκρουση ακούσια - Ενώ
Επιθυμώ να μείνω αμέτοχος και αρθρώνοντας μελάνι

Ιερωμένος μίας άλλης
Θρησκευτικής εκδοχής!

20.7.2008

ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΙΟΥΛΙΟΥ..

ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΙΟΥΛΙΟΥ..

Σε βρήκα εδώ αγέρωχη σαν μια αναρριχώμενη άνοιξη
Με μια θωπεία μοιρασμένη σε μερίδια
Μοσχοβολιάς. Ή σαν της βοκαμβίλιας πολυόμματο
Σώμα
Αρπαγμένο απ’ τα κάγκελα, ανεβαίνοντας
Όλη την ώχρα του παλιού σπιτιού.

Έμπνευση Ιουλίου!

Ζαλίστηκες εκεί που απελπίζει μεσημέρια ο ήλιος
Και σου ‘στειλα χαμπέρια με φωνήεντα του σπίνου

Άνοιξες όλη την ουσία σαν επιστολή ανεπίδοτη
Με αδιακρισία ανέμου που τρυπώνει μες τα απλωμένα
εσώρουχα..

Κι εκεί με βρήκες επιτέλους!

Να έχω ηθική βράχου μοναχικού
Αντικρύ στο πέλαγος

Κι ένα πεισματικό πανέρι να συλλέγω
Βύσσινα στίχων, περγαμόντο
Κι όσα τρατάρει η θεία-Σταυρίτσα στο Βαφειό
Τον κουρασμένο ταξιδιώτη!

Θυμήσου πάντα:
Στης Ιωνίας τις πλάτες γράφει στίχους μια Ελλάδα!

24.7.2007

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ.

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ.

Από το φοβερό ύψος του ουρανού και έπεφταν συνέχεια λόγια
Ιδέες
Οράματα.
Η αυλαία άνοιγε να φανεί ο θεός.

Η μέρα Πέμπτη, πρώτη Απριλίου και
Η πραγματικότητα φουλάροντας στην λεωφόρο
τρελαμένα.
Η σκόνη μπουχός.

Παράξενες εφηβείες έχουνε υπερασπίσει δίκαια σουρεαλιστικά.
Ο θρόμβος του αίματος έχει εκλείψει, ο πάτερ φαμίλιας.
Μια γυναίκα αναστήματος πυρκαγιάς.. Την είδα…
Ανέβαινε χαμογελώντας τους στίχους του Ομήρου
Υπάρχοντας μέσα στον ανθισμένο έρωτά της
Σημερινό κατά το ήμισυ-
Ωραία Ελένη!

Σήκωσε το κεφάλι..
Πέρα οι γέφυρες λοξές: διάθλαση..
Πλανόδιοι…Πραμάτειες..

Το κανάτι στο μισάνοιχτο παράθυρο ενός ζωγράφου που λωλάθηκε
Απεικονίζοντας τα «εσωτερικά του ανθρώπου»..

Οραματιστής από χόμπι- Δεν άντεξε!
Ποιος αντέχει;

Εγώ έχω ονομάσει αδερφές αυτές τις δυό
Πνοούλες που σκουντάνε
Το νούφαρο της λίμνης με την πιο ηλιόλουστη επιθυμία!

Όταν
Ξεψυχάνε
μπάτης και ζέφυρος!

1.4.1982

17 Ιουλίου 2009

A.

A.

Βέβαια μήτε που έχω σκιαχτεί
από τους πεπερασμένους ανθρώπους
Όλο φαντασιώσεις και ξεφωνητά ανούσια «ζήτω!»

Είμαι ρυθμός.
Η νιότη είναι η υγειά μου.
Ζω την σάρκωση του μύθου της λάμψης.
Τριγύρω μου εποχή τυφλωμένη.

Αυτό το γραφτό- τελεία και παύλα-
Υπάρχει όταν μία εκκλησία
Σηκώνεται στα χέρια από χιλιάδες πιστούς
Που αλλαξοπίστησαν
κι ήρθαν στην πίστη των αγγέλων..

Εδώ λοιπόν η ακοή είναι ταυτόχρονα όραση και το όραμα
Είναι ολότελα σάρκινο-

Έτσι που μια βραδιά ερωτεύτηκα άπειρες φορές
Μια μικρή νεαρά

Στην ηλικία του ολάνθιστου χαμόγελου!
Η ομορφούλα, η μαγιοπούλα!

29.3.1982

16 Ιουλίου 2009

ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ.

ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ.

Με κουβέντιασε η καρδιά μου
Σε μια ηλικία που αν κατορθώσεις φως
Μέλλει ν’ αναδυθείς μες από ορίζοντες
Ροδοπόρφυρους τώρα..

Και το βάρος μου όλο μηδενισμένο.
Επειδή ένα τόσο δα πούπουλο έγνοιας
Είχε σταθεί πάνω στο κούτελό μου και το αυλάκωσε!
Το ρυτιδωμένο δέρμα προσηλύτιζε
Τις αισιόδοξες ομιλίες
Σε μιαν αλφαβήτα εγγαστρίμυθη
Όπου το ρήμα πλάι σε γυναικεία ονόματα άγιασε!

Ελένη! Σοφία! Μαρία! Που είσαστε;
Ο καιρός έχει στρεβλώσει.
Μάταια ψάχνω για μια θέληση κλιμακωτή.

Σε όλα τυραννισμένος στην ηλικία των είκοσι..
Ζητάω την απ’ αιώνων
Ανάσα μου ριγμένη
Ξάφνου σε μία από πυλό γεωγραφία!

