...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Αυγούστου 2009

(Στο άρμα του ήλιου..)

119.

Στο άρμα του ήλιου-

Πολυάριθμα έντομα βουρκωμένων υδάτων
Αντιμετωπίζουν την βαρύτητα σαν ένα
Αστείο δεδομένο.

Όπως κι εγώ θα ήθελα.

«Γράφω ποίηση για να σκέφτομαι..» Μου άρεσε..

Όπως αμφισβητώ κι αμφισβητούμαι
Κι αδημονώ να με πάρουν οι άνεμοι
Της άλλης φαντασίας.

(Φύκια δώρα του νερού..)

111.

Φύκια δώρα του νερού
Αναδυόμενες φλοκάτες μαύρες
Απλωμένες λίγο μόλις κάτω απ’ το νερό.
Και ήλιος.

Αδυσώπητος-

Σαν το σκαμπίλι
Στο μάγουλο το απέραντο της θάλασσας.

(Γαλάζιος ο αέρας και τα γαρίφαλα κόκκινα..)

96.

Κοίτα τώρα:
Γαλάζιος ο αέρας και τα γαρίφαλα κόκκινα

Και χάλκινο το δειλινό που γράφει κάπου
Πέρα μακριά στην θάλασσα την μελωδία του.

Έχεις μιαν εξουσία μνήμης κι όνειρα-
Θα σε φτάσουν να πας ως την άλλη ζωή.

Στον καθρέφτη είσαι αλλά δεν είσαι εσύ-
Είναι ο άλλος.

Στα εγκόσμια κόσμια σπαταλήθηκες!

(Έγραψα μέσα μου τόσο καλοκαίρι..)

71.

Έγραψα μέσα μου τόσο καλοκαίρι- εικόνες
Του μυαλού πιο χαρούμενες!

Στις παραλίες
βαφτίζουνε παιδιά.
Με αγιασμένο νεράκι της θάλασσας.

Ένας Όμηρος
πρόβαλε απ’ το απέναντι ακρογιάλι
Μου ένευσε (πού να καταλαβαίνεις τώρα
Σ’ αυτήν την μαύρη εποχή την εκδοχή του..)

Μ’ έναν ήλιο καρδιάς όλα λέγονται-

Εμείς
με ιστορία απληστίας δυστυχώς φιλοσοφούμε.

Φοριέται και ανάποδα η ψυχή-
Φτάνει να ξέρεις
Να χρησιμοποιείς τα πανωφόρια της σωστά.

Ιούλιος 2008

30 Αυγούστου 2009

(Έχοντας κληρονομήσει πολύ φως μαθαίνεις να τραγουδάς..)

Έχοντας κληρονομήσει πολύ φως μαθαίνεις να τραγουδάς
όπως
έχοντας απολαύσει πολλά φιλιά λουλούδια μαθαίνεις να μιλάς ωραία..
Όμως
αυτός είχε πιεί πολύ φαρμάκι απ’ την ζωή και ήταν βουβός..

Καθότανε ολόκληρα βράδια και ακροβατούσε πάνω στην προσπάθεια
να μιλήσει στ’ άστρα..

Και φεύγοντας η νύχτα
τον εύρισκε ξάγρυπνο,
μπαίνοντας η μέρα
δοκίμαζε να μαλώσει τον ήλιο που ήταν πολύφωνος..

Μετά σεργιανούσε στου γιαλού το πλάι κλωτσώντας τα βότσαλα·

ανάβανε τα μάγουλά του και τα μάτια του
όπως δοκίμαζε να τινάξει απ’ τα δόντια ανάμεσα
μια λέξη
ή έστω μια παλιοκουβέντα..

Τι φοβερός χρησμός δόθηκε και τ’ αυτιά του
υποψιάστηκαν την κακοήθεια των δειλινών που στενοχωρημένος
περνούσε μες από της μοναξιάς το τούνελ
σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη ελπίδα
καταλήγοντας στην παγερή στιγμή της ύπαρξης
που δεν θέλει ύπαρξη να ‘ναι..

Τον συντρόφεψα το περισσότερο.
Ένιωσα τον πόνο του, μου δίδαξε
συμπεριφορές των πουλιών,

μου εξήγησε όνειρα·
ξετύλιξε
μια ποιητική πολυσύλλαβης νεροσταγόνας-
με μεγάλωσε στο αίσθημα.

Και κάποτε
έφυγε από μπροστά μου για να μείνει
μέσα στην σκέψη μου ολόφωτος-

να φτιάχνει στον νου μου
το μαγικό ραβδί των ευτυχέστερων μεταμορφώσεων!

1981

(Μελαχρινή αγαπημένη..)

27.

Μελαχρινή αγαπημένη με τα γυριστά σου ματοτσίνορα
που ζήσαμε τον έρωτά σου για στιγμές
πού να ‘σαι;
Σε αναζητάει η εφηβεία μας
τόσο πικρή να συλλογίζεται πως όλα χάνονται μια μέρα
όπως εσύ που λέγαμε θα σε κερδίσουμε για πάντα
και χάθηκες σαν όλα
ένα δειλινό ακατανίκητα θλιμμένο!

Τότε που λέγαμε την αγάπη-Αγάπη
και το κορίτσι-Αίσθημα!

1981

ΟΝΟΜΑ Β.

ΟΝΟΜΑ Β.

Εξάπτεται ποιητικά και βλέπω
την επιδερμίδα της να αναψοκοκκινίζει
στο χρώμα ίσως μιας ντροπής.

Κρατάει στα χέρια της εκείνη την παλιά δωρισμένη βεντάλια
από ‘να αγόρι συνομήλικο.

Κυρτωμένη μες την μοναξιά·
κουκουβισμένη μες την πείνα που τα μάτια της λένε.

Γιατί η πίκρα έχει
καμένο της το σωθικό.

Την άκουσα να μιλά πεισματικά θέλοντας να κρατήσει
μια ιδέα εαυτού καταξιωμένου
μες την συνείδηση των άλλων.

Βαρέθηκα γρήγορα τα φιλολογικά της είδωλα,
απόρροια της μυστήριας ηθικής της,
αλλά αγάπησα το δυνατό στοιχείο της ομιλίας της
που με κομμάτιαζε..

Ανάμεσα σ’ αυτό που ήμουν και
σ’ αυτό που ήθελα να γίνω!

Αυλίδα 14.3.1982

ΟΝΟΜΑ Α.

ΟΝΟΜΑ Α.

Μιλάει αυτή..
Φίλη μου
προ αιώνων..

Γύρω της οι ζωές πεσμένα φύλλα
ξεραίνονται στα πεζοδρόμια της ιστορίας.
Την κοιτώ..
Άσκοπο κορίτσι..
Μπαινοβγαίνει σε λαμπρές καφετέριες
με ένα έντονο κραγιόν στα χείλια·
πετάει λόγια βρισιές·
ακροάται το έντονο πείσμα της αγάπης,
περιφρονώντας
σοφιλιασμένους αγαπητικούς. Είναι
γυναίκα εκρήξεων!

Αναγκάζεται μάνα μου!
Την αγαπώ σαν καλός γιός.
Καμιά φορά μ’ ένα καπρίτσιο
ποιητικό!

Πάνω στην νερόχαρη επιδερμίδα της έχουνε
θρονιαστεί οι χάρες·
δεν λεν να το κουνήσουν από ‘κει…
Χαίρεται!

Αυτό το πρωινό την βρήκε να προβαίνει σ’ ένα
μπαλκόνι του νοτιά,
αναμερίζοντας κουρτίνες, φορώντας
ένα διάφανο ρούχο· αίσθηση!
Αίσθηση!
Αίσθηση!

Το αδύνατο σώμα της για γυμναστική:
μπαλέτο.
Το κινεί ρυθμικά
πάνω στα βήματα της μουσικής του ήλιου.

Οι πτυχές της λευκής της νυχτικιάς
παραβάλλονται με το κρουστό φόρεμα μιας οπτασίας..

Σε άλλες εποχές λέω που θα ‘ρθουνε
θα ερημωθούν οι ουρανοί
από ανθρώπινη ματαιοδοξία,
μ’ ένα ντελίριο παταγώδικο που θα τρομάξουν οι αγγέλοι..

Χυμένη η αγιότητά τους σαν βροχή
θα δροσίσει την επίγεια χλόη!

Γι’ αυτήν - είμαι σίγουρος-
θα κάθεται στο μικρό δωματιάκι της ασθμαίνοντας·

θα ερωτοτροπεί παρακμιακή
με το είδωλό της σ’ έναν άϋλο καθρέφτη!


14.3.1982 Αυλίδα

ΜΑΝΑ.

ΜΑΝΑ.

Είναι μια γυναίκα εκρήξεων·
σαβανώνει την λευκή σφριγηλή σάρκα του στήθους της
μες το μεταξωτό σουτιέν·
τους ωραίους γλουτούς μέσα σ’ ένα στιλπνό, μικρό ύφασμα..
«Φοβάμαι τον εαυτό μου..» λέει.

Όλη νύχτα σκαρφαλώνει φεγγάρια·
ερωτεύεται παράφορα σ’ όλα τα στίγματα της ποίησης·
ερήμην του νόμιμου άντρα της..
«Το πρωί ξυπνώ κουρασμένη..»
Ξέρω:
Έχει δίκιο..

Την είδα πολλές φορές σε δεξιώσεις γαλαξιακές
να κάνει τα γλυκά μάτια
σε γηραιούς λεφτάδες·
την ποθούσαν.

Αυτή κούρνιαζε μες την σιγουριά που της προσέφεραν.
Κάποιες φορές της παίρνανε τα ρούχα-
Έτσι από βίτσιο.
Αναγκαζόταν να γυρίσει σπίτι γυμνή,
εντελώς,
άδεια από αισθήματα-
Τι να τα κάνει;
Σε τέτοια εποχή;
Φρίκη!

Μετά ο απατημένος της σύζυγος την αγαπούσε
τρυφερά- του έκανε παιδιά.
Αναγκαζόταν μάνα.

Ο μικρός γιός θέλει χάιδεμα για να γράψει
τα μαθήματα του σχολείου· η κόρη
της αρέσουν οι κούκλες-
Θυμάται τα δικά της:
Της αρέσαν οι κούκλες! Επανάληψη..
Μάνα και κόρη ομολογούνε την σαγήνη της λαγνείας…
Ο καθρέφτης βαριέται
ολοένα αυτή την προσποιητή φάτσα χαμογελώντας..
Ο γιός βολτάρει μέσα σ’ ένα όνειρο πιλότου.
«Γερνάω» λέει αυτή «Γερνάω, ώ δαίμονα!»

Κουρνιάζει μες τον φόβο της·
η κόρη την διαδέχεται·
αυτό είναι!
Ζήτω!

(βελτιωμένης έκδοσης επανάληψη!)


12.3.1982 Αυλίδα

(Μ’ έχετε δει μέσα σε μία σκέψη ώριμη να ωραιολογώ;..)

ΣΤ

Μ’ έχετε δει μέσα σε μία σκέψη ώριμη να ωραιολογώ;
Επειδή και η φύση, δασκάλα μου
δρα πλουσιοπάροχα
χαρίζοντας πρωινές φορεσιές λουλουδιών
σε όλα..

Καπακωμένες δοξασίες, προλήψεις, ασυντόνιστα μέσα
σ’ ένα κουπάκι του καφέ
αναποδογυρισμένο·
η σελήνη φοράει λουστρίνια, δεν είναι ένας μούτσος
καραβιού που τα έμπλεξε με τις γυναίκες
κι έστειλε την καρδιά του αρόδο..
Μπαίνει
φουριόζος μέσα σ’ ένα γράμμα εξευμενιστικό.

Για μένα ήταν το κακό μαντάτο!
Να πούμε χτύπησαν καμπάνες
χτύπησαν καμπάνες,
φτεράκισε το κουράγιο μου..

Έπειτα
ήρθα ως εδώ!
Η Αυλίδα φορώντας τον σκούφο της ανάποδα·
βλέπω το «νησί των ονείρων»-
Ο ήλιος υπήρξε μια τελεία
στον πρόλογο τ’ ουρανού-
ένα αψύ αεράκι ήταν η παύλα·
τελεία και παύλα!

Εξακολουθητικό το ράπισμα στην χλόη του Μάρτη-
Η ημερομηνία των δεκατριών του ημερών
κάγχαζε έναν κουτσοπόδαρο Φλεβάρη-
απέχθεια!
Και για την ψυχή, χάος!

Καμιά αρμονία συμφώνων
φωνηέντων
διφθόγγων
δεν βρέθηκε να εκφράσει
το μέσα μου κενό..

Απ’ την μια άκρη ως την άλλη
ήταν τεντωμένο ένα σχοινί-
πάνω του ακροβατούσε
ο κόσμος απεγνωσμένα..

Χρονιά του ’82..

Είδα να χάνουν τον μπούσουλα οι καλύτεροί μου φίλοι
χορεύοντας ένα τρελό τουίστ απωθημένων,
στους σταθμούς των τρένων με βαλίτσες
καργαρισμένες φονικό..

Περίμενε τα δρομολόγια της φθοράς η καρδούλα τους!

12.3.1982 Αυλίδα

(Και εξόριστος θα χειροκροτήσω αυτή την φιέστα παλιάτσων ..)

Ε

Και εξόριστος θα χειροκροτήσω αυτή την φιέστα παλιάτσων που κιόλας κλέβει το μέλλον.

Όλον με πήρε στυγερό μαχαίρι·

το ρήγμα ανάμεσα στα φρύδια, μες το κούτελο·
με τα βαθιά ποτάμια όπου λούζονταν
οι έγνοιες της ζωής..

Ύστερα πάει, λησμόνησα..
Πληγές καινούριες κατ’ εξακολούθηση μου χάρισε
η εξουσιαστική μέσα μου συνείδηση..
Αρχηγό της σιωπής μ’ εποίησε
η ποίηση·
ένας κραταιός στίχος
έλαμψε.
Καπριτσιόζικο πρωινό:
«θα ζήσω», πείσμωνα·

είτε κοντράροντας την απραξία είτε
ερχόμενος σε ρήξη με οστεοθλάστες μήνες..

Σε συναγερμό η ζωή μου
περιπολώντας
σ’ έρημα στρατόπεδα όπου μαθαίνω συνεχώς
στρατιώτες να βρικολακιάζουν,
να πυροβολούν
αξιωματικούς
μέσα στην μνήμη..
Πάνω στον ταλαντούχο ουρανό
μαγκιές σορόκου-
Διαβατήριο συμπαντικό-

Η καλή ελπίδα
αγιάζει τον κόπο των ανθρώπων..

Πεισμώνω!
Δεν απελπίζομαι!…

(Εδώ υπάρχουν μηχανόβιοι..)