Η πνοή του θεού;
Και ποιος ο ανάδοχος;
Βαφτίσια πάντως…… Στρατής Παρέλης τ’ όνομά μου
Γεωργός
Οργώνοντας τις πεδιάδες εύφορες της συνείδησης.

Θυμάμαι κάτι ατέλειωτες πορείες νυχτερινές
Κάτω από το άστρο
Το φθονερό της τραμουντάνας

Σε ποιήματα μέσα
Πελώριες γαλαρίες, κάποιοι
Ψάχνουν για μια φλέβα στίχου λαμπερή.
Αύριο ξημερώνει ένας
Διαμαντικός ουράνιος λόγος-
Ο καημός μου!
20.3.1982

ΠΗΓΜΕΝΗ ΛΕΞΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ.

ΠΗΓΜΕΝΗ ΛΕΞΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ.

Στις γαλανές σελίδες τ’ ουρανού
Έντρομοι συννεφένιοι μετανάστες
Αλαφιασμένοι και αέρινοι παρά ποτέ
Δεσπόζουν μες την χάρη της ημέρας!

Έρχονται οι μουσικές στιγμές μιας ποίησης που φθίνει,
Απ’ το τσιμέντο των ανθρώπων άγρια βαριά σιωπή
Ο Ιησούς των ταπεινών ανοίγει τα παραθυρόφυλλά του
Μα ονειρεύομαι με πάθος τον Απόλλωνα βαστώντας λύρα!

Στο πείσμα των εφτά στιγμών που σημαδεύουν τον αιώνα
Και του προσδίδουν όνομα και χαρακτηρισμό
Η γεωμετρία του αιθέριου τόπου αυτής της όρασης αλλάζει..

Λυπούνται οι απόστολοι
Οι έμποροι αδυνατούν σε κάτι κερδοφόρο να επενδύσουν
Πέφτουνε στην παγίδα του έρωτα φεγγαρομάγουλες κοπέλες
Που αφήσανε στο κομμωτήριο του ανέμελου ανέμου φίνο πουρμπουάρ!

Νιώθοντας έξω απ’ τον χρόνο
Σε μια πηγμένη λέξη περιγραφική
Η μάνα μας που πλένει τα σκουτιά της
Βλέπει τον αμετάφραστό της γιό!

«Καλέ μου, τι ξοδεύεσαι στο τζάμπα;»

«Μάνα
Ξεπλένω τ’ όνειδος του κόσμου..
Η ποίηση έχει και θαύμα!»

25.12.1987
Άγιος Ελευθέριος.

15 Ιουλίου 2009

ΣΤΕΛΛΑ.

ΣΤΕΛΛΑ.

Πλάι μας δουλεύει η λαιμητόμος- χωρίς πολλά
Δικαστήρια- αυθαιρετώντας·
Έτσι που επιβάλουνε τα λάθη μας..

Παίρνει την ζωή σου γιατί εσύ κι αυτή δεν την αγάπησες·
Την κούρασες διαβάζοντας πάντα κοντά στον θάνατο-
Όπως να όφειλες
Εσύ να είσαι από τα πρόσωπα το τραγικό.

Είναι όπως δεν το ξέρεις που έρχεται το βράδιασμα·
Εσύ ανύποπτη πιστεύεις σε όνειρα που εκπληρώνονται σε άλλον
κόσμο.

Και πας
Φεύγεις και πας,
Απομακρυνόμενη, κεκοιμημένη…

Σκορπάς τα νιάτα σου στις τύχες του αέρα,
Δεν σε λυπάται και το ξέρεις ο καιρός,
Χόρτασες μοναξιά, χόρτασες αίνιγμα
Της νύχτας που χόρεψαν μες το αίμα σου πικρά φεγγάρια.

Ξέρεις σε σκέφτομαι… Δεν το καταλαβαίνω
Πως φεύγει ένας αμνός προς την θυσία του·
Εθελούσια·
Όταν τριγύρω του οι λύκοι όλοι που καραδοκούνε
Είναι μία αγέλη που κανιβαλίζει
Έτοιμοι όλοι για όλους θάνατο να δώσουν..

Ξέρω πως δεν θέλησες άλλο την άμυνα,
Θέλησες την υποταγή σ’ εκείνο που σε παίδεψε για χρόνια.
Καίει στις φλέβες σου ακόμα η πίκρα του θανατικού.
Τόσο βουερή που είναι τώρα σαν από σχισμή εκεί όπου κανείς
δεν το περίμενε
Να φανεί μικρό λουλούδι

Σαν μ’ αυτό να μιλούσες μελαγχολικά
Λίγο πριν φύγεις και αφήσεις μες τα μάτια σου ένα μυστικό
Απελπισμένης ηλιαχτίδας που θα λάμψει μέσα σ’ άλλους ουρανούς

Που πέρα εκεί βροντάνε!

12.5.2008

14 Ιουλίου 2009

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ! Δ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ!

Δ


Σαν μια νεροσταγόνα που θα πέσει και δεν θ ακουστεί
Παρά στην χώρα των ερωτευμένων…

Μα εγώ σε φίλησα…

Και καρφώθηκε ρόδο το βέλος μες την γύρω ερημιά-
Τσιρίξανε όλα τα φωνήεντα

Ξύπνησαν ξαφνικά πουλιά- κι εγώ σε είχα
Μέσα στα χέρια μου εκεί- νεράιδα αποκάλυψης!