Δ

Εδώ υπάρχουν μηχανόβιοι, ναρκομανείς, χασισοπότες
πουτάνες, νταβατζήδες και γιατροί·
εδώ υπάρχει το τσιγάρο αναμμένο και ακουμπισμένο στο τασάκι·
τα σαπισμένα χείλη από τον πόνο και την νικοτίνη·
εγώ που σκέφτομαι εσένα
αυτός που σκέφτεται εκείνη,
άτιμες ράτσες τσαμπουκάδες της οδού της Εγνατίας,
φώτα πολλά, βιτρίνες, διαφημίσεις..

«Είχε και κείνος μιαν αγάπη και την έχασε..»

Η πολιτεία που λέω πως την ξέβρασε η θάλασσα
μια βαθιά νύχτα και αφέγγαρη σαν τούτη δω..

Έπειτα ένα πουλί
μετέφερε με το ράμφος του ένα σπόρο ανθρώπου
τον έριξε στην γη
για να γεμίσει τώρα αυτός ο διαβολότοπος
μυριάδες ανθρωπάκια…
ΑΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ!

Ότι εγώ το λέω τρυφερό, ερωτικό αγκάλιασμα
στην δική σου ζωή καταντάει
πράξη πορνική-

γι’ αυτό αρνούμαι να σου ξαναδώσω
σημασία και ποιήματα!
10.3.1982

(Είναι η μέρα που με μισεί..)

Γ

Είναι η μέρα που με μισεί και μ’ έχει (αυτό το θυμάμαι)
πολλές φορές ξυλοδαρμένο..

Τώρα θέλει να μου φερθεί καλά,
το προσπαθεί και βλέπω
το προσποιητό της χαμόγελο σαν μια γκιλοτίνα
που εγκυμονεί για μένα κινδύνους..

Δες!
Είναι στον μήνα της·
γέννησε·
μου ‘κοψε την ψυχή!

Στο νούμερο 27, οδός Κονίτσης
μένουν οι φίλοι μου, φοιτητές.

Σπουδάζουν πάνω στα γρανάζια
που κι εγώ κι εσύ κινούμαστε:

στοίβες δολάρια, χιλιάρικα, δραχμές!
Φαντασμαγορία!

Οι δρόμοι φωνάζοντας, στριγκλίζοντας, με κορναρίσματα
φρεναρίσματα, κλάξονς-

για να περάσει ένα ασθενοφόρο ή
μια πυροσβεστική…
Καίγεται το σπίτι σου-

Τρέξε αν τ’ αγαπάς- Αλλιώς
έλα να κατοικήσεις μαζί μου.

Κάτω απ’ τ’ αστέρια υπάρχει
πολύς τόπος-
κι είναι το νοίκι φτηνό,
καλή η διάθεση!
9.3.1982

(Φριχτό όπως ο αγγελιαφόρος κάθε πρωί..)

Φριχτό όπως ο αγγελιαφόρος κάθε πρωί
μου φέρνει την απελπισία!
Στη Σαλονίκη του ’82-

Ένας αέρας πνέοντας πάνω από περισπωμένες καμινάδες
και οξείες ταράτσες.
Είδα το φεγγάρι να ακροβατεί
πάνω σε κεραίες τηλεοράσεων,
σύρματα ηλεκτροφόρα
ή
άλλα
τηλεπικοινωνιών·
αν κρυφάκουγα
καμιά φορά
μόνο «βοήθεια!»

Και πάλι «βοήθεια!»

Σε ένα σπίτι φοιτητή της Σαλονίκης..

Οι ντερμπεντέρηδες φοράνε το σακάκι τους αναρριχτό στις πλάτες·
ένα μαγκάκι καπνίζει·
οι καπνοί
κάνουν το κεφάλι του με τα μεγάλα μαλλιά να αχνίζει..
Εντάξει..
Είμαι ψυχρός σε σένα, μωρό μου..
Είμαι όπως ένα σούρουπο αρρωστημένο
φθισικό που μέσα του
δεν έχεις διάθεση να κάνεις τίποτα·
κάθεσαι στην πολυθρόνα του κήπου και διαβάζεις
ή καπνίζεις ακούγοντας μουσική..

Όμως
όταν φωνή ανθρώπου και ο άνθρωπος δεν είν’ εκεί;-
τρέχει
μέσα στις πεδιάδες των ονείρων του-
Δον-Κιχώτης εξακοντίζοντας
ποιήματα·
βρίσκουν τον στόχο·
χαμογελάει στον ήλιο!
Έτσι..

Αν κλαίνε τα ποιήματα που σου γράφω
και ψάχνεις να βρεις την αιτία
σου έχω απάντηση:

Ίσως επειδή τα φαντάζομαι σαν παιδιά νεογέννητα
(ξέρεις πως κλαίνε τα μωρά)
πολλές φορές χωρίς καμιάν αιτία·

ο ποιητής τους το κατάλαβε το μυστικό:
φοβούνται
την ύπαρξη!

8.3.1982

(Κατσούφιασε η μέρα...)

Κατσούφιασε η μέρα
με φανατισμένα, βροχόφιλα σύννεφα-
Εκρηκτικές στάθηκαν οι σκέψεις μου.
Το νοητό σώμα του έρωτα μου μίλησε
με περιπλοκάδες λόγων-
Το ψιχάλισμα μου δροσέρευε την όραση γλυκά.
Το απέναντι βουνό συλλογισμένο
κρατά ένα κοπάδι πρόβατα..

Έχω καταλάβει την ζωή μες από μια τρύπα της επιθυμίας μου,
κι αυτή το ίδιο με γνωρίζει
ερωτευμένο αεί!

Τα βράδια
μετά απ’ την ευχή του απογέματος
διαβάζω βιβλία βαριά..

Ένας ποιητής
τον κυνηγάνε οι μούσες και τρέχει
όπου φύγει-φύγει-
σιχτιρίζοντας στιχάκια μελιστάλαχτα
και ουρανοδρόμους ρυθμούς..


Κάθομαι στο ντιβάνι και μονολογώ
ελπίζοντας σε χίλιες δυο ελπίδες.

Το ξεκούμπωτο πουκάμισό μου αφήνει
σαν ένα ρήγμα του καιρού
στα βαθιά να φαίνεται που πονώ..
8.3.1982

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ..

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ..

Μες το εκστατικό ξημέρωμα στάθηκε ένας τρανός αρχάγγελος..
Η ψυχή του είχε ένα πρωινό αεράκι-
υποχώρησε το αχνό πέπλο ομίχλης που σαβάνωνε·
το πρόσωπό του
με τα αδρά χαρακτηριστικά
έλαμψε!

Ωραία!
Τι λέω ωραία; Υπέροχα!

Βγήκανε οι δεσποινίδες της Τρίτης - αυτή ήταν η μέρα-
Ο καλός σαλπιγκτής σήμανε μία νότα «Ζήτω!»
Η Σοφία με το μελαχρινό της μουτράκι
με ρώταγε για το αιώνιο..
Απάντησα με μια φωνή νερένια: «¨Έρωτας!»
Σκιάχτηκε από τύψη ο ποιητής.
Τα λόγια του γίναν οι φασολιές σ’ εκείνο το παλιό θυμάμαι παραμύθι
που φτάνουν σε μια νύχτα ως τον ουρανό..

Σκαρφάλωσα να δω από ψηλά,
η ώρα έντεκα και φοβήθηκα τους ανθρώπους..
Σαν μικρό παιδί με ντάντεψε η μέρα
ανασηκώνοντας τα μανικέτια της που ζύμωνε
τον άρτο των αγγέλων..

Η δώδεκα, πελώριο μεσημέρι-
νυσταγμένο
κοιμήθηκε
στο μονό κρεβάτι μου..

Με βιας έβλεπα μέσα στους κύκλους των ονείρων του που ήμουν μαθητευόμενος
μάγος!

Από λάθος μου σήμερα έχουνε γεννηθεί
τα πείσματα και τα καπρίτσια!
8.3.1982

ΔΟΞΑ ΣΟΙ..

ΔΟΞΑ ΣΟΙ..

Κόλακες λένε την βροχή βασίλισσα και την παινεύουν·
λυπημένοι λεπτοδείχτες βασανίζονται
ώρες ατελείωτες
μην τους ξεφύγει δευτερόλεπτο.

Στην κλεισμένη πόρτα
χτύπησε ο χρόνος
μ’ ένα βαρύ και σκούρο πανωφόρι·
ο χώρος άνοιξε κι έμπασε μέσα το συνεταιράκι του
να πιούν κρασί..

Τρεχαλητό ο κοσμάκης.
Σκάζουν οι τίτλοι των εφημερίδων·
πυροτεχνηματικά!
Ο δημοσιογράφος περιγράφει
τον ανθηρό τραγέλαφο της καθημερινότητας
ντυμένο με ένα καρναβαλίστικο κουστούμι..
Απόκριες..

Το μόνο που ξέρω είναι ότι είσαι ένα νούμερο τηλεφώνου:
Ντρίνν! για ένα «Εμπρός! Λέγεται…» αντάλλαγμα

-«Δεσποινίς τι να πούμε;
Έχω γίνει κουρελαρία ψυχή απ’ την στράτευση,
κουρελαρία κορμί απ’ το ποτό,
βλέπω διπλά τα υπέροχα λόγια σου τώρα που δεν μιλάς,
τρίδιπλα τα χέρια σου και νομίζω πως με χαϊδεύουν·
κάνω παρέα με βαρύ ζεϊμπέκικο..

Είναι πολλές φουρτούνες της ζωής και η φτενή ύλη που είμαστε
καμωμένοι
τις μεγαλώνει·
ο πόνος είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι
για μια πληγή του δέρματος και μία
στο βάθος, ως το κόκαλο.
Έτσι..

Κι ούτε φταίω εγώ που ασωτεύω
μες σε ποιήματα
παραβγαίνοντας στο τρέξιμο
με φαντασία καλπάζουσα.

Γιατί ελπίζει μία θλίψη απ’ Ομήρου
μ’ απανωτές γενιές ποιητών λησμονημένους
μια μέρα να βρει την υγειά της..

Ένα «Δόξα Σοι ο Άνθρωπος!» που είπα
και που γλίστρησε μες το αυτί πολλών αιώνων
μέλλει να γίνει οβολός και νέο νόμισμα
σε κατακαίνουριες, λάμπουσες κοινωνίες!
5.3.1982

29 Αυγούστου 2009

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ!

Η Αυλίδα καλημέριζε την άνοιξη από Μάρτη λιακάδας.
Κροτάλισαν οι σημαντήρες του θάρρους μου.

Έχεις ακόμα εκείνους τους μηρούς
μαγνητισμένους στην κώχη τους
και γενναίους όπως ένας καρπός απαγορευμένος;

Αφουγκράζομαι κάτι απ’ τα μέλλοντα.
Το τσαλαπατημένο φιλότιμο της νιότης μου
μακάρι κι η ιστορία να το ‘χε αθωώσει!
Η Γαλλία έχει αναθαρρήσει πια!
Βλέπω το φουσκωμένο στήθος της
Όλο κομπασμό και ρητορεία..
Ιπτάμενοι δίσκοι είναι οι απορίες μου.. Τι;

Η Ιφιγένεια κάθεται πάνω στην πλώρη μιας αρχαίας τριήρης:
«Έϊ φαντάρε, για πού;»
-«Να, εδώ πιο πέρα… Φαίνεται
λέει η ζωή που χαστουκίζει τον φτωχό πατέρα μου-
οι πλούσιοι περνούν καλά..»

Λόφοι ένα-γύρω,
φυλάκια,
βόμβες..
Ο πόλεμος δεν είναι πρόσωπο ένα, είναι χίλια.

Ιφιγένεια εσύ που ξέρεις την θυσία από άνεμο·
πες μου:
Ποιός πετυχαίνει την πιο πρίμα πλεύση;
Ο ποιητής; Ή ο συντελεστής του θαύματος;
Όχι άγιος..
Κεραυνώθηκε,
έσβησε,
πάει..

Είναι αυτό το σκαλοπάτι..
Κάθεται μια κοπέλα μάνα και θηλάζει το βυζασταρούδι της..

Γιαγιά ζωή που ξέρεις τόσα
απόψε σε διδάσκω εγώ:

Για την ειρήνη θέλει κόκκινο γαρίφαλο στις κάνες..
Φρένο
για την καλπάζουσα φαντασία..

Ανθρώπινα..
Είμαστε μόνο για έναν πόνο, όχι δυο!
2.3.1982

ΔΙΑΦΟΡΑ..

ΔΙΑΦΟΡΑ..

Πολύ καλά τα ενήργησε η φτήνια της ζωής
για να ‘μαι άνθρωπος απλός, μαέστρος-
ειδωλολάτρης στο έπακρο..

Ώ Ήλιε, ζουμερέ, κακεντρεχή
φτου, να μην σε βασκάνω!
Πείσμα της θέλησης είναι τα νιάτα σου!
Ακούω: «Παιδάκι μου, εσύ μας τρέλανες!
Τι φοβερή φανφάρα η τσαχπινιά σου!»

Μπα σε καλό σας οι εποχές
στην πολιτεία μέσα που θα κάτσω εγώ
μέσα στα τέσσερα ντουβάρια και το τσιμεντάρωμα να χοχλακώ
σαν το νερό που βράζει..

Είναι πιο καλός ο ορίζοντας! Το ‘χω πιστέψει!
Απουσιάζω..
Ψάξτε να με βρείτε
σε δρομολόγια μιας έκστασης!

Πάει να πει: που φτιάχνω και χαλάω την τάξη!
1.3.1982

ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ..

ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ..

Αποδιοπομπαίος απ’ όλες τις ομηγύρεις- ακόμη
και αυτές των παραμυθιών-
Λέω..

Ψυχή μου,
ράισμα του ουρανού,

ο καιρός πάει μονοκοπανιά, δεν λογαριάζει
εμάς τους φτωχούς που υποφέρουμε, υποσιτιζόμαστε
σε όνειρα..
Δυστυχία!

Βραδιάζει στον σταθμό Λαρίσης·

ένα πικρόχολο σαββατόβραδο αγκομαχάει στον ουρανό,
σαν ατμομηχανή αμαξοστοιχίας.

Ώ θεέ μου!

Υποφέρω- δεν με βλέπεις;
Υποφέρουμε- δεν μας βλέπεις;

Αλήθεια,
τι συγκινεί έναν θεό;

19.2.1982

ΦΑΝΤΑΡΟΣ Ο ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ..

ΦΑΝΤΑΡΟΣ Ο ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ..

Δεν ξέρω τι ν’ αποκριθώ..
Όνομα από θρυμματισμένα φωνήεντα είναι το απόγεμα·
βλέπω το κιτρινωπό νερό της βροχής
που κυλάει ήρεμο και αποπέρα βρίσκει
την επιθυμία της διψασμένης γης.
Φλεβάρης!

Ο ουρανός κατρακυλάει στην τσουλήθρα του ορίζοντα!
Τρεμουλιαστό,
Ηχηρό,
θρηνητικό είναι το βουνό·
τα παγωμένα πόδια του ζεσταίνονται λιγάκι
μες το φαρδύ παπούτσι της πεδιάδας!

Φανερώνεται όλο το μήκος της μοναξιάς
με συλλαβές όπως «ώχ, δεν μπορώ πια!» την ώρα που γέρνει
η μικρή βοσκοπούλα, η φίλη μου..

Τριγύριζε όλη την μέρα μες το κρύο.
Ξαπλώνει στο στρώμα της, «αχ, θεέ μου!..»

Είμαι ο εν Αυλίδι υπηρετών·
πώποτε μην μετανοήσας·
που πονάει το αίμα μου από ποίηση·
που στοχάζομαι λευκά μέσα στα μαύρα·
προετοίμασα τον εαυτό μου για ένα κομφούζιο αναπόφευκτο·
να ‘μαι!
Είμ’ εδώ!
Ποιός δεν φοβάται
ν’ αντικρύσει τα μάτια μου;

Με απόπειρες λιποταξίας, απειράριθμες
φαντασιώσεις, ο Θανάσης
φίλος μου καλός, μετά Χριστό, και προ διαβόλου
μια μέρα μου ‘πε:
«Σιχαίνομαι να ‘μια μιας χρήσης…»

Θανάση, όχι!
Δεν είμαστε μιας χρήσης!
Δεν είμαστε μιας χρήσης!


…Και λοιπόν, όπως έλεγα
η πίκρα μου ανέβαινε στο λαρύγγι..
Γύρω μου ήταν ένα τοπίο αδυσώπητης νύχτας.
Παροξυσμός του χειμώνα,
Βοριάς,
Ανεμόβροχο..
-«Έϊ, ποιός είν’ εκεί;»
-«Βρικόλακας· κι εσύ τις εί;»
-«Σκοπός πανάθεμά με· χέστα..»

Η ιστορία μου που ασχήμυνε, την καταδίκασα και γράφω άλλη..

Βουρ, για να κάνουμε έρωτα αυτοπυρπολημένοι!

28.2.1982

ΓΥΝΑΙΚΑ..

ΓΥΝΑΙΚΑ..

Γυναίκα χειμωνιάτικό μου χείλη για ένα φωνήεντο της τρικυμίας·
μπολκάκι ανοιχτό και στήθος κραυγαλέο,

να μιλήσεις μια στιγμή ένα «γειά σας» και να αναστατωθούν οι
μυγδαλιές,
να ράνουν τα μαλλιά σου..

Έμαθα όλο προσταγές φτηνές μα υπερυψωμένες
από αδεξιότητα των ανθρώπων..
Ο κόλπος ήρεμος μα δεν αράζουν τα καράβια·
φυσάει ένας αέρας κρυερός τα βράδυα·
κάθομαι και ξελεπιάζω τις πιασμένες σκέψεις..

-Καλησπέρα, δεσποινίς! Πού πηγαίνεις;

-Είναι ένα αίνιγμα βαθύ και χλοερό·
μέσα του σπαρταρούν οι αγάπες·
την χώρα την λένε Όνειρο και Σήμερα τον τόπο..

-Εϊ δεσποινίς, περίμενε, θα ‘ρθω και γω.
Βαριέστησα ν’ ακούω λόγια
που βροντούν μια στο αναίτιο και σβήνονται μετά..

Η νύχτα κατεβαίνει εξημερωμένη εντελώς πάν’ από τα κατάρτια τόσων αστεριών ναυαγισμένων·
διστάζει το στόμα μου,
ξαρχής,
μετά φωνάζει «έλεος»-
για μια ζαριά του φεγγαριού την δίνω την ζωή μου!

-Εϊ δεσποινίς, πού θα ‘σαι όταν θα σου πω πως σ’ αγαπάω;
-Η ίδια θα ‘μαι τώρα δα που σου αντιμιλάω:
«Σφίξε την ζώνη του εαυτού σου για ένα σάλτο ανάμεσα από τις
ανελέητες φωτιές·
μην φοβηθείς,
κανένας δεν πεθαίνει νέος..
Σαν έρθει εκείνη η ώρα όλοι έχουν ηλικία χαλασμένου πια δοντιού,
μασάνε μόνο λόγια,
ο καθένας είναι πια χυδαίος..»


Ακρωτηριάστηκε ένα φεγγάρι που ήταν-
δεν μπορώ πια να ελπίζω στο ζάρι του·

καλημέρα σε όσους θα χαμογελάσουν μετά
να καλοπιάσουν το ερχόμενο αύριο..

Γυναίκα αν σταματήσεις εδώ
ανάμεσα στα πικρά μου λόγια
(μπαίνει η άνοιξη)
βοήθησέ με με χέρι στοργής!

Βοήθησέ με με χέρι στοργής!
Αντίο!
27.2.1982

(Θυμωμένος εφέτος ο χειμώνας..)

24.

Θυμωμένος εφέτος ο χειμώνας
παίζοντας ένα ακορντεόν… Η Λίτσα
κάθονταν στο μικρό γραφείο της, στο πλάι της βιβλιοθήκης.
Ολημέρα
ένα μικρό γατάκι στα χέρια της..
Εγώ - δεν ήμουν εκεί εγώ-
της έγνεφα να σταματήσει επιτέλους!
Έξω από το σπίτι είχαν πιάσει τ’ άρματα και πολεμούσαν
λυσσαλέα οι επιθυμίες.

Εκείνο που είδα πολλές φορές να μου δραπετεύει απ’ την φωνή ήταν το χρώμα·
το περίγραμμα το είχα κερδίσει·
ο κονδυλοφόρος έγραψε «έϊ παιδιά
μην με ξεχνάτε…θα γυρίσω…»
πάνω στο κούτελο της τελευταίας μέρας πριν του μισεμού του..

Μετά κουδούνια και επιδρομή του νταχτιρντί για ένα μωρό στην
αγκαλιά της.

Έβγαζε το βυζί του κόρφου της να το θηλάσει αλλά εκείνο
το νεογέννητο ήτανε μια έκτρωση της κοιλιάς του Αυγούστου
που δεν υπάκουσε
στο γάλα της ρόγας της!

Θλιμμένη!

Τώρα ακούει τον αμανέ της γυμνωμένης για τα κέφια του αγά
χανούμισσας·
πα’να πει έχει διατάξει
τον εαυτό της σε σιωπή..

Σκουλαρίκι αμάν! Του μαΐστρου αμάν!
Είναι μέσα στην παλάμη μου
το μεγάλο κατάρτι του έρωτα..
Το τιμόνι κρατάς Αφροδίτη!

Εδώ παχύ, χοντρόκωλο θαυμαστικό!

16.2.1982

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ..

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ..

Είναι ένα αλάνι του λιμανιού..
Το σφύριγμά του στέκεται ανάμεσα σε δυο βαπόρια που φορτώνουνε καπνό..

Διπλοπόδι σιχαίνεται την επαύριο ο θεός μου πίνοντας
την σταξιά του από τσίπουρο της νεφοταραχής·
βαστάει τα νεφρά του κάθε τόσο
φτύνοντας καταγής..

Αυτός είναι ένας άγγελος.. Αδιάφορος!
Κι αυτός είναι ο ήλιος.. Έχει ένα ύφος!

Κορδωμένος είναι ο αέρας- Το πήρε πάνω του!
Τα δέντρα του στρατοπέδου
έχουν ένα μακρύ, συρτό τραγούδι
όλο πευκοβελόνες και νότες αγκαθερές..

Τα λα της μουσικής τους κλίμακας
είναι η θλίψη ενός φαντάρου που στενοχωριέται γιατί
(κι εγώ στην θέση του)
έχει ένα τσουβάλι που γέμισε - φασούλι το φασούλι..

Μου χυδαιοποιεί την τάξη του μυαλού μου ο καταναγκασμός!

16.2.1982

ΑΙΘΡΙΑ..

ΑΙΘΡΙΑ..

Κήπε φωτεινέ, ξημερώνει το άνθος σου,
μες τις καυτές γεωγραφίες.

Παλινωδίες αγγέλων,
φωνές που ηχούν ατέρμονα,
πετούν προς τον μεσημεριανό ύπνο μου·
ολόκληρε πόθε!

Αναγκασμένος σε ποιήματα!

Έχει γίνει ένας ουρανός αιθρία-
βάζω τις σκάλες στα μικρά μπαλκόνια
να κατεβούν οι κοπελιές.

Οι αγαπητικοί πετούν λευκά τριαντάφυλλα
που πολλαπλασιάζουν τα φύλλα τους επί τέσσερα-
χρώματα της αθωότητας
εκατόν είκοσι..

Ευεξήγητος αυτός ο μπόμπιρας·
είπε «Χαίρετε!»

Κι εσύ «χαίρετε!»
Αύριο θα μεγαλώσεις σε σχήμα φοβισμένου ανθρώπου,
θα ξενιτευτείς να κάνεις λεφτά,
θα επαναπατρίσεις
ροζιασμένα χέρια
ανήμπορο κορμί
τσέπες άδειες..

Για την φωνή σου υπάρχει
σοφία Ομηρική..
Η ώρα βαδίζει οχτώ και τέταρτο·
κουζουλός ήλιος·
ο φίλος μου στολίζεται με φαντασία·
μονολογεί πως είναι λάθος
«Να χαρίζεις» λέει «μόνο να χαρίζεσαι..»

Θεία μου Λένη στο χωριό!
Στο Μόλυβο, στο νησί..
Το πρωί ξύπνησε,
τσάκισε ένα κλωναράκι βασιλικό,
το ‘βαλε στο μισοκουμπωμένο της μπολκάκι
γινάμενη αειπάρθενη!

Χαράς με, για ένα φλάουτο!
Μια κιθάρα ακομπανιάρει τον πόθο μου·
η κοπέλα βγαίνει λίγο στο μικρό της παράθυρο
φορώντας ένα λιγοστό ρούχο..

Δυο ώριμα μάτια την κοιτούν,
Σαστίζουνε!
Φίλε κουράγιο!
5.3.1982

ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ…

ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ…

Οι μέρες είναι λόγχες, λόγχες, λόγχες

στα παλιά λατομεία τα απέναντι
και είναι ένα κανιβαλώδικο πρωί.

Πυρετική Αυλίδα..
Ουρανοκατέβατος ήλιος..
Η σκιά είναι το είδωλό μου πάνω
στην γριά πλάτη της γης.
Ονειρεύομαι..

Πόλεις βαριές που τις πνίγει
ο λόξυγκας του χρυσού.
Ο εμετός τους έχει ραδιενεργό ταχύτητα..
Δεν θέλω..
Δεν θέλω..

Να ζούσαμε σ’ ένα χωριό, μες τα αιώνια δέντρα,
σε καμαρούλα μια σταλιά.
Πάνω απ’ το κεφάλι μας να αιωρούνται
ποιήματα φωτιστικά..

Ωστόσο οι Βάκχες έχουν διαμελίσει το κορμί μου.
Μια μέρα ένας βοσκός έφερε
αυτό το χέρι
που πλέκει στιχάκια.
Το βρήκε σε μια βαθιά ρεματιά·
φώναζε όπως τα βατράχια..

Κυνηγητό με τον εαυτό μας..

Αυτοδιορίζομαι σημαιοφόρος
στις τάξεις των αμάχων σπουργιτιών!
2.3.1982

ΖΕΦΥΡΟΥ 37, ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ 10. ΗΡΑΚΛΕΙΟ.

ΖΕΦΥΡΟΥ 37, ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ 10. ΗΡΑΚΛΕΙΟ.

Είναι σκοπός να συμμερίζεσαι το δύσκολο έργο των αγγέλων.
Ανθούν πολύ μυρωδικά οι πνοές τους.
Η δεσποινίς κάνει περίπατο μέσα στο κήπο
όλο τριανταφυλλιές πολυόμματες και ένα ρείθρο
που κυλάει ένα χαρούμενο νερό..

Η δεσποινίς συμπαθεί τα ερωτότροπα άνθη:
εκείνα που σκύβουν το κεφαλάκι τους
σα να φιλιούνται..
Ηδονές!

Ο κόρφος της είναι ένα υπέροχο θέρετρο·
είν’ ένα σπίτι ερημικό
που πέρασα πολλές νύχτες ευφωνικές μέσα του δειπνώντας
ποιήματα.

Κάποτε αγγίζει το εμβρόντητο φωνήεν της παρθενιάς της,
σε μια κίνηση διορθώνοντας το ρούχο της..
Τσιρίζει η πλάση!
Ωραία ως εδώ!
Ζωγραφική!
Μεσημέρι..

Θα καθίσει ο ήλιος πάνω στα μαλλιά της..

Πάντως πρόλαβε ο Ζέφυρος.
Τον κατοίκησα στα τριάντα εφτά του-
Εκείνη μένει στην θεά του Έρωτα-
αριθμός δέκα..

Στεγνό τοπίο λιόχαρο·
ομιλητικό είναι το πεύκο-
λιγοστό σαν καημός
στα στήθη μου όταν έχω κέφια.
Ωστόσο ο αιώνας μου δυσωδία,
αποσυνθεμένο πτώμα.

Οι ιστορικοί απορούν
σε κάθε αράδα της ιστορίας που γράφοντας
χρειάζεται τόση απολύμανση
για ν’ αντέξουν..

Κονσέρτο για δυο άτσαλους πυγμάχους!

3.3.1982

ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΒΡΙΚΟΛΑΚΩΝ..

ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΒΡΙΚΟΛΑΚΩΝ..

Σωσμένος από κώδωνες κινδύνου.
Παραλίγο η θανάτωση της ελπίδας μου.
Οι αφροί των αλόγων της νύχτας
που κάλπασε ώρες αμέτρητες και
σταμάτησε πάνω στην πλάτη μου..
Φοβάμαι…

Ο δαίμονας της Ευρώπης μ’ έχει τρομάξει
για καλά·
η ιστορία έπαψε να ‘ναι γενναία-
Άναντρη
Άναντρη
Άναντρη…

Είναι ξεκάθαρο: για την σταύρωση
χρειάζονται τα καρφιά
ο σταυρός
κι ο λαός που θα υποφέρει.
Στον ύπνο μου μία Μαγδαληνή..

-Δεν θέλω κολόνια, δεσποινίς· ένα ποτήρι νερό, παρακαλώ!