Μου απαγγέλεις το φως μ ένα αχ που το τρώει ο έρωτας·
Χτυπούν χαρμόσυνες νότες στις φλέβες·

Γέρνεις μέσα στην νύχτα αλλά δεν φεύγεις·
Κρύβεσαι πίσω από τα δέντρα, καλύπτεσαι
Με σκοτάδι κι ερημιά
Με νερά ένδοξα που κυλάνε, τρέμεις
Μέσα στο λίγο φως και γίνεσαι
Νεράιδα καθαρογραμμένη

Που μιλάει
Με φεγγαρίσιο άσπιλο
Καθάριο
αινιγματικό
Φως!

Άφησε πάνω μου το αποτύπωμα σου, τον βαθύ
Τύπο των ήλων,
το σημάδι
Πως κι εγώ σου ανήκω –
κι έλα
Να γράψουμε τραγούδια του έρωτα
Με μουσικές του κορμιού!


Λίγα λόγια μέσα στον καθόλου άνεμο
Κι απ’ την άλλη εσύ..

Είσαι εδώ σπαθίζοντας μέσα στην ανεξάντλητη μέρα
Γυμνή
Σ ένα μυστήριο χεριών που αναρριχώνται πάνω
Στο κορμί που σπαρταρά από πόθο..

43

43.

Κι όταν καούνε όλα, μες
από την τελευταία σπίθα, πάλι γίνεται η ζωή-
λες και ποτέ δεν θα πεθάνει..

Στο μέλλον θ’ αποκαλυφτεί να είναι εκεί: με μέσα της
αφρόντιστους κήπους-
γεωμετρικά του θεού περιβόλια, ιτιές
που ψηλώνουν περήφανες, ισάξιες
με τον σκληρό θάνατο-
που με σιωπές θησαυρίζει.

Και μία κρυφή από όλους τροφός
αμβροσία που ταΐζει τον επόμενο Δία σου-
Έλθέτω πάλι!

Τα πάντα
ερμηνευμένα για να τα κρατείς
μισά μες το μυαλό σου και μισά
μες την επιθυμία.

Παραλίες νησιών που γυρίζουν
προς το ανοικτό την συνείδηση
μέρος του λιμενοβραχίονα.

Κι εμείς φλυαρούμε αλλά και τίποτα δεν ξέρουμε..

Ό,τι προκύψει θα ‘ναι
ουσίας δώρο,
θεϊκής!

13 Ιουλίου 2009

51

51.

Από της νυκτός ακόμη ένα φως παράξενο στρογγυλό
και στην προέκτασή του ν’ ανταμώνει κάθε σκέψη

Ίδιο από αρχαία ελληνική μοίρα...

Όταν μικραίνει ο κύκλος των ειπωμένων εγώ είμαι ένα κέντρο
σαν από λόγο παλιό, που γύρω του
περιφέρονται δορυφορικά
λέξεις κλειδιά
που ξεκλειδώνουν
μελλοντικό ορίζοντα.

Και ξέρω
ότι καλύτερα είναι να αισθανθείς, να παλέψεις
κι ας μην ερμηνευτούν τα πάντα γύρω σου- ας μείνουν
με το λούστρο του μύθου τους, ας μην
τα ξέρεις
ολοκληρωτικά..

Είναι
το σκοτάδι πειθήνιο-
το φως
εκδικητικό-
η μέρα
αψιά..

Δεν θα μπορέσεις
να είσαι εκείνος που ήθελες- θα κατασπαραχτείς
από των νοημάτων
περισπωμένες οδύνες!

5Ο..

50..

Το φως φτιάχνει την θρησκεία των λουλουδιών!

Επίμονα στοχαστικό τώρα που είναι το απόλυτο
καλοκαίρι και ξέρει
την αδιαμφισβήτητη εξουσία του.

Τα πουλιά κελαηδάνε
σαν αναμμένα κεριά μπροστά σ’ ένα εικόνισμα
της Μαντόνας Φύσης.

Οι πρωτότυπες μελωδίες τους
σμίγουν μακριά τις φωνές των παιδιών
που παίζουν
μέσα σ’ ένα βαμμένο με χρυσάφι ηλιοβασίλεμα.

Κι ένα θεός πιο τσιγγάνος
κι απ’ την δική μου καρδιά, τονίζει
απαρχής τις νότες
των επερχόμενων άστρων..

51

51.

Αλλού σκλήρυνε η ζωή και μας περιφρόνησε σαν ένας πλούσιος
φίλος
πού φεύγει τώρα μακριά.

Και ήταν μες το απόγεμα που διάβαζε τις σκανταλιές του νου ο αέρας.

Κάτι φυτά παράξενης νεότητας γεμίσανε τον κήπο του Ιουλίου-
κι ευφράνθηκε η καρδιά του αφελούς..

Οι ερωτευμένοι
στάθηκαν πάνω στο άσπρο ταρατσάκι που το έτρωγε ολημερίς ο ήλιος
και φιληθήκανε ξανά σαν για να με τον έρωτά τους κυριεύσουν
τον κόσμο όλο.

Πέσανε μες την χούφτα τους τα πιο ωραία άστρα
και έλαμψαν με βροντισμό μεγάλο τ’ ανοιχτά πανιά
από τα ιστία που έσκισαν σαν μία σκέψη όλον τον ουρανό.

Δευτέρα!