-Μα κύριε… Έχουν όπλα πυρηνικά. Τι μπορεί να πετύχεις σβήνοντας μια δίψα;

Όλα μοιάζουν θέαμα πικρής καρδιάς.
Καγχάζει ο ουρανός
όλο ταμπούρλα άστρων.
Όλα είναι φάρσα,
λίγοι την καταλαβαίνουν,
γελάνε.
Το πρωί ξυπνώ,
- Φλεβάρης μπαίνοντας ένας κουτσοπόδαρος Μάρτης-
γεμάτος εξανθήματα..

Είναι πεύκα..
Κάποιος ξαποσταίνει δίπλα στο ήσυχο ποτάμι..

Δεν με σκεπάζει η θρησκεία·
έπαψα να ‘χω ευαγγέλια..
Υπάρχει ένας στεγνός λόγος
σαν το πλυμένο βρακί μου·
το στέγνωσε ο αέρας..
Πιστεύω απόλυτα σ’ αυτό:
καθένας έχει το δίκιο του!

Ερμηνεύστε με λοιπόν…
Ποιός ξέρει ότι το δίκιο
είναι μια λακκούβα του δρόμου;
Ανύποπτος πέφτεις μέσα… Ώ κορίτσια!
Μόνο για έρωτα και για κραιπάλη-
σήμερα είναι η μέρα σας!

Θα φορέσετε εσώρουχα καθαρά
να σας ερωτευτούν τα σαρκοφάγα αγόρια..

Είμαι σ’ ένα συμπόσιο βρικολάκων..
Φοβηθείτε·
πέστε μπρούμυτα μες τον τρόμο σας·
πυροβολώ..
Η πολιτεία, λυσσασμένο, τσιμεντένιο σκυλί
πολεμά να κρύψει την αρρώστια τα βράδια·
με φωταγωγίες
ζεϊμπέκικα στα καπηλειά·
ο θρήσκος κουκουλωμένος την κουβέρτα του
βρίσκει τον τέταρτο ύπνο..
Εγώ
φυλάω σκοπός, Ώ θεέ!
Αγρίεψα απ’ την πολλή αηδία,
-συνέχεια νευριασμένος!-

Αλήθεια:
ποιός θα είμαι την μέρα του θανάτου μου;
1.3.1982

ΑΝΑΜΝΗΣΗ..

ΑΝΑΜΝΗΣΗ..

Πρωί με τον λεβάντε· χαρούμενος που είμαι!
Ζητάω το νανούρισμα της μάνας μου
επίμονος να μου το δώσουν πίσω οι παιδικές μου ηλικίες!

Κάνει κυκλοτερές κινήσεις
αγκαλιές για το κορμάκι των ανθών ο αέρας!

Είναι η Λίτσα με μια φούστα καρώ· αποκάτω της
κρύβει ένα θαυμαστικό!
Φλεβάρης ερωτευμένος τον Μάη!
Στην πλατεία σεργιανούν οι φίλοι μου χαμογελώντας
κάθε που με πιάνει αμήχανο η στιγμή και δεν ξέρω τι να πω..

Σκέφτομαι: παλεύαμε μες τα χρωματιστά σεντόνια.
Το σπίτι ήτανε στην Αίγινα·
ένας μπόμπιρας κάθε τόσο
ανέτειλε τον μικρό ήλιο του κεφαλιού του
χαμογελώντας και μας κοίταζε..
Αγκαλιασμένοι και δεν μας πόναγε ο καιρός..


Οι γλάροι σου μου ‘χουνε φέρει
την Αίγινα μπροστά στα μάτια!

Αλήθεια το πρωινό αυτό που το ‘χω
σαν μες την χούφτα μου..
Πλένε τα όνειρά σου πάνω πάνω,
στον αφρό!

Σε προσκαλώ
για μιαν ανάμνηση
στο ποίημα μου!
14.2.1982

ΚΑΤΑΔΙΚΗ..

ΚΑΤΑΔΙΚΗ..

Αυτό είναι το χέρι μου που γράφει-
κι είναι αλήθεια πολύ μελάνι ίδρωσε να πει μια καληνύχτα
απόψε που ‘σαι μακριά και σε σκέφτομαι
μαζί μ’ αυτό το φεγγάρι που υπνοβατεί·

απ’ το κρεβάτι του σηκώθηκε και βιαστικό
περπατάει πάνω στο σχοινί
της μπουγάδας των άστρων.

Τέλειος ακροβάτης!

Ζω σ’ ένα σπίτι φοιτητή της Σαλονίκης..

Καφέδες πολλοί
παραταγμένοι σε διάφορες ώρες της μέρας,
τσιγάρα νευρικά ή
δάχτυλα νευρικά
με τσιγάρα
με αφή
που θα την έλεγα παρακμασμένη..

Σαν μια αυτοκρατορία… Αισθήσεων

πολλών ανακατωμένων το λαμπύρισμα.. Δεν ξέρω
αλλά ώρες ώρες συλλογίζομαι ότι πρέπει στο όπλο μου να φέρω λόγχη.

Είναι πολύ κοφτερή, με το παραμικρό ξεκοιλιάζει
στο τελευταίο νούμερο σκοπιάς
το πρωινό..

Τα έντερά του
πέφτουν συχνά πάνω μου·

το αίμα της αυγής ξέρετε δεν συγχωρεί·

με δικάζει σε ισόβια ποίηση!

24.1.1982
Στο σπίτι του Ηλία. Θεσσαλονίκη..

Τα ρολόγια είναι φτιαγμένα από ανυπομονησία.

15.

Τα ρολόγια είναι φτιαγμένα από ανυπομονησία.

Χιλιάδες στιγμές χαρούμενες ή τραγικές
συσπειρώνονται μέσα τους σ’ έναν χρόνο
σαν αίμα..

Ο ουρανός κυλάει απέραντα γαλάζιος
στις φλέβες της μέρας.

Τα ρολόγια δείχνουν αργά
την φριχτή εποποιία του εγωισμού μας.

Δεν κουρδίζονται πια.

Το ηλεκτρονικό τους καρδιοχτύπι ρυθμίζει
τους ανθρώπους στην αποξένωση..

2.2.1987

28 Αυγούστου 2009

(Συνεπάγεται απ’ την μιλιά μου...)

Συνεπάγεται απ’ την μιλιά μου
αρχαίος πληθωρικός ποταμός που να στρέφει δεν ξέρει
τα ύδατά του προς τους μη κατανοούντες.

Και έχω
θάλασσα
μ’ ένα ‘’επίσης’’ δίπλα μου που όλο πλαταίνει.

Οι κυριαρχίες της
είναι μέσα σε κάτι μάτια που κοιτούν
βαθιά στον ορίζοντα.

Ό,τι γράφω
κάποτε θα μελετηθεί για πλησμονή που έχει.

Θα το επιστρέψουν σε αυτό που είμαι, θα το κάνουν
όπως ματώνει ένα πληγωμένο ζώο, να ματώνει..

Αλλά πόσο μπορεί κανένας να καταλαβαίνει από αίμα
άμα δεν ξέρει να καταλαβαίνει από ζωή;

(Είναι ρίζα αμφιμονοσήμαντη η ποίηση..)

Είναι ρίζα αμφιμονοσήμαντη η ποίηση, δέντρο με τα πολλά κλωνιά- χώρα

με δίχως σύνορα γεωγραφία..

(Αυτός ο άνθρωπος στο τέλος της μέρας έχει μια θλίψη ...)

Αυτός ο άνθρωπος στο τέλος της μέρας έχει μια θλίψη που θέλει να σκοτώσει την ανάσα του.

Αυτός ο άνθρωπος θέλει ν’ αποκεφαλίσει όλες τις ιδεολογίες για να
του είναι υποφερτές.

Μέσα του παλεύουν τα ανθρώπινα άγρια με τα ήμερα πάθη.

Εκείνος δεν αντέχει την τόση φωτιά
και γίνεται ένας άσπρος κύκνος που ο λαιμός του εξέχει μες τον συννεφιασμένο ουρανό.

Ώσπου
αρχίζει να εξαϋλώνεται-

γίνεται
ένας λόγος που υπήρξε αλλά δεν υπάρχει

όπως δεν θα υπάρχουν τα λόγια που είπα γιατί τα έπνιξε ένας φονιάς καιρός.

(Τα ωραία ποιήματα..)

Τα ωραία ποιήματα, είπε
είναι μεγάλα μυστικά σπήλαια που ποτέ ολοκληρωτικά δεν αποκαλύπτονται·
είναι γεμάτα σταλακτίτες ιδεών και σταλαγμίτες αισθημάτων
φωτισμένα μόνο στο μέρος τους που δεν έχει εξέχουσα σημασία.

Γίνεται κάτοικος μέσα τους ένας άνθρωπος που απλά δεν φοβάται
την τρομερή ομορφιά.

Με μια αντήχηση ψυχής, με ένα απόκοσμο
φως που σ’ άλλον κόσμο παραπέμπει
να γίνει ευανάγνωστη η εικόνα η πέρα απ’ την ζωή..

(Ένα πουλί που τραγουδά ..)

Ένα πουλί που τραγουδά μες το πρωί
συνοψίζει όλη την λαχτάρα μου.

Μια λέξη που γίνεται άξαφνα φεγγάρι
μου κάνει υποφερτή την συμπολίτισσα νύχτα.

Έχω εμπιστευτεί τις λέξεις μέχρι θάνατο..
Τόσο που να μου υπακούνε..

Έτσι που φτιάχνω τώρα έναν Δούρειο
για να πολιορκήσω μιαν ιδέα Τροία..

(Για το χατίρι σου ανάβουν ομοιοκατάληκτα τριαντάφυλλα..)

Για το χατίρι σου ανάβουν ομοιοκατάληκτα τριαντάφυλλα
τα πρωινά ενστερνίζονται άνεμο, οι γούρνες
συλλαβίζουν νερά που κυλάνε.
Για τα χατίρι σου το τοπίο γράφεται πράσινο, οι χρόνοι καταρρέουν, τα φυτά
εξάπτονται και η μέρα
προχωρά αέναα γαλάζια ή πιο γλαυκή
στην άκρη που την τρώει λίγο λίγο ο ορίζοντας..
Για το χατίρι σου πεισμώνω και γίνομαι
άγρυπνο αγρίμι που δαγκώνει.. Για το χατίρι σου
οι περιουσίες μου είναι
στάχτη στην στάχτη που απώλεσα
όλο το βιός μου μέσα στων ματιών σου την λαχτάρα..

(Βελάζει ο Αύγουστος...)

Βελάζει ο Αύγουστος. Παλιές λατρείες που με έναν τρόπο επιβιώνουν
κάνουν τον μύθο του διάφανο- όπως τον περιχύνει πάνω στα φυτά ο άνεμος.
Ερώτων ανεγέρσεις πάνε να κάνουν τον χρόνο πολύτιμο
που όμως περνά.
Και η μέρα
μυρίζοντας σαπούνι και τύψη
γαντζώνεται πάνω στα πλοία που θα ταξιδέψουν στο αύριο.

Α, τραγούδι που φεύγεις, που αποδημείς
μέσα σε μια πατρίδα ευαισθησία..

Αν θα σε πω, θα είναι για να φτάσω να είμαι κείνος που ονειρευόμουνα:
ο άξιος να μιλήσει γλώσσα άνθους.

Κι όπως θα κατεβαίνω τα λευκά
σκαλοπάτια σου περιχυμένα φεγγάρι
γνωστός θα μου είναι ο πόνος σου
και η θάλασσα και ο ύμνος
στα μεγάλα μάτια σου σαν τα λευκά τριαντάφυλλα..

(Συνένοχους γυρεύω…)

Συνένοχους γυρεύω…

Πώς να μοιραστώ
Τα κλοπιμαία των λέξεων απ’ το μουσείο της Ιδέας;

27 Αυγούστου 2009

(Μια ξανθιά συμπυκνωμένη γυναίκα...)

58.

Μια ξανθιά συμπυκνωμένη γυναίκα
Την είδα βγαίνοντας ο Ιούλιος
Κορμί σαν από άστρο
Με πόθο εκπεμπόμενο
Ανεβαίνει
Τα σκαλοπάτια του βλέμματος των ανδρών.

Δούλη ιερή της σάρκας
Στα μαλλιά της ανταύγειες ο ήλιος
Η φιλαρέσκεια το χέρι της κρατά.

Όταν φτάνει στο απόλυτο ύψος
Από κάτω δεν είναι τίποτα
Ούτε άνθρωποι ούτε βλέμματα
Να την κοιτούν·
Ανέβηκε
Στο άφταστο τίποτα.

Τότε ζαλισμένη αναστέναξε και φύγαν πουλιά
Απ’ το στήθος της.

Κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχαν μέσα της- κανείς!

Απλώθηκε μια ησυχία νύχτας-

Φεγγάρι ανάποδο·
Κρεμασμένο σαν ν’ αυτοκτονούσε

Αψηφούσε το μεσάνυχτο και άναβε
Τις ίδιες πάντα μουσικές φωτιές!

Ιούλιος 2008

(Συνέχεια βαράνε τα τηλέφωνα...)

63.

Συνέχεια βαράνε τα τηλέφωνα
Κινητά ακίνητα
Στην άκρη του κύματος η επικοινωνία
Κοινωνία επί.

Διά του δύο όμως η ψυχή σου:
Ανά, κατά, διά,
Μετά

Εσύ χορταίνεις μοναξιά-
Το ίδιο οι άλλοι.

Με τόση καλωδιωμένη υποψία πώς να πας μπροστά;

23.7.2008

26 Αυγούστου 2009

(Βελάζει ο Αύγουστος.)

Βελάζει ο Αύγουστος. Παλιές λατρείες που με έναν τρόπο επιβιώνουν
Κάνουν τον μύθο του διάφανο- όπως τον περιχύνει πάνω στα φυτά ο άνεμος.
Ερώτων ανεγέρσεις πάνε να κάνουν τον χρόνο πολύτιμο
Που όμως περνά.
Και η μέρα
Μυρίζοντας σαπούνι και τύψη
Γαντζώνεται πάνω στα πλοία που θα ταξιδέψουν στο αύριο.

Α, τραγούδι που φεύγεις, που αποδημείς
Μέσα σε μια ωραία ευαισθησία..

Αν θα σε πω, θα είναι για να φτάσω να είμαι κείνος που ονειρευόμουνα:
Ο άξιος να μιλήσει μία γλώσσα άνθους.

Κι όπως θα κατεβαίνω τα λευκά σκαλοπάτια σου περιχυμένα φεγγάρι
Γνωστός θα μου είναι ο πόνος σου
Και η θάλασσα και ο ύμνος
Στα μεγάλα μάτια σου σαν λευκά τριαντάφυλλα..

(Μιλώ με ήλιο που περίσσεψε..)

31.

Μιλώ με ήλιο που περίσσεψε
Ξαφνικά
Μέσα στις τσέπες μου
Και πρέπει κάποτε να τον ξοδέψω.

Ανταλλάσω αυτήν την ταπεινή μου εξαίρεση με τούτον
Τον αυθαίρετο κανόνα:
Να ζεις πιο επικίνδυνα μες την ζωή.

Απ’ όπου με πλησιάζεις ανοίγομαι

Μ’ έναν ρόλο που ερμηνεύεται μόνο με αυταπάρνηση
Και ποίηση πια.

Ζωγραφίζει τρόπους ιδεών
Το μυαλό

Και σαν που ακονίζει τα μαχαίρια του
Πάντα-
Για τον τέλειο φόνο κουράζεται.

Θύμα η ευτυχία.


14.7.2008

(Φυτρώνουν ζεστά τριαντάφυλλα..)

Φυτρώνουν ζεστά τριαντάφυλλα, ανθίζουν
γνώμες των λουλουδιών.

Πεταλουδίτσες του αέρα απόκοσμες
γράφουν πτήσεις
τρελά εγωιστικές
στο καθηλωτικά ανυπεράσπιστο γαλάζιο.

Το αβρό χέρι των ανέμων
τραβά την κουρτίνα της όρασης- να φανεί
που ψηλά ρεμβάζουν οι άγγελοι.

Ο τρόπος του φωτός-
είναι ο τρόπος της καρδιάς –
είναι ο τρόπος της αποκάλυψης.

Χοϊκές μνήμες
γίνονται δέντρα
παρόχθια
κοντά σε μία θάλασσα που απλώνεται
εμπνευσμένα γλαυκή..

Ο νυχτερινός ουρανός απλουστεύει
τον νου του ονειροπόλου..

25 Αυγούστου 2009

(Κάποια στιγμή εγκαταλείπεις τους τίτλους ...)

Κάποια στιγμή εγκαταλείπεις τους τίτλους και βρίσκεσαι
να ζεις αποσπασματικά
να σκέφτεσαι
αποσπασματικά,
να μιλάς
αποσπασματικά-
σαν από αρχαία μάρμαρα που θραύσματά τους κείτονται
κάτω απ’ τον ήλιο
έρχεται όλο και πιο σιγανή κι απόκοσμη
η άμοιρη φωνή σου.

Δεν έχει τίτλο η μοναξιά.. Όλοι ζούμε
σε μία εσωτερική σιωπή
που ανατινάζει
συνεχώς την ψυχή- κομματάκια της
πέφτουν και πάνω
στις σελίδες
ματωμένες των ποιητών.

Κι έτσι αποσπασματικά όπως να έχεις την μικρότερη ψηφίδα απ’ αυτό
το ψηφιδωτό της ζωής, έτσι
πας ν’ ανταμώσεις το αύριο-
ορκισμένα αθώος!

(Μωρές παρθένες...)

Μωρές παρθένες, συνεσταλμένες, άγγιχτες
από χέρι ανδρός ή φαλλό δοξασμένο-
Και άλλες
κυρίες μεσόκοπες, ταλαιπωρημένες
από την εμμηνόπαυση, τις ορμόνες
που δεν ελέγχονται και τσιρίζουν, που κάνουν
το σώμα παιδωμή, το μυαλό
εργαστήρι της τρέλας.
Τις Κυριακές
πάνε μια βόλτα για καφέ, κουτσομπολεύουν
την γειτονιά νομίζοντας ότι δικάζουνε σωστά.
Και παρακολουθούν
ρηχές αηδίες από οθόνες των τηλεοράσεων- ενώ
κάποια στιγμή χτυπά το κινητό που πήρε
μια φίλη να τους πει ότι αλήθεια αξίζει ο Αύγουστος
σε κάποιο ελληνικό νησί.
Κρατούν ένα βιβλίο βαρετό
στην παραλία, κάτω απ’ την ομπρέλα- βάζουν
μεγάλου δείχτη αντηλιακά, φιλοσοφούν
επί ματαίω.
Τρέμουν
την κυτταρίτιδα,
ντρέπονται
που έγινε στο σώμα τους κακό σαράκι.
Οικογενειαρχούμενες και μη
δίχως τα εμφανή πολύπλοκα αίτια που οδηγούν
στην κατάθλιψη κάποιον- γυρίζουν
πάνω κάτω σε μια κάμαρα αυξάνοντας
κάτι φορές τα ντεσιμπέλ για να νομίσουν
ότι και κάποιος άλλος κατοικεί
την μοναξιά που κατοικούνε..

(Τα λόγια μου ανακρίνουν τα λόγια μου...)

Τα λόγια μου
ανακρίνουν τα λόγια μου-
ακουμπούν
στο τραπέζι τα χέρια τους
και με το απειλητικό τους ύφος
μ’ εκφοβίζουν
για μια ομολογία τρομερή.
Και τι να πω;
Είμαι δεν είμαι ενήμερος από το τίποτά μου…

(Εγώ που δεν ανήκω σε κανένα πόλεμο ..)

Εγώ που δεν ανήκω σε κανένα πόλεμο κι έχω πεινάσει
για λόγια- Εγώ
που κρατώ μες τον νου μου ένα άρωμα ανθρώπου- Εγώ
που είμαι όλοι, που θα πέθαινα
για μια ωραία ιδέα- Εγώ
από μια λέξη κρέμομαι φυλακισμένη στο στόμα σου:
μια λέξη φεγγάρι, που φωτίζει μια άγονη
της ψυχής μου αδυσώπητη νύχτα..

ΚΟΡΙΤΣΙΑ.

ΚΟΡΙΤΣΙΑ.

Α! του σώματος των ωραίων κοριτσιών στήθη!
Αγίνωτα ακόμη σαν γυναίκες
αιθέρια που μες το μυαλό μου πλέετε!
σκούνες του πόθου!

Μέρες διαμελισμένες με άνεμο
στις χώρες του σίγουρου βοριά-
συγύρισα τις λέξεις μου…
Καθεμιά
σπουδαίο σπίτι πατρογονικό.

Η ζωή συνοψίζεται σε μια ωραία στιγμή που ζήσαμε!

Σανίδες από υλικό πεύκο
ξανθές, ροζιασμένες
με ανάμνηση του δέντρου που έφυγαν
μέσα στην μνήμη τους έχουν κλαδιά
και πουλιά κοιμισμένα
μέσα στην σκιερή αγκαλιά τους.

Α! του σώματος των ωραίων κοριτσιών στήθη!
Αγίνωτα ακόμη
που από ηδονής
δέντρα κοπήκατε..

Ποιός σας πήρε; Πού πήγατε; Ποιός είναι
ο εραστής που τα φιλιά σας τρυγά;

Ενώ εσείς θα θέλατε μόνο την ηθική του ονείρου μαργαρίτα
που την μαδά και την ρωτά για την αγάπη ένας τρελός νοτιάς!

24 Αυγούστου 2009

(Αποσαρθρώνω την οίηση μ’ ένα «π» αλφαβήτου..)

Αποσαρθρώνω την οίηση μ’ ένα «π» αλφαβήτου..
Συνθέτω μουσικές συλλαβές αγρύπνιας.
Το πρωί ξυλουργώντας στον βίο χτυπάει
άκομψα η ανάγκη μου
ποικιλοτρόπως.

Μόνο τα βράδια οργώνω τις δικές μου εκτάσεις!
Σπέρνω
μικρές συλλαβές ελπίζοντας
σε μεγάλες προτάσεις.

Πριν
αναιρεθεί μέσα μου η μαγεία του κόσμου που ζω!

(Ξοδεύονται όλα μέσα στην γλυκιά συντελεσμένη μουσική!...)

Ξοδεύονται όλα μέσα στην γλυκιά συντελεσμένη μουσική!

Ζουν και βασιλεύουν οι μικρές ματαιοδοξίες μας-
τιποτένιες που δεν είναι χρήσιμες πια σε κανέναν..

Μόνο ένα πιο λίγο από το πρέπον ΕΓΩ
τις νομίζει χρυσάφι.

Θησαυρίζει υπεροψία και άχρηστο χρόνο.

Κι ας δεν το δέχεσαι να:
μια ματαιότητα παντού παραμονεύει…

Κι ενώ ανοίγεις τα παράθυρα του νου, εκεί
ο κόσμος είναι τόσο απλός και τόσο αναπάντεχα
βάλλεται που
μέσα σου
ερμηνεύεται κάτι
από το φως που σου αποκαλύπτει όλα τα γύρω σου
κι εσένα!

ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.

ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.

Πύλη του κόσμου, μυστηριακό της σάρκας βασανάκι,
εγκλωβίζεις το αρσενικό, σου υποτάσσεται·
χαρμόσυνο αδηφάγο αιδοίο!

Όνομα από απαράλλαχτη αιθρία έχει η μέρα
που μέσα της δουλεύεις σαν ο μέγας σκευωρός
νικώντας πάντα!

Το θηλυκό που είσαι είναι η αυτοκρατορία
του γύρω μας ζωντανού..

Πόσους νόμους επιβολής γνωρίζεις που εμείς
Αγνοούμε…

Παραδεχόμαστε την αξιοσύνη σου· νικάς..

Ας μας αφήσεις να ‘χουμε έναν λόγο
αρσενικής υπεροψίας επιτέλους!

Εν γνώσει μας απατηλό!

(Μια κουκουβάγια αναγγέλλει νύχτα..)

12.

Μια κουκουβάγια
αναγγέλλει νύχτα, όπως καιροφυλαχτεί
να πάρει την ζωή του φοβισμένου τρωκτικού.

Οι λεπτοδείχτες είναι σιγοψιθυρίσματα,
ο χρόνος λιώνει τα ρολόγια:
όπως τα λιώνει το πινέλο του Νταλί!

Μέρα του μεσογειακού θεού!
Στον Μόλυβο που πιο δικαιωμένος λάμπει..

Αήττητες οι απιδιές στυφίζουν μες τον λίγο άνεμο·

είναι ρίμες τα λόγια, είναι πάθος
που ποτέ δεν υπάκουσε..


30.8.2007

(Δεν είναι αυτό που λέω, αυτό που αποκρύπτω είναι σπουδαιότερο...)

5.

Δεν είναι αυτό που λέω, αυτό που αποκρύπτω είναι σπουδαιότερο-
σαν κεντρί υπεράσπισης της βασίλισσας ιδέας.

Ακούγομαι επάνω απ’ τις επάλξεις των τελευταίων
υπερασπιστών
μιας πόλης που ‘γραψε σελίδες δόξας..
(Καταλαβαίνει άραγε ο καθένας;)

Πάντως στο μάκρος των αιώνων είναι πίκρα η φρόνηση
και το να την κατέχεις πιο δυσβάσταχτο
κι από τις εξελίξεις να ορίζεις..

Κι εκεί που χάνεται η περηφάνια ενός λαού και τώρα είναι
οι άρχοντές του σαλτιμπάγκοι του φαιδρού
πίκρα, πίκρα μένει

σ’ αυτούς που ελληνικά στοχάζονται τα καλοκαίρια και πονούν
μες την καρδιά
και μέσα στους αιώνες!

23 Αυγούστου 2009

ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΟΞΑΣΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑ.

ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΟΞΑΣΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑ.

Ως επάνω που θα κυριαρχήσει η μέρα με τα πολυσύλλαβα
μυστικά της-
-καληώρα σαν τώρα-
που εμείς δεν είμαστε εδώ γιατί με άλλη
μυαλού ταχύτητα ταξιδεύουμε..
Φανταζόμαστε πως ζούμε μέσα σε απίστευτα παραμύθια
που όλα είναι δυνατά..

Κερασιές που μες την όραση, τοπία ωραία νοστιμίζουνε-
και με όνειρα πλέοντας προς έναν γήινο ομοιοτέλευτο ωκεανό-
μέσα του είναι των ποιητών το δάκρυ πιο καυτό και των ζωγράφων
ο χρωστήρας ασημώνει για να μάθει
από την μοίρα τα μελλούμενα-
θαύματα όλα!

Στα μοναστήρια των ελληνικών ακροπόλεων ένας
ρομαντικός οδοιπόρος ψάλλει,
σεμνός από βούληση.
Ιερά αναγνώθει
ασπόνδυλων μαρμάρων,
βρίσκοντας τις συγγένειες των μυστηρίων με τις ώρες
που από τις νέες ανθοφορίες πάλλονται-
σύνορα ορατού- αοράτου!

Άγιος ξημερώνει ο χρόνος
και θεός ο ήλιος
και των αγίων άγιο το μεσημέρι φέρνοντας
από την μνήμη του πελάου τον βαθύ καημό·
λάμπει η Ελλάδα!

Με τις φορεσιές της του μύθου και της σημαντικής ιστορίας..

Βλέπω που είναι αυτό το μέγαρο των φιλοσόφων
του αέρα, της φωτιάς..

Πάλι αναβιώνει μέσα μου αυτή η χώρα της μεγάλης δοξασίας!

ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ..

ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ..


Αν όλα τα ξεγράψουμε βγαίνει
συμπέρασμα λευκό.

Δεν είναι η ποίηση ασπίδα για να καλυφθείς με λέξεις.

Αν δεν το χειριστείς σωστά
τα λόγια έχουν μια κρύπτη για αγρίμια.
Πρόσεχε!
Πονάει αλήθεια ο πηλός.

Τα πόδια σου είναι έξω απ’ τον πλανήτη.

Ακούς αλλιώς. Και κάπου
σου επιτρέπεται να έχεις
άνεμο κατοικίδιο δικό σου.

Τώρα που σκέφτομαι ανθισμένες χώρες, με στρατούς
μελισσών και ούτ’ ένα δάκρυ-

καθαρότερα μες τον νου μου χαράσσονται πάλι
οι παλιγγενεσίες του φωτός.

22 Αυγούστου 2009

ΠΟΙΗΣΗ.

ΠΟΙΗΣΗ.

Στην γυμνή σου κνήμη η θρασεμένη τσουκνίδα
σαν έχιδνα επιτίθεται.

Το άγριο φαρμάκι της ποτίζει
όλο το δέρμα που με κοκκινίλα απαντά.

Τρέχεις..

Ακόμη μες το μονοπάτι και ακόμη μες τον άνεμο
και μες τα όνειρα ακόμη αμετανόητε!

Με υπεροπλία πουλιών μες το βαρύ κεφάλι σου
δοξολογείς ετούτην την θεά
που με τις λέξεις σε λυτρώνει!

Μ’ έναν φίλο άνεμο περπατάς μες το ανέσπερο φως
που διχάζει τις γύρω μυρσίνες!

18.5.2008

21 Αυγούστου 2009

(Σουλατσάρουν μέσα στην μέρα τα καταδιωκτικά.)