Και μαγευτική και απόκοσμη-
σαν για να με τις ώρες της κρατήσει
τον κρυμμένο της πλάσης ρυθμό.

Που σε βρήκα να είσαι των ασωμάτων ιδεών δραγουμάνος

Πρίγκιπα εσύ, των λευκών επιδιώξεων οδηγέ

Έλα τώρα,

Ακολούθησε τα μάγια του ήλιου

Είσαι των φιλέρημων ταπεινών προσευχή-

Άνοιξε τα φτερά σου

Δίδαξέ με απλότητα, σφρίγος της λέξης

Και περπάτα ξανά θαρρετά
μες το αύριο της ελληνικής σου ταυτότητας..

46

46.

Η ώρα μύριζε φρόνηση και κομμένο καρπούζι
στον μεγάλο δίσκο, στην κουζίνα που τα πλακάκια
γυάλιζαν σαν το πάτωμα μιας πολύχρυσης Ατλαντίδας..

Τα κουκούτσια του
μαύρες ψηφίδες που φυτεμένες ανασυνθέτουν πάλι τον ίδιο καρπό
σκορπούσαν πέρα δώθε, όπως πολέμαγε
τσιμπολογώντας το να δροσιστεί ο παπαγάλος.

Και καμωνόμουν πως δεν βλέπω, πως δεν ξέρω τίποτα
από τις σκανταλιές του, όταν λερωμένος
απ’ την χαρά σκαρφάλωσε στον ώμο μου
πιο φιλικά να με πιστέψει..

12 Ιουλίου 2009

45

45.

Πάντα όταν γράφω ξέρω ότι απιστεί η γραμματική μου-
Έτσι που να κουράζονται νευριασμένοι οι φιλόλογοι..
Να προσπαθούν να καταλήξουν σε μια σύνταξη προτάσεων καθαρή
Κι εγώ να τους μπερδεύω σπέρνοντας ανάμεσα στις λέξεις μου Ιούνια φύλλα
Δίφορης λεμονιάς..

27

27.

Αδειάζει η φωνή από μέσα μου όπως από μία αρχαία υδρία
το ύδωρ εξ- άπτεται
μετά
χυνόμενο
επί της γης.

(Όχι δεν είναι λογοπαίγνιο- προσπάθησε να καταλάβεις..)

Ωστόσο
πάλι πληρούμαι
ενός φωτός
την αποκαλυπτική υγρασία.

Και έτσι,

νοτισμένος, γυμνός
παραδομένος στο πλάσμα που είμαι
δεν θα με πάρει
ούτε κι ο θάνατος
πλήρως κενό..

42

42.

Εκείνα τα γαρουφαλλένια
Πρόσωπα των παιδιών που γυρίζουν μες τον αδέσποτο Ιούλιο.
Ζωντανά μες την ευθυμία, ζεστά
Να πιούνε την χαρά σαν δροσερό νερό.
Και μέσα στα ματάκια τους οι ελπίδες να λέγονται..
Εκείνα τα παιδικά χαμόγελα που αξίζουν να είναι
Χρυσάφια των λόγων μου-
Να κρατηθούνε ψηλά, και σαν από πιο σπουδαία οράματα
Να έρθουν προς εμάς και μες το πιο ωραίο
Που δημιουργούμε ποίημα..

11 Ιουλίου 2009

36

36.

Ταξιδεύω μ’ έναν πρίμο άνεμο και αγαπώ
αυτόν τον ωραίο καιρό
Που απλώνει την ζέστα του σαν ένα απέραντο κεφαλοπάνι..
Στην τσέπη μου
ούτ’ ένα γρόσι- πώς θα αγοράσω ερημιά;
Βάρκες μέσα στην νύχτα έρχονται και πάνε-
ψαρόβαρκες πνευματικής αλιείας.
Στα βαθιά του ουρανού καρφωμένη
και σαν από την λάμψη της μεθυσμένη
η σελήνη..
Αφιερώνονται στον άνεμο τραγούδια..
Ο στίχος φτάνει απευθείας στην καρδιά.
Τόση στοργή που φύλαγα για σένα
Θα μου την επιστρέψει πίσω πάλι ο θεός.
Να ξέρεις:
στα βαθιά του μυαλού μου μόνο εσύ θα υπάρχεις-
Σαν να μου ξαναγίνεται ακατάληπτο το κάθε λεπτό
Που μεταφράζει σε αγρύπνια την ελπίδα.
Και μόνος μένω να ζητώ δικαίωση
μέσα στον ανελέητο καιρό..

34

34.

Ρέουν μαργαριταριών ανάσες και κάτι
Βρεγμένα φύλλα των δέντρων που μετά
Τα καρφώνει στο χώμα η βροχή.

Ευθείες σκέψεις αρμενίζουνε και η ώρα
Έξη το πρωί, γίνεται
Όπως πάντα
Πιο ακριβός για τον καθένα ο θεός..

35

35.

Σκαρφαλωμένοι πάνω στις μεγάλες σκαλωσιές της νύχτας
Οι αιώνιοι πρίγκιπες
Του σκοτεινού φωτός
Απομυζούν
των άστρων αμβροσία..
Και στα χέρια τους έχουν
Το θυμιατό των ανέμων,
Το μικρό βασανάκι της μεγάλης καρδιάς..
Ο γύρω τους κόσμος
Βαθαίνει απουσιάζοντας
Και πιάνεται μες την απόχη η κάθε σκέψη
Που θα τολμήσουν..
Ώσπου
Στο χάος του απέραντου τίποτα
Αρμοστεί η θέρμη του αληθινά ονειροπόλου
Που θέλει μια πιο δίκαιη ζωή..