Σουλατσάρουν μέσα στην μέρα τα καταδιωκτικά
Άγχη του καλοκαιριού
Σφίγγουν οι ζέστες
Οι τόνοι εντυπωσιάζουνε
Στρώνονται στο ντιβάνι του γιατρού
Της ψυχανάλυσης οι άνθρωποι, μυρίζουν σήψη
Το κρανίο τους
Φωτίζεται και φωσφορίζει –
Σχεδόν εξωγήινοι
Απ’ τις τσέπες τους
Πετούν αποδημητικά πουλιά
Αισθήματα που δεν θα ξαναγίνουν
Ελάχιστα κατανοούν τον κόσμο,
Το απλό
Κόλπο να παίρνεις μιαν ανάσα και να είσαι
ζωντανός και πάλι
Αδαής ωστόσο
Στων φιλοσοφικών αναζητήσεων το τσουβάλι…

(Τα λόγια μου...)

Τα λόγια μου
ανακρίνουν τα λόγια μου-
ακουμπούν
στο τραπέζι τα χέρια τους
και με το απειλητικό τους ύφος
μ’ εκφοβίζουν
για μια ομολογία τρομερή.
Και τι να πω;
Είμαι δεν είμαι ενήμερος από το τίποτά μου…

(Μπήκα μέσα στον ήσυχο άνεμο ...)

Μπήκα μέσα στον ήσυχο άνεμο
από το μέρος που κανένας δεν ξέρει·

περπάτησα
κάτω από τους φίκους με τα πυκνά λάμποντα φύλλα
που φλυαρούν
βαρύτονα
μέσα στο κάθε απόγεμα.

Ο ήλιος
ξέρει την χλωροφύλλη τους
καλά.

Και πήρα αυτόν τον δρόμο σκέψης
που εναρμονίζεται
μ' αυτό το φως
του απογέματος
που θρυμματισμένο
περιχύνει τις πέρα κορφές
των βουνών
που γελάνε
σχεδόν απολιθωμένα.

Ήπια την σιωπή που τριγύρω μου απλώθηκε-
μέχρι την τελευταία γουλιά.

Είδα
τον χορό του μικρού σπουργιτιού
πάνω στις πλάκες
κρατώντας
ένα ψιχίο πολύτιμο αγαθό.

Είδα
το χνάρι της μοίρας
που γράφει
στις σελίδες του όρθρου
την ψυχή μου
σαν μία πεισμωμένη φωτιά
που θέλει ν’ αγκαλιάσει όλον τον ορίζοντα..

Άφησα ελεύθερη την ταπεινή μου καρδιά!

20 Αυγούστου 2009

(Ένας συναγωνισμός αθλητικών ανέμων ...)

Ένας συναγωνισμός αθλητικών ανέμων που σκαρφαλώνουν εύθυμοι
μέσα στο αλσύλλιο
που μυρίζει πεύκου ρετσίνι και απόγεμα.
Ένας επιφορτισμένος με καθήκοντα θεού, Ιούλιος!
Ένας ύμνος στο φως που απλουστεύει μέσα στο τοπίο
τη ροπή του θνητού.
Ένα γιαννιώτικο ασημένιο δισκάκι
που σέρβιρε τα αφεψήματά του έναν καιρό ένας αποκεφαλισμένος
τώρα πασάς.
Ένα ξιφίδιο που έκοψε πολλές γαστέρες.
Ένα καριοφίλι που βρόντηξε σ’ επαναστατικούς καιρούς.
Εγώ που είμαι ο φωτογράφος τους και θέλω
να έχουν και πάλι φωνή..

(Κάτι φορές το φως αρνείται να πεθάνει ...)

Κάτι φορές το φως αρνείται να πεθάνει
Και συλλαβίζει τις υπέροχες διαφάνειες του ως αργά το απόγεμα

Που οι κουρασμένες ψυχές των δέντρων
Φιλοξενούν τα αρχαία πουλιά
Που κουρνιάζουν επάνω τους νυσταγμένα.

Η ζέστα γράφει την επωδό
Μίας ακόμη μέρας του καλοκαιριού-

Μια ολοστρόγγυλη ζέστα
Που χωράει του Ιουλίου τα ρήματα..

Η ζωή είναι εύκολη- επηρμένος είναι ο θάνατος
Που κρύβεται πίσω απ’ την ασθενική ανάσα.

Και το βράδυ
Αντηχούν τα βιολιά των παρά την θάλασσα δέντρων
Αφήνοντας να εννοηθεί δύσκολη που είναι αλήθεια
Η κάθε μια συντριπτικά νικηφόρα μελωδία
Του έρωτα των όντων..

Γιάννενα…

Οι πολυκατοικίες λυγίζουν μιμούμενες τον πύργο της Πίζα-
Οι ορθογώνιες γραμμές τους καμπυλώνουν, σχεδόν
Ταλαντεύονται μέσα στον ενεστώτα Ιούλιο
Και πάνω στα λαμπερά κεραμίδια τους βλέπεις
Ν’ αντανακλά τα βράδια ένα παράξενο φεγγάρι.
Οι ασημουργοί κοιμούνται· ο άρχοντας
Που έχασε την κεφαλή.
Το κάστρο
Κοιμάται..
Ένας θεός καρφώνει κεραυνούς στο σώμα των δέντρων.
Από το μεσημέρι ακόμη μια ζέστα
ξεφλούδιζε τους κορμούς.
Μια σκόνη σαβάνωνε τα πάντα γύρω στον χωμάτινο δρόμο
Όπου πιο πριν έτρεχαν βιαστικά τα άλογα των επαναστατημένων.

Τώρα μες τα βαθιά μεσάνυχτα ακούω
Φωνές από εκείνους που τους έπνιξαν στο αίμα
Να στοιχειώνουν και να περιφέρονται μέσα στα σκοτεινά δρομάκια
Όπως τα βήματά τους και ακόμα ακούγονται
Πάνω στις πέτρες που τα μαρτυράνε όλα.

Και τα κλάματα των γυναικών, οι θρηνωδίες
Τα μοιρολόγια που ανατριχίλα σου φέρνουνε
Έως εφτά η ώρα το πρωί, βαρύς χειμώνας,
Όπως θυμάμαι κάπου εκεί να περιφέρομαι
Θεατής του αθέατου, καταγράφον-
Τας την σκοτεινή της πόλης μεριά…

Γιάννενα…

(Τον ουρανό τον διαβάζεις πιο καλά ξημερώματα...)

Τον ουρανό
τον διαβάζεις πιο καλά ξημερώματα
τότε που και των άστρων είναι διαφορετικές οι πορείες
και το ποίημα
που γίνεται από ύλη ονείρων
είναι φωνή
από στόμα αγγέλου.

Το ποίημα
γεννιέται πιο καλά τα μεσάνυχτα
περασμένα:
είναι από σκέψη που ήρθε μιας ολόκληρης μέρας:
είναι φωνή
από εσένα για σένα.

Τα αισθήματα
που ευτυχεί,
δίνουν πνοή στις ευτυχισμένες στιγμές
που αξίζει ο άνθρωπος αν η μοίρα το θέλει.

Εσένα
σε διαβάζεις πιο καλά ξημερώματα
την ψυχή
την διαβάζεις πιο καλά ξημερώματα
το ποίημα
γεννιέται
πιο καλά τα μεσάνυχτα
περασμένα

Μετά από θησαυρισμό αισθημάτων και σκέψης
όπως αφήνει πάνω σου το αποτύπωμά της
κάθε ημέρα…

ΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ!

ΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ!

Ανέβαινα πελώρια συνείδηση της φύσης και μπορούσα πάλι να το δω:
μικρές χαρούμενες φατσούλες λουλουδιών να γνέφουνε ευτυχισμένα-

και νερά κελαρύζοντα ερμηνευτικά της αξίωσης
να έχει ο κόσμος αίμα..

Να ζωγραφίζει ζωές ολόγυρα σαν να μην τελειώνει η άνοιξη.
Μέρα Δευτέρα!


Ακούγονταν οι ψυχές των πουλιών και απ’ τις πολιτείες τους
άκουγες τις καλές ορχήστρες-

στρωτά και ταπεινά έρχονταν η μέρα.

Με είδωλο καρδιάς μέσα σε άηχες τις ώρες
έρχονταν κι έπαιζε πεσσούς ένα λησμονημένο αεράκι-
από αρχαία μεριά!

Έβλεπα Αλικαρνασσό κι αντικρινή Φρυγία·
μέρη που τάσκαζε ο ήλιος με το δόρυ του!

Αριθμούσε άηχου
φωτός παλιννοστήσεις ο ονειροπόλος·

και στα παρμένα κάστρα του ύπνου ο στρατηλάτης άνεμος
έκανε ξαφνικό γιουρούσι μ’ αποτέλεσμα σπουδαίο.

Μέρα Δευτέρα!


Χτυπούσε σήμαντρα της παλιγγενεσίας
ούριος αναμμένος ουρανός.

Βρήκα τα λεξιλόγια που μου έλειπαν
να πω την έκσταση όλη!


Και στα ψηλά που αρμένιζε ύμνος Ομηρικός
με ανορθωμένες μέσα του τις λέξεις
κρυφή αντάρα ραψωδίας φάνηκε
νόστος αρχαίος
και σίγουρη Ιλιάδα!

7.1.2008

19 Αυγούστου 2009

ΜΕΤΕΩΡΑ..

ΜΕΤΕΩΡΑ..

Τα βράχια που σε άλλες γεωλογικές εποχές υπήρξαν όρη
Του πυθμένα, τώρα σηκώνουν
Πάνω στην ράχη τους τα μοναστήρια
Ενθυμούμενα αυτήν την θρησκεία του βυθού
Που τα στεφάνωνε
αιώνες

Ενώ γύρω τους
Περιέρχονταν κοσμοπολίτες θεοί
Που διασκέδαζαν
Ανάμεσα στις κοραλλένιες πόλεις
θαλασσινών τοπίων..

(Παρηγορούμαι που χωρίς περιουσίες πια ...)

Παρηγορούμαι που χωρίς περιουσίες πια εγγράφων
Και μόνο με τις εγγυήσεις πάθους,
γυρίζω
μέσα στον κόσμο σαν ένας απρόσκλητος
μοναχός από αυτό το μοναστήρι
που το ηγουμενεύουν οι αδέσποτοι άνεμοι.

Και δεν είμαι, δεν έχω ειλικρινά τίποτα
που ν’ αξίζει να το πάω στο αύριο
με το άγχος που οι άνθρωποι να πάνε την κτήση τους έχουν.

Όλα μου τα υπάρχοντα μια ζωντανή πυρά,
ένα πάθος αινιγματικό που απ’ αυτό θα πεθάνω..

Ετούτο πια κατάντησε σαν δηλωθέν εισόδημα στην εφορία του ουρανού-
σαν μια δεκάτη που την αποδίδουν άμεσα τα λόγια μου
με κάθε μια θυσία..

Όμως,
ας παρηγορηθώ..

γιατί το ξέρω
ότι ένα φωνήεν
Ομηρικό
αξίζει όλα που κατόρθωσα
μέσα στων λέξεων την ασκητεία.

Κι ας γίνει επιτέλους άρχοντα
Χρόνε το θέλημά σου! Ας ταφώ
κάτω από τον τύμβο των ομοιοκατάληκτων
ιδεών που κάνουν μέσα μου
μια χαρωπή και απροσδιόριστη
χαμένη Ατλαντίδα..

(Ο αέρας είναι ένα διαφανής τοίχος ...)

Ο αέρας είναι ένα διαφανής τοίχος που κρύβει τον έρωτα
των πραγμάτων.

Εκείνα συνωμοτούν επίμονα στο να υπάρχουν:
πισώπλατη αυθαιρεσία..

Μόνο με το μολύβι μου ξυσμένο μυτερό
τρυπώ κάτι φορές αυτό το αφρώδες
παχύ στρώμα που καθρεφτίζει
μέσα του όλες τις ζωές της ζωής αφήνοντας
να είναι δεν το είναι..

Αλλά με όση ποίηση και να περιχυθεί η απουσία
πάλι απουσία θα φαίνεται..

Γιάννενα 29.7.2009

(Το σκοτάδι της νύχτας δεν είναι άλλο ..)

Το σκοτάδι της νύχτας δεν είναι άλλο από το μαύρο των απογοητεύσεων
που γεμίζει ασφυκτικά τους αμφορείς των άστρων.

Πίσω του
κρύβεται ένας ντροπαλός θεός
που δεν πιστεύει πια στην δύναμή του.

Γιατί όμως οι εκδοχές του ονείρου μας είναι πολλές;

Αφού ό,τι ζούμε είναι σκληρά πολυπρόσωπο
και μεις
που υπάρχουμε πάντα μέσα στις πιο παράξενες μανίες
απορροφημένοι
δεν έχουμε άλλη των άλλων πια επιλογή
από το να ψευτίζουμε την χρυσοφόρα μας ανάσα..

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ.

Δεν μπορώ να βρω πάντα από πού αδειάζει η νύχτα-
μες απ’ τα λόγια των παλιών ποιητών…

Ξεχειλίζουν άστρα και ένα νέκταρ
θεϊκό με σοφία
αρχιτεκτονική του θεού
περίσσεψε και τώρα γέμει
ετούτα τα ραϊσμένα από την ανασκαφή πιθάρια
κάπου μεταφυσικά
σε μία αυλή του ανακτόρου της Κνωσού..

Βαθιά ισόρροπη θέα..

Με λιθάρια ακόμη, με το άγγιγμα
του Πρίγκιπα των Κρίνων
που κατέβηκε βιαστικός να υποδεχτεί
την Κόρη!

Την φίλησε κρυφά πίσω απ’ τις κολώνες
σαν να μην υποπτεύτηκε την παρακμή.
Την πήρε στα απόμακρα δωμάτια
κι αφού την ξάπλωσε στην κλίνη με τα λουλακιά σεντόνια
της φίλησε όλο το κορμί- ν’ ανάψει
ο πόθος τις αχτίδες του- να λάμψει
στην σάρκα το αίμα-
όπως άστρο.

Κι έκλεισε κάθε ανοιχτό βιβλίο
που παρουσίασαν τα άνθη προς τις μέλισσες!

Εκείνες πήρανε την γύρη που θα ήταν από τότε
η συλλαβή της κάθε αποκάλυψης·
και μία γονιμότητα που πάντα θα νικά!

16.5.2008

ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΙΑ.

ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΙΑ.

Κόσμε του ήλιου! Μέσα μου κόσμε του ήλιου..
Και μυστικέ και φανερέ απ’ όπου
κι αν κοιτάξω.

Τούτος ο αργαλειός της σκέψης χρόνια που υφαίνει
ανταμώνει στα ψηλά τ’ αλώνια με τις ολόφλογες
παπαρούνες
τον αρχαίο θεό.

Τώρα είναι ο πέρα ορίζοντας.
Ο Απόλλωνας των εκμυστηρεύσεων και των πολλών
αποκαλύψεων.
Αναλήβεται
προς τα άνω μοναστήρια των δασκάλων του γένους.

Επαναστατικός και με φιλοσοφία φωτιάς.
Εξουσιάζει
λέξεις του παλαιού χρησμού
και χαρωπές και ολέθριες.
Εκεί
που η άνοιξη καυτή και βελουδένια
φουντώνει με σπέρμα και γονιμότητα.

Α, κοίμηση της Παναγίας,
που ο χρόνος στις αγιογραφίες σεβάστηκε!
Ξωκλήσι που μου έφερε μπροστά μου η μοίρα!
Διδασκαλείο της μέσα μου λευτεριάς!
Το τυχερό μάτι να βλέπει τον κάμπο που οι μέλισσες
είναι αξίες πιο δικαιωμένες
κι από τον ίδιο τον θάνατο
που ερχόμενος υπερασπίζεται
την αιώνια ζωή.

Πύθιο λεξιλόγιο, παλιό
κάτω απ’ την κάθε πέτρα
που μου μιλά όταν σωπαίνοντας αγγίζω
την αγιότητα του πρωινού φωτός!

Στην μέρα που κυλά μες τα χαρούμενα ρυάκια
εξουσιαστική και υπέροχη
γράφοντας με γιρλάντες του φωτός
τ’ ωραίο όνομά της!

14.5.2008

ΥΠΝΟΣ

ΥΠΝΟΣ

Ακούω αυτό το βράδυ από μακριά: κυμαινόμενη νύχτα,
φεγγάρι μ’ έναν σάλαγο από τα όνειρα της τριξαλίδας.
Μία σοφία ύπνου μέσα στα μεσάνυχτα-
η σίγουρη κληματαριά,
κάτω της
ένα κλειστό κρεβάτι: βάρκα του ονειροπαρμού μου..
Βλέπω μία την ψυχή μου-
περπατεί
μες τα άδεια δωμάτια
του αιώνα-
βρίζοντας τόσο μυαλό μπαγιάτικο
μες τα κρανία των ανθρώπων.
Γύρευα την δικαιοσύνη-πόλεμος-
γύρευα την αγάπη- η κακία!

Ο εαυτός μου ένας θεέ μου!
πώς να τα βγάλει πέρα με ένα μηδέν
που τείνει στ’ άπειρο;
Δέχεται τόσους αριθμούς να ζευγαρώσει που, στο τέλος,
βγαίνει μπαστάρδικο αποτέλεσμα από μνήμες που απώλεσαν
την πιο δική μου ευτυχία.

Όταν οι ώρες μου θελήσανε αρίθμηση….

Αυλίδα 10/8/82

18 Αυγούστου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ

Όποιος φωνάζει έχει δίκιο ή μήπως
όποιος κρατά στα χέρια το αιθέριο σώμα του έρωτα;
Αιθεροβατεί.
Αυτός.
Βιάζεται. Βιάζει τον καιρό-
όχι της πραγματικότητας. Η φωνή του-όλη γαλάζια-
ρέει μέσα στο βλέφαρο της μέρας.
Παίζει τα πεντόβολα των εκπλήξεων.
Οι άλλοι γύρω του φωνάζουν, βρίζουν. -Το δίκιο;
Αυτός μονομερής: επιμένει στην θέση των αισθήσεων:
αισθήματα απαλά κινούν τα χέρια του
μελωδικά
σα να παίζει άρπα.
Θαρρείς συνεννοείται με το άνθος του λόγου
κι αυτός έτσι μιλάει:
μοσχοβολώντας.

Η διάλεκτος των ονείρων του-όνειρα κάνει-
είναι η όμοια μιας κατοικημένης πόλης απ’ αγγέλους
που λεν πως είναι η ψυχή.

Στα μεσάνυχτα,
μια φορά,
βγήκε να πει παράπονα στ’ αστέρια:
κάποιο έπεσε.
Βρήκε ευκαιρία για ευχή.
Νάτος.

Αυλίδα 10/8/82

(Θα σκάβω όλον τον Αύγουστο-)

Θα σκάβω όλον τον Αύγουστο-

σκοτεινά λαγούμια προ-φόβου για να προϋπαντήσω μέσα από κει
χαιρέκακο χειμώνα..

Δεν φοβάμαι πια
λακκούβες που άνοιξα, που
μου άνοιξαν- με φως
έχω οπλίσει το λίγο μου
για να μπορεί να αντέξει το οξύτατο πολύ..

Και μ’ έναν δύο φίλους
θα πάω έτσι: πλουσιότατα φτωχός
στο αύριο..

Θέλει δεν θέλει
θα μου παραδοθεί σαν πόλη η ευτυχία…

(ταξιδεύοντας για Γιάννενα..)

(ταξιδεύοντας για Γιάννενα..)

Κυριαρχεί η ύπαρξη ενός κουρασμένου στοιχείου του ‘’εγώ’’ μου
Που κάνει την συνείδηση άτολμη· και μετά
Οι λέξεις που βυθίζονται σαν πλοία
Σ’ αυτό το βασανάκι μιας λευκής
Θάλασσας που την λένε ωκεάνια σελίδα.

Σ’ όλον τον δρόμο γυάλιζαν στα δεξιά μου τα πετρώματα:
Τα μεταλλώδη πετρώματα κοντά σ’ εκείνες τις μακρές γαλαρίες
Ανοιγμένες μέσα στα σπλάχνα των βουνών:
Σαν αρτηρίες
Που αιματώνουν τον όγκο τους με απρόσμενο αέρα..

Και το μέρος ανήλιο
Πολλές φορές-
θέλει να σε σκλαβώσει.

Με θόρυβο απόφασης των τεσσάρων τροχών πάει το αυτοκίνητο.
Ψηλά- σχεδόν χαμένο μέσα στα βουνά-
Πάνω από την κάτω πεδιάδα
Που επιμένει να σου φανερώνεται.

Κι όταν που εμφανίζεται ο ήλιος
Σου περιγράφει όλες τις απέναντι
Κορυφές των άλλων βουνών που τις
Ξεπλένει το απολυμαντικό γαλάζιο.

Πόσου πολύτιμου χρόνου σκέφτομαι κατασπατάληση
Που αν είχα ένα ρήμα μες τα χέρια μου
Ζωντανό: ‘’χαίρομαι’’ ή ‘’κλαίω’’
Θα είχα κάνει ένα ποίημα που να σπαρταρά
Όπως εκείνα τα ψάρια που ασημίζουνε
Ριγμένα έξω από το δίχτυ, πάνω
Στο κατάστρωμα ενός γέρικου ξύλινου πλοίου.


Ανηφορίζοντας για Ιωάννινα…

Ο ήλιος μελωδεί στην καρδιά μου και δυο καρφωμένες
Λέξεις από ώρα που πολύ με παιδεύουνε
Θέλουν να ορίσουν το περίγραμμα ενός λόγου που αυθόρμητα βγαίνει
Όπως το ζώο έξω απ’ την φωλιά του,

Κοιτώντας μακριά
Και κατά τον πανταχού μεγάλο θεό του..

29.7.2009

30

30.

Κατάγομαι από ‘ναν κόσμο μικρών γεγονότων και μεγάλων εκπλήξεων-
καμιά φορά,
νομίζω είναι όλα σκηνοθετημένα
τόσο που παίρνουν την θέση τους
μες το μυαλό αφήνοντας να αυτοσχεδιάζει η φαντασία..
Οι μέρες που περνούν, οι αδιάφορες μέρες
που αφήνονται απλά να τις
καταπίνει ο χρόνος
είναι μια θλιβερή σειρά από το προηγούμενο που
εξουδετερώνει το επόμενο
όπως μοιράζει φύλλα πάντα η βιαστική ζωή..
Και μεις
ζητάμε ελεημοσύνη ευτυχίας
κουράζοντας κορμί, κουράζοντας
σκέψη που καταλήγει σ’ αδιέξοδο, γιατί
μαύρα μαλώνουν μέσα μας οι αισιοδοξίες.
Τόσο προσπάθησα να μάθω να γελώ, ο κόσμος μέσα μου δεν θέλει:
σπασμένα κομμάτια ανασυνθέτω τα τοπία μου σ’ ένα παράξενο
και που γκρεμίζεται από το μέλλον πάζλ..

Όλο λέξεις

Όλο λέξεις όλο λέξεις και στο τέλος
ένα τοπίο ψυχής που βράζει
σαν να το διατρέχουν αχνιστά νερά
από θερμές πηγές που από μεγάλο βάθος έρχονται
του ψυχικού φλοιού..

Και
των νοημάτων η ουσία
πλευρά που χάθηκε γιατί κανένας πια δεν θα ξαναδιαβάσει ανθρώπους:
πώς ζούνε, πώς πονούν, πώς αγαπάνε-
μιας
και η εποχή μας προτιμάει το άνθος
να ‘χει αγκάθι..

ΤΟΠΙΟ..

ΤΟΠΙΟ..

Πάνω από το εντυπωσιακό λιμανάκι που ο ήλιος σκουντουφλά το πρωί, πάνω
στα προπαροξύτονα βράχια
μια μουσική των πεύκων που καρφώθηκαν
οι βελόνες τους
πάνω στο πρόσωπο της γης..

Και μετά μεσημέρι..

Που φρενιάζοντας ένας λαός τζιτζικιών
εκδικούνταν την απελπισμένη σιωπή
της προηγούμενης νύχτας-

Ιούλιος!

Περίτεχνα δεμένα τ’ ακρογιάλια μ’ ένα
κυματάκι σιγανό
που δοξάζοντας τα ύδατα αφρίζει..

Και οι κοπέλες που πέρασαν με τα
γέλια και τις ευθυμίες του ωραία σταλμένου Σαββάτου
εφτά φορές ψηλά μες τον αέρα τ’ ουρανού
οι ήχοι από την φλογέρα του θεού
να! έλαμψαν!

Και έγινε γυμνό παιδί που παίζει
με την θάλασσα το απόγεμα..

Και το κοιτούν φιλόστοργα τα δύο
μητρικά σου μάτια!

162

162.


Τοξωτά παράθυρα, γρίλιες
που αφήνουν το φως να κομπάζει.

Και ο ήλιος
οκτώ η ώρα το απόγεμα..

Ο Ιούνιος
εγκαινιάζει την άλλη χαρά να έχει
ευαγγέλια μιας νέας θρησκείας
απρόσμενα οικουμενικής.

Στην Ρόδο που ευανάγνωστα είναι τα πελώρια δέντρα
και η ζέστη και ο απαλός
άνεμος που χαϊδεύει
τις παρά την όχθη ιτιές.

Μπαίνω στο νόημα: η γλώσσα απομαγνητίζεται·
η κάθε λέξη σηκώνει
ένα φορτίο μουσικές
που δεν ποτέ μεταφράζονται- είναι θεμέλιο
γι αυτήν την του απογέματος σονάτα
των ψυχικών αντανακλάσεων
και των ιριδισμών του θεϊκού..

Μια ακόμα ανάσα..

Και είμαι πάλι ο πρωτόπλαστος που εκμεταλλεύτηκε
κάθε οξυγονούχα διδαχή..

Απορροφούν τα μάτια μου τα χρώματα..

Σχήματα που το ηλιοβασίλεμα επινοεί..

Καθώς ανοίγουν οι ουρανοί και φαίνονται
άλλα παλάτια..

159

159.


Ένα ποτήρι νερό που ξεδιψάει μια δίψα
είναι μια ποίηση δροσερή
που την ευφραίνεσαι..

Ας αφήσουμε ένα παιδί να είναι παιδί κι ένα δέντρο
να είναι ένα δέντρο..

Γιατί φοβάμαι ότι μεγαλώνοντας τα πράγματα
παύουν να είναι αυθεντικά πράγματα
κι εμείς
παύουμε να είμαστε οι αληθινοί εμείς..

17 Αυγούστου 2009

168

168.


Τα δέντρα ανθίζουνε αξιοπρέπεια και ο κόσμος
είναι απλούστατα αθώος.

Μπορεί με το θάλλον το μέσα σου
να μην κερδίζεις τίποτα εμφανώς ορατό που να είναι, αλλά
μήπως και έτσι δεν είναι η ίδια η ποίηση;

Αποσαφηνίζει το έλασσον
μυστικό κύμα που αόρατο συλλαμβάνεται
να βάλει εναντίον του δέκτη κάθε νύχτας..

16 Αυγούστου 2009

ΣΤΗΝ ANNE SEXTON.

ΣΤΗΝ ANNE SEXTON.

Διαβάζω ξανά την θλίψη που είσαι, δοκιμάζω
να περπατήσω σωστά τους δρόμους που το μυαλό σου θα ήθελε..
Είσαι πιο πικρή κι από κουρασμένη φλογέρα
στα χέρια του μοναχικού βοσκού που η ψυχή σου είναι..
Σκοντάφτω στα ατέλειωτα άλφα σου-
όπως να θέλεις να μου πεις πως είσαι
ένα αλφάβητο που ποτέ δεν τελειώνει..

Για μια ακόμη καταφυγή μες το σωτήριο των λέξεων φαρμάκι
εσύ ξενυχτάς αναβοσβήνοντας τα γαλανά μάτια σου
που, παράθυρα της μοίρας, να φανούν οι θλίψεις που έχεις εντός σου, ανοίγονται..

Και κοιμάμαι…

Με σένα στο πλάι μου..

Πάνω στο παλιό κομοδίνο, σαν να μου λες πως αρχίζουν πορείες
κατάθλιψης μέσα
στην κάθε που έρχεται νύχτα..

172

172.

Εκείνο το παράξενο συστατικό που διαφεύγει
από την λήξη των ονείρων
και πλανιέται στον αέρα ολόγυρα-

Την ώρα που το πρώτο λεωφορείο κουβαλά
αλλοδαπούς εργάτες στα μεγάλα ναυπηγεία-
και στις παλιές αυλές μέσα σε μια ντενεκεδένια γλάστρα ο βασιλικός
σκουντά με το άρωμά του
το διψασμένο σου ρουθούνι-

Τα πεύκα γέρνουν προς τον άκαρπο νότο-

Η αυγή έρχεται-

Το ποίημα υποδόρια μελανώνεται και πλησιάζει.

Ένα σπουργίτι αφήνει την φωλιά του και χάνεται
μες τον προστακτικό ουρανό-

Ένας αγουροξυπνημένος νοικοκύρης που ακούει
το φιλότιμο της ζέστας να στεγνώνει
στο σκοινί τα απλωμένα του πουκάμισα-

Μετά η μέρα προχωρά
και η πόλη ξυπνάει αφήνοντας
απ’ τα σπλάχνα της έναν
θόρυβο μηχανών που ρονρονίζει
παθιάρικα
νικώντας κάθε ελπίδα ησυχίας.