ΟΛΟΙ..

ΟΛΟΙ..

Όμικρον- βαρύ όμικρον
Και λάμδα
Και πάλι όμικρον:
πληθυντικό..

Κρατώντας ένα λουλούδι μες τα χέρια,
ιοβόλο..

Όλοι είναι σκιές του εαυτού τους, σκιές
Ονείρων
Που θα ‘λεγε κι ο ποιητής..

Αντίθετοι στην κενότητα που αντιπροσωπεύουν – κι όμως
Η κενότητα υπαρκτή..

Πληρούν την χάρη αλλά η χάρη τους δεν είναι για χάρη
Κανενός.

Φτιάχνουν
τον καταρριπτόμενο μύθο:
Αγγίζουν
το μέγα κενό..

10 Ιουλίου 2009

20

20..

Γαυγίζουν τα σκυλιά την νύχτα, ο άνεμος
Καρφώνει την φωνή τους πάνω στις κλειδωμένες πόρτες
Όπου από μέσα τους κοιμάται
της αυγής ο αρραβωνιαστικός..

Το φεγγάρι δείχνει δόντια, αγριεύει
Τινάζει ένα γύρω την σκόνη του, φουρκίζεται
Και πιο αινιγματικό κι από μια περιπλανώμενη σκέψη
Πάει να δύσει
στο αύριο..

Τα λουλούδια μυρίζουνε όνειρο
Κι όπως το ξέρουν ότι δεν θα ξαναγεννηθούμε
Τα δίνουν όλα τους, τσιτώνονται
Να κυριεύσουν τον γλαυκό αέρα.

Τότε σηκώνεται η πεθαμένη μάγισσα και αρχίζει να ψελλίζει
Ακατάληπτα λόγια, ενός αρχαίου ψαλμού, που ακούγονταν
τις νύχτες
Παλιά,
όταν λιγόστευε το φως του το φεγγάρι.
Και πάνω απ’ τον ύπνο των ανθρώπων δυο φτερά
Από γιγάντιο γύπα
Που οσμίστηκε το αίμα κάθε ζωντανού και έρχεται
Πάλι να δαιμονίσει..

8 Ιουλίου 2009

19

19.

Οι μισοί δρόμοι της πόλης με τα χαμηλά πεζοδρόμια και τα προνομιούχα δέντρα-
Οι αξιωματικές μέρες του Ιουνίου στην Ρόδο, πριν
Η θάλασσα μεταφραστεί σε γαλάζιο και η αύρα της
Θωπεύσει απαλά την στεριά.
Η φασαρία της νύχτας
Που οι τουρίστες αγρυπνούν στα μπαράκια πίνοντας
Διευρυντικό της συνείδησης αλκοόλ και βλέπουν
Τον κόσμο αλλιώτικο..
Μεταβαλλόμενο σε ένα
Πεφταστέρι που το κενό του
δεν ποτέ διορθώνεται..
Μέσα μας το τώρα είναι ύστερα και το αύριο
Σήμερα που λιποτάχτησε.
Όσο προσπαθούμε να δούμε πίσω από τα σύνορα
Του βλέμματος, ένα χρώμα
Ωχρής ζωής που δεν αναγνώθεις
Σωστά.
Ένα αλουμινένιο παραπέτασμα μετά από το ποίημα που σκάρωσες για να κρύψεις
Την ευαίσθητή σου πλευρά..
Κι εσύ
Επιταχύνεις οδύνες
Προς εσένα..
Τα διαφορετικά δέντρα, με την ιταλική επιμονή
Να είναι η οργάνωση σύμβολο..
Πωρόλιθοι που σκουριάζουν ευτυχισμένα
Μέσα στα χρόνια αφήνοντας
Αυτό το λυσσαλέο σαράκι της οξείδωσης, όπως γινάτι
Να φθείρει οτιδήποτε ο καιρός.
Το απόγεμα μελοποιεί την καρδιά μου!
Πώς δεν το σκέφτηκα; Είμαι
Ένας αδαής που στηρίζει
Επάνω σε αρχαίους κίονες
Το άλφα του
Και το ωμέγα.
Αν θέλω να γυρίσω ξανά
Προς το σημείο φωτιά
Το μέσα μου, ο ίδιος είμαι
Που ήμουν ο έφηβος..
Και χορεύω
Ευτυχισμένα μισός!

Ρόδος..2009

39

39.

Βγαίνοντας από τον ύπνο και μέχρι να ανοίξω τα μάτια μου
Ο χρόνος έχει προχωρήσει πιο πολύ από ‘να άστρο.

Κρατιέμαι ορθός·
Οι λέξεις
Που διαφεύγουνε της προσοχής μου
Με νόημα απουσίας τινάζουν την σκόνη από πάνω τους
Την ώρα
Ετούτη που τσιρίζει η αγρύπνια μου,
Ζεστή.


(Μέχρι να βρούμε το σωστό μέτρο εσύ κι εγώ
Θα έχουμε επικοινωνήσει άπειρες φορές πιο αποτυχημένα
Απ’ ότι γίνεται και μ’ ένα αγρίμι που εσύ ο αφελής
Θέλεις με το έτσι θέλω να χαϊδέψεις.)


Στην αρχή όλα θα είναι σκληρά, με πείσμα
Θα μας εναντιώνονται-

Ως να βρεθεί ένας τρόπος
Να ρθούμε πιο κοντά στο απόκρυφο που πια βελάζει-

Όπως αμνός μες την καρδιά σου και
Μες ην δική μου καρδιά!

Από τα δέντρα βγαίνουνε τραγούδια
Καλής νεραΐδας

Που φεύγοντας από την λίμνη που τα όμορφα μαλλιά της έλουσε
Την άκουσε κι η μέρα και η άλλη
Ψυχή μου-

Μέσα στο αέρινο μου, ποίημα,
Αυτό..

21.7.2008

7 Ιουλίου 2009

38

38.

Οι μέρες
Ημερολογιακές προσθέσεις που βολεύουν τον ταμία Χρόνο

Έρχονται, φεύγουν, μένουν εκεί
Στην μνήμη του τοπίου με την ιστορία τους πια καταγεγραμμένη
Μέσα σε νοσταλγία και αφέλεια
Τούτου του χρονικού που πάει προς την λήθη.

Και τα σπίτια βαριά, φλύαρα, άσπρα
Καθώς ανεβαίνουν στην νύχτα με δρασκελιές
Φιλοσοφώντας με ύπνο που πέφτει επάνω τους
Και κρέμεται σχεδόν απ’ τις ταράτσες.

Καθώς ένα άστρο από ψηλά ζηλεύει την επίγεια τάξη
Και ρίχνεται στα βάραθρα για να το καταπιεί το μαύρο φως…


Ο Ιούλιος ζορίζει τις αξίες μέχρι το μεγάλο τίποτα
-καυτό,
Που άνεμο καλοκαιριού μέσα στα σπλάχνα του φιλάει-

Κι ο ποιητής αφήνει έξω από την μοναξιά τις λέξεις του που πιο πολύ πονάνε.

Ο ουρανός
Επιμένει να προσφέρει καταφύγια
Φιλοξενώντας θεούς ή και ιδέες φωτιάς που μες το πέρασμα των
χρόνων
Γίνονται θρησκείες.

Η θάλασσα απενοχοποιημένη
Για τα ναυάγια που έπραξε
Απλώνεται ήσυχη
Με τα ψάρια της και κάπου
Απόμακρα
Έναν γερασμένο πια, άρχοντα αλήθεια, Ποσειδώνα!

Κι όλα συνθέτουν ένα αποτέλεσμα ποιητικού αντικατοπτρισμού
Καθώς ο πάνω κόσμος εγγράφει είδωλα σ’ αυτόν τον κάτω.

21.7.2008

6 Ιουλίου 2009

ΞΕΡΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ..

ΞΕΡΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ..

Η φωνή μου χοϊκό μαράζι έχει πάντα
και άνεμο άπελπι, μα θεϊκό!

Νύχτες ωραίες που από τα στήθη τρέχω των ωραίων κοριτσιών
προς εφηβαίο παράδεισο!

Πλέω στις θάλασσες
τις άπλετες του νου και πάω
προς ιδεών λιμένες..

Λέξη μου- μηχανάκι- βασανάκι μου
μπαρούτι για να ανατιναχτώ!

Πώς πάω προς τις μονές των παρεπιδημούντων
αδέξιος και ονειροπαρμένος
και νοσταλγός της ομορφιάς
που τρέχει όπως νερένια υπόσχεση
μέσα στα μάτια μιας κοπέλας!

Ανάβουν φώτα, σβήνουν φώτα-
όπως κι ο κάθε έρωτας ανάβει!

Έλα για να τον ζήσουμε χωρίς προσθέσεις
ή αφαιρέσεις από την ψυχή!

Απλά είναι τα λόγια του ήλιου,
του λίθου απλά,
του έρωτα απλούστερα-
πάντα!

Εμείς
οι αιρετικοί των ομοιοκατάληκτων καημών
ξέρουμε να διαβάζουμε
αλλιώς τον ουρανό
και τα ωραία στήθη μιας κοπέλας!

Ρόδος. 17.10.2008

ΑΓΑΛΜΑ..

ΑΓΑΛΜΑ..

Μες από το μάρμαρο ξεπηδά η μορφή σαν ένα πρόσωπο που το γέννησε
η σκληρή ρίζα του λίθου.
Και είναι
ομιλητικό, οχυρωμένο
πίσω από την δομή του σκληρού υλικού, σχεδόν δέρμα
ζωντανό, που αντέχει αιώνες, και πάνω του
παίζουνε οι νερόχαρες επιθυμίες.
Τα βαθιά μάτια κοιτάζοντας στο απροσδιόριστο μέλλον..
Τι να κοιτάζουν;
Με τις πτυχές του ο χιτώνας
κρουστές: αθροίζει
χρόνους και χρόνους
πάνω σ’ ένα βάθρο που μετρά
πιο οριζόντια την κάθε αιωνιότητα..
Σχεδόν θέλει να φύγει..
Κουρασμένο εκεί από το να διδάσκει
το μέτρο της κρυφής αρμονίας..
Και μια μουσική
υποδόρια που κάνει
να ριγούν οι μυώνες
τρεμίζει λίγο
ανεπαίσθητα το κορμί όπως
ένα μειδίαμα αρχαϊκό επιμένει
ν' αναιρεί το παρόν..

Ιούνιος 2009 Ρόδος..

5 Ιουλίου 2009

15

15.