Και στα μισάνοιχτα παράθυρα
των σπιτιών, των γραφείων, των συνοικιακών
καταστημάτων, εισβάλει
ένας μπερμπάντης άνεμος, σιγανός, μειλίχιος, πράος
που τιθασεύει την σκέψη όλων ίσαμε εκεί που γίνεται
να αφαιρείται απ’ τον χρόνο ο θρησκευτικός του υπαινιγμός…

169

169.


Τι όμορφα που μυρίζει αυτό το επίρρημα της θάλασσας!
Εκεί..
Σαν από αρχαίο θεό σταλμένο-
ποιητικής δοκιμασίας ολονύχτιας το κατόρθωμα..

Να μπορούσα όπως είσαι μακριά μου να σε κάνω να το αφουγκραστείς
όπως μαγνητίζει την σκέψη μου κι αφήνεται
να πέσει μες των λέξεων την σελίδα.

Κάποτε είμαι ένας θηρευτής που έχασε
τα σημάδια του
και χάθηκε σ’ ένα μεγάλο δάσος.

Κάποτε
είμαι ένας που όλοι,
μέσα του, είναι αυτός.

Πολύφωνος και όμως σιωπηλός-
όπως θαυμάζει αυτό το όνειρο αιωνιότητας..

15 Αυγούστου 2009

ΤΟ ΣΠΙΤΙ…

ΤΟ ΣΠΙΤΙ…

Να σου λέει ο ήλιος με την υπερούσια τόλμη του, να σου λέει το φως..
Και, κάτω από τον ίσκιο της μεγάλης καρυδιάς, ένας λωτός που επιμένει
να μυρίζει Όμηρο,
εκεί,
στα άνω-Πορόια..
Θερισμένα τα χόρτα και τα κακόβουλα
ζιζάνια
που κλείσαν τότε την αυλή
του σπιτιού
που το έψελνε με ένα ήσυχο κελαρυστό
μούρμουρο ο απέναντι νερόμυλος..
Οι φίλοι ασήμι στην καρδιά!
Και ο καφές που άχνιζε
μετά
που ήρθε σαν από τον στίχο το απόγεμα
να μας καλοκαρδίσει!
Αυτές οι ζωτικές περιουσίες μου
μίας φιλίας που λάμπει
και την κρατώ ευλαβικά σαν να μου γίνεται
θρησκεία
μέσα σε τούτη την αλλόκοτη και που πικραίνει εποχή..

ΜΑΚΡΥΝΙΤΣΑ..
ΣΕΡΡΕΣ..

173

173.

Πίσω απ’ τις οθόνες των υπολογιστών κρύβονται
οι μοναχικά μαχόμενοι άνθρωποι..

Τα μυστικά τους
αποκρύπτονται
από κυκλώματα ηλεκτρονικά
που νικούν στο άθροισμα την κάθε μέρα που έρχεται.

Τα πλήκτρα τους
επιμένουν
λυρικά- κανένας δεν έρχεται
από τις χώρες του πουθενά
μέσα τους.

Ένα φεγγάρι κάθεται
αργυρό πάνω στις έπειτα σελίδες
που θα γραφούν κομίζοντας άφθονη θλίψη
κοντά στο απόγεμα.

Ψηφία που απομυζούνε θεωρία σχετικότητας
βαραίνουν πάνω σ’ ένα λεξιλόγιο επίκαιρα διαμορφωμένο
να ομιλώντας το ξενίζει.

Και η επικοινωνία χάνεται σιγά σιγά, επίτηδες
όπως την όρισαν οι μεγιστάνες
του συσσωρευμένου πλούτου των ηλεκτρονικών θρησκειών..

8 Αυγούστου 2009

ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ..

ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ..

Η εποχή που ταξιδεύει μ’ ένα κλικ παντού-
Χύνει το αίμα των παιδιών στα πεζοδρόμια-
Αφήνει έκθετο τον ποιητή της
Να σπρώχνει το λιθάρι του προς έναν δύσκολο ουρανό.

Κοίτα που όταν κατορθώσεις γίνεται
Να μιλάς πιο απλά κι από ήχο
Υδάτων που μέσα στην γη πάνε βαθιά
Όπως τα λόγια τα σωστά στον νου του ανθρώπου.

Ηλεκτρονικά συναπαντήματα, ιδέες
Συμπόνιας, χίμαιρες-
Αναστατώνουν για να εκφραστούν τα πληκτρολόγια,
Αλλά το μέσα μας θηρίο παραμένει
Και φαίνεται ότι νικά..

Τώρα βρες το σωστό μέτρο, την στιγμή
Που η ανάσα γίνεται γρήγορη, τον ρυθμό
Που θα χτυπήσει μες τις φλέβες το αίμα
Κι όχι να λείπεις απ’ τα γεγονότα μέσα στον καιρό. Τιμητή

Και οπαδέ κάθε επανάστασης,
Των πουλιών φίλε,
Νοσταλγέ της γόνιμης μοναξιάς-

Άθροισε τις αξίες σου- μια νότα μένει
Από συνείδηση που πολεμά να μείνει ηθική..
7.1.2009

130

130.

Όπως πέφτει το βράδυ, κατοχυρώνουν σκοτάδι τα ακούραστα τρωκτικά
Τρυπούν το κορμί της γης σαν ένας επιδέξιος μάστορας
Που κάνει να υφαίνεται η σκέψη με το χώμα.

Κι εκείνο
το χοϊκό αδέσποτο σκυλάκι του ανέμου, ολοένα
Γαυγίζοντας, που πάει
Προς την πιο σκοτεινή μεριά
Του δεκαπεντασύλλαβου.

Εγώ..
Που απορώ με την ζωή μου, εγώ…

Κι εσύ-
Που είσαι βυθισμένη μες την περιπέτεια
Μιας Κυριακής που απίστησε και θέλησε να μείνει μες τον περασμένο αιώνα..

Αλλά ποιός γερνά; Και πώς;
Ποιός χάνεται
Μες τις περιπλανήσεις του μυαλού και γίνεται ο καταδότης
Του ίδιου του εαυτού;

Ποιός είναι; Πού τον πάνε οι δρόμοι του;
Και αν ο άνθρωπος είναι ο τρόπος
Πού θα τον καταλήξουνε οι λυρικές οδύνες του;

121

121.
Φυλακίζω εμένα τελικά μέσα σ’ όλο ετούτο το κυνηγητό των λέξεων- ποιός να με σώσει;

(Αναφέρομαι στους επεκτατικούς
Ολέθριους, πολεμοχαρείς
Φθόγγους που ανταποδίδουν
Αγωνία στην αγωνία μου..)

Συνδέω το μαθηματικό εφτά με το ημερολογιακό
Ανάλογό του:
Κι από Δευτέρα αρχίζω
Να κατανοώ αλλιώς τον ηγεμονικό ήλιο
Που αντιπαλεύεται την ποικιλότητα των λουλουδιών.

Κι ένα οχτώ που κατόρθωσε
Να είναι νότα
Αληθινή
Μετά που του σταθήκανε με αγκάθια τα τριαντάφυλλα-
Στα αγκάθια τους
Να ζυγιστεί μην πέσει
Ολόβαρο μέσα στην Πέμπτη μελωδία του..

Εξάλλου από Σάββατο γίνονται αθάνατοι οι ερωτευμένοι
Που μπόρεσαν σ’ ένα κορμί που επιθυμεί το άλλο να χωρέσουν
Το γίγνεσθαι της ποίησης!

125

125.

Τώρα που η τελεία είναι ο μόνος πρόλογος στις περιπτώσεις της ζωής
Που τα γεγονότα τρέχουν
Τρελά, σαν να προλάβουν
Την κουρασμένη μας διακυβέρνηση
Από τους σαλτιμπάγκους του φαιδρού- τώρα
Που πραγματοποιεί ακραίες περιπτώσεις του ασυμβίβαστου το όνειρο- τώρα
Αφιερώνεται το κάθε ποίημα μου σ’ έναν σκεπτόμενο
Μοναχικό, φιλότιμο, καλοπροαίρετο ανθρωπάκο
Που τα ηνία στα χέρια του θα πήγαιναν αλλού το άλογο-ζωή..

127

127.

Ένα φως ρέει απ’ το ταβάνι στο πάτωμα, ένα φως αποκαλυπτικό
Και χώνεται μες το πουκάμισο του άντρα που έχασε το πρόσωπό του
Κοιτάζοντας επίμονα τον ήλιο.

Η μουσική που το ακολουθεί είναι ο ύμνος
Σ’ εκείνη την αρχαία θεά που πάνω της κρατιόταν μία αινιγματική
Και άσπρη κουκουβάγια.

Η μέρα υποχωρεί και το χνάρι της μένει
πάνω στα φύλλα των δέντρων που εγκλωβίζουν
τον ποιητικό αυτόχειρα άνεμο.

Έτσι όταν πηγαίνει να βραδιάσει τίποτα δεν ξέρουμε
Από εκείνη την παλιά μελωδία που συντροφεύει το νέο φεγγάρι
Του Αυγούστου που κρεμιέται ανάποδα μες τον ουράνιο θόλο
Όπου οι σάλπιγγες μιας μακρινής Ιεριχούς ρίχνουν ξανά τα τείχη..

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ

Την αφράτη σάρκα του μηνός επιθυμώ: τον Ιούνη!
Κορμάκι γεμισμένο άγιο!

Τι παράξενο λουλούδι άναψε μιαν άλλη μέρα που οι άνθρωποι καλοσύνεψαν!

Χωριά πόθων στήθηκαν κει, μοναστραπίς:
μαστόροι του βιολιού στήσαν υπαίθρια γλέντια.
Ένας γινωμένος ουρανός
στάθηκε η ωριμάδα του κεφιού τους.

Υπέροχα!

Όποιος έλπισε τραγούδι το βρήκε.
Πόνεσε, πιο πολύ, μοναχά ο που αποθαρρύνθηκε.
Ανόητος….

Οι πιο πολλοί κατάλαβαν ότι η σφαίρα της έκπληξης
κερδίζει το θάρρος της τον στόχο
και η ακούσια έλξη της απελπίζει την μοναξιά.




Αυλίδα 4/6/82

ΑΤΟΜΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

ΑΤΟΜΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Έζησα μες το αγύριστο κεφάλι της ιστορίας
οι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν
γελοία στα κύματα
της εσωτερικής μου περιπέτειας,….δράμα!

Από οίηση φούσκωσα το στήθος-
πληγωμένος.

Στα χρόνια μου γύμνασα όραση και ακοή
που μακριά μέσα στο μέλλον
κάποτε συνέλαβα το ερχόμενο να βιάζεται να ολολύξει.

Παραλία φωσφορική.
Η Εύβοια.

Στα συνηθειά μου αέρας ξέφυγα
Από το τρύπιο μυστικό του άντρα ή της γυναίκας
που τους είδα να σουρουπώνεται η ψυχή τους.

Δραπέτευσα για λίγο αέρα λεύτερο απ΄ τα στρατόπεδα.

Ο Χριστός ήτανε στο πετσί μου·
μου τυράνναγε τόση φιλολογία και
ζωή ψυχοπονιάρικη. Πόνεσα.
Στο θάρρος μου απλουστεύτηκαν όλα.
Το κλειδί βρέθηκε
Η πόρτα ήταν γνωστή.
Άνοιξα και μπήκα στο θάνατο!


Αυλίδα 13/8/82

ΑΝΘΡΩΠΟΣ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Τι μύθος αλήθεια τι μύθος όλος ο άνθρωπος;
Η κυνηγετική μανία μου με θρόνιασε πάνω σε έναν χρόνο και
γύρω μου φοβισμένα, βαλσαμωμένα
μάτια θηραμάτων που η ψυχολογία έχοντάς τα χαμένα
τους κράτησε μόνο την έκφραση για μελέτη….
ή απόγνωση….

Ο Αύγουστος ενός χρόνου βιαζότανε στην καρδιά μου.
Το αίμα κυκλόφερνε με βοή στις φλέβες μέσα.
Μια δύσκολη εποχή για αδύνατους οργανισμούς.
Είχα φοβηθεί, το παραδέχομαι, την ψεύτρα
ηθική των πρωτευουσιάνων που καμώνονται πως
κάτω από το παντελόνι του άντρα
δεν υπάρχει τίποτα όταν μιλάνε στην μικρή τους κόρη.
Που περπατάνε μ’ ένα δεκανίκι στο μυαλό ποντάροντας
όλο τους το έχει σε μία θρησκεία ξοφλημένη ή
το πολύ-πολύ,
σε δύο ιδέες αναχρονισμού κλεισμένες
σε κονσέρβα, δηλητηριασμένες.

Εγώ σοκακόσκυλο και πάντοτε κυνηγημένος.
Ω, διάολε, τι θέλω το ταπεινό σου βασίλειο
αφού πέρασαν χρόνια κι’ ακόμη
δεν έχεις κατορθώσει να γίνεις κακότερος;
Δεν είμαι λοιπόν κουτός. Απλά αντιρρησίας… Ίσως
χειρότερο μυαλό, χειρότερο χέρι από τον καθένα.
Απλά η έμπνευση με έχει καψαλιάσει απ’ την μια μεριά
του έρωτα
απ’ την άλλη
έμεινα απλά ηλιοκαής
απ’ την ζέση του καλοκαιριού και τον κύριο ήλιο.

Μέσα στις πόλεις με κυνήγησαν οι πόλεις.
Φοβήθηκα τους αριθμούς.
Οι πληθυσμοί που αύξαιναν κράτησαν σε εγρήγορση
τα νεανικά μου όνειρα
για μια πιο δίκαιη ζωή
όταν θα αποχτήσουμε
συνείδηση ανθρώπου που η λευτεριά στον ύπνο του
του παραγγέλνει φασαρίες.


Αυλίδα 13/8/82

ΣΚΑΓΙΑ ΗΘΟΠΟΙΙΑΣ

ΣΚΑΓΙΑ ΗΘΟΠΟΙΙΑΣ

Επειδή ο άνθρωπος είναι αυτός
όλο μικρές μανίες καταδίωξης

εσύ που είσαι αυτή που δεν θα ήθελες να είσαι
ιστορία με το πρόσωπο μες τον ντορβά
εαυτίζοντας
προσφέροντας μικρά φωνήεντα όρασης
παρελθοντικής
παρούσας
μέλλουσας
ιστορία ξεγραμμένη από την αρχή για μια άλλη
μοίρα του κόσμου- ο έρωτας
σ’ αρνιέται δυνατά. Δες:
το μπουμπούκι του σκάει σε αλλιώτικους κήπους.
Επειδή