Το σπίτι των υδάτινων αντανακλάσεων με τους ιβίσκους
στην πίσω αυλή:

Ένα παλάτι των ανέμων που να φύγουν πάλι ήρθαν
μες την θερμοκρασία του Ιουνίου, εφτά
η ώρα το απόγεμα που ο κόσμος
βράζει από καημό και νοσταλγία..

Επάνω στην ταράτσα του ένα κυνηγητό το αεράκι με
τα πεσμένα πλατανόφυλλα.

Σκιές λευκές πετούνε πέρα οι γλάροι.

Ανοίγεται απρόσμενα η δυνατότητα να είναι δεν το είναι..

Ένας επιγραμματικός
άτσαλος, πνευματώδης
ήλιος ποτίζει με χρυσάφι τα φυτά.

Εγώ να δεις αδιάβαστος που είμαι..
Από ποίημα, από φεγγάρι, από ψυχή-
μόνο να ξέρω ποδοβολητό της θλίψης κατορθώνω..

Όπως να μένω είμαι έγκλειστος στην κάμαρα
που κάποτε μου ναυαγεί κι όπως καράβι
με παρασέρνει στα ενδότερα
μιας θάλασσας κατάθλιψης..

28.6.2009 Ρόδος..

ΣΠΙΤΙ ΑΠΟ ΑΙΝΙΓΜΑ..

ΣΠΙΤΙ ΑΠΟ ΑΙΝΙΓΜΑ

Το σπίτι μου το είπε η θάλασσα και θυμωμένο
στέριωσε ανάμεσα στις λεμονιές.

Αναμέριζε ο λεβάντες στις κουρτίνες του παραθυριού
και τα βουνά ανάφαιναν μέσα στο δείλι
ροδαλά κι ανάλαφρα
που λες θα τα ΄παιρνε η πνοή του Αυγούστου.

Εγώ ήμουν πάντα μέσα σ΄ ένα όνειρο φχαριστημένος.
Το λουλούδι είχε πει το ποίημα του εκεί και
μυρισμένο το σύμπαντο της σκέψης μου από τη φεγγοβόλα
ανάσα του,
ατιθάσευτες άφηνε τις μουσικές να πα να σμίξουνε
του άπειρου
μες τον άλλο κόσμο τον δικαιωμένο.

Τρογυρισμένος αγιόκλημα λοιπόν.

Κάπου πέρα, στα θαλασσινά χαράματα, προσηλωμένος όπου
έβγαινε ο ήλιος διαλαλητής ενός ‘’πιστεύω’’ άλλου-
κοντανασαίνοντας πήγα στο εικόνισμα του πόθου μου
μπροστά ν΄ ανάψω το κερί μου και να:

βρήκα πάντα μέσα σ’ ένα όνειρο εγώ
να ‘μαι φχαριστημένος-
όμως
ο κόσμος,
έξω του,
καίγονταν στη οδύνη του της πιο πικρής ζωής!

Άραγε τι να ναι που μας μαγνητίζει της ψευτιάς
και δεν μας αφήνει να δούμε
και που τολμάμε η τόλμη μας όλη στράφι
γιατί λάθος τόλμη είναι
και άδικος μόχθος.

Ή μήπως το αίνιγμα μας θα μας σβήσει κάποτε
όταν θα βρει την λύση του από κάπου-
Πήγαινα
αρνητής.

Και που αρνιόμουν νάσου να μου έρχεται
καταπάνω μου το αρνημένο μου
και στανικά να θέλει να με πείσει η ανάγκη έτσι είναι.

Η βωβή αλήθεια προσγειώθηκε στο μυαλό μου-
σούρουπο μελαγχολικό-
και είπε λόγια δύσκολα.
Είχα το χέρι τεντωμένο μέσα στο άδυτο του φεγγαριού
και
αίσθηση!
ένοιωσα να σκιρτάει στα δάκτυλά μου το αίνιγμα
που ζήλευε μια λύση.

Το σπίτι απαλά έφυγε για να ναυαγήσει μες τα σύννεφα
που το ‘πιανε από δίψα.
Οι κουρτίνες του μια φορά αναμέρισαν φυσώντας ο άνεμος
και
είδα το κάστρο των ανθρώπων
να το φρουρεί η εκδίκηση καθώς
έμεναν ολομόναχοι
αυτοί
μες τον ατόφιο εγωισμό τους.

Αυλίδα 10/8/82

4 Ιουλίου 2009

12

12.

Εξαπολύουν οι μέρες τα φορτία τους πάνω στα πτώματα των αιώνων..
Όμως τι μπορεί να πετύχει ένας άνθρωπος που σκέφτεται
μισό με την καρδιά, μισό
με το μυαλό και όλο
με την ανθρώπινή του μοίρα;
Και πώς ξέρει τον έρωτα;
Τον αφήνουν οι μνήμες του
να αγιάσει;
Φωναχτά οι επιθυμίες του σάρκα παίρνουν και γίνονται
επιθυμίες του ονειροπόλου..
Που πάνω απ’ όλα είναι χαμένος για χαμένος σ’ ένα
δικό του άμετρο διάστημα..
Εφησυχάζουν μέσα του οι κόσμοι που κατέχει..
Πολλοί μα την αλήθεια!
Και που συντελείται το θαύμα
του έρωτα, με το κορμί του το καταλαβαίνει..
Που είναι το ρίγος που έρχεται,
ο μυστικός του παλμός..

3 Ιουλίου 2009

11

11.

Σ’ αυτήν την γειτονιά του φεγγαριού οι νύχτες
Κρέμονται πλημμυρισμένες αίνιγμα που δεν θα νιώσει
Ο ερωτευμένος που πλανιέται μέσα τους.

Αρχαίοι θεοί μυσταγωγούν που κρύβεται
Απόψε από όλους το φεγγάρι..

Εγώ-
πηγαίνω αμέριμνος εγώ..

Και μου είναι μοίρα η θέληση, καημός
Ο μουσικός πεπραγμένος βίος..

Είμαι αποταμιεύοντας μια προσευχή της μαργαρίτας
Που μόνο η μέλισσα μπορεί να ξέρει..

Τόσο χοϊκός, τόσο
Αγαλματένιος, που δεν είναι ούτε πια τα λόγια μου
Που εξέχουν μες το αύριο, κάτι
Που να διαβάζεται απ’ την αρχή σωστά..

Κι έχω αφήσει να με κατατρώει ο καιρός..

Εξάλλου τούτο το σαρκίο θα
Περιφρονηθεί τόσο
Βάναυσα μια μέρα..
Ποιός δεν το ξέρει;
Από παντού εισβάλει μέσα του ο καιρός
Κι απομυζά την λάμψη του..

Κι εσύ
Που είσαι τόσο όμορφη που να ζηλεύσουνε κι οι μνήμες
Πού πας εσύ, σαν σκέψη, σαν
Χίμαιρα
Που ν’ ακουμπά πάνω στο αύριο του κόσμου;
Σε μαστιγώνει άγρια ο παρανομαστής καιρός..

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ...

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ…

(Αντιγράφω τόσο φως από μέσα μου που δεν με ξέρει
ούτε ο θεός ακόμα!)

Δείξε απείθεια – θα σε κάψω
όπως κρατώ τα βότσαλα του εξοστρακισμού σου..

Ο αέρας θα φυσά. Θα ‘ρθεις
με αναμμένα φώτα σκέψης.

Εγώ θα ξέρω μες απ’ τους καθρέφτες να κοιτώ
το άλλο πρόσωπο
που σου έλαχε,
μοίρα του τρόμου..

Κι ενώ ήσουν γυναίκα που ποτέ δεν μπόρεσε
να δει ψηλότερα απ’ τον θάνατο- τώρα να ξέρεις:

ο ανεστραμμένος σου εαυτός
ίδιος και απαράλλακτος
με σένα είναι
και σε δικάζει..

Δες!
Μες το λουτρό που έσκυψες να βρεις
ένα νερό που να ξεπλένει από πάνω σου
το ανόσιο αίμα..

(Αντιγράφω
τόσο σκοτάδι από μέσα σου που δεν σε ξέρει
κανείς όσο εγώ ακόμα…)

2 Ιουλίου 2009

10

10..

Οι φωνές εντός μου είναι πια κατεστημένο που μπορεί
να δημιουργήσει μία χώρα ονείρων..

Κι όμως:
και ξύπνιος ονειρεύομαι..

Τόσο λιτοδίαιτος σε ανάσα που απορεί
ο θεός ‘’τι έπλασα;’’

Έχω αφεθεί να παρασύρομαι από τα μελτεμάκια κάθε πόθου..

Βλέπω γυναίκες ωραιότητας που εξάπτουν
τις φαντασίες ως και των αποθαμένων.

Γυρνώ στο φως-

μισός υπαρκτός και μισός
του ανέμου άθυρμα-
και σκοτεινό ρήμα της μοίρας..

Το κράτος της λατρείας μου
είναι κάτι πουλιά
που αμφισβητούν τα πάντα..

Πετάνε ελεύθερα μέσα στους πιο ασύνορους
ουρανούς-
διδάσκοντάς με ποίημα!

6

6.

Ένας χορός αγγέλων ήτανε για μένα και για το κορίτσι μου ήτανε
μια μελωδία των άστρων!

Γεύτηκα την βαθύλαλη ψυχή σου!

Σου έχω γίνει τώρα ένας αυλός
να φωνάζεις
απομέσα του και ν’ ακούει ο θεός!

Μουσικές στερεωμένες στην νύχτα!

Στον βαθύ ουρανό αρμενίζουν
όνειρα·

στην ρηχή θάλασσα πλέει
φεγγάρι…

Ηράκλειο 1980

2

2.

Η αυταπάτη είναι η εύκολη γλώσσα μας
σαν λαμπυρίζουν
οι απέραντες μέρες του ήλιου
ή
οι νύχτες στέκονται με το ξεκουμπωμένο τους πουκάμισο
βαριές και μάγκικες
φουμάροντας μ’ ανυπομονησία
στον σταθμό ενός τρένου
και περιμένουν το κορίτσι τους
και το φεγγάρι..

Όλα συντελούνται πίσω απ’ το τζάμι που κάποιος κοιτάζει
τις γάμπες των ωραίων γυναικών
που περνούν
ή
μέσα στο κουρασμένο όνειρο του δύτη
που βαρέθηκε ν’ ανεβάζει σφουγγάρια από τον βυθό..

Το τραγικό μπορώ να το αναγνωρίσω ακόμη
και στο μαραμένο τριαντάφυλλο που χάνει
τα δόντια της όρεξης της ευωδιάς του..

Βέβαια θα μου πείτε ο θάνατος…
Πονάει ετούτη η πραγματικότητα.
Σπρώχνω αυτό που πέφτει μα δεν είναι άλλο
από βοήθεια στην ιστορία
που προχωρά
μέσα στον θόρυβο του κόσμου
που ακροάται
και την πράττει…

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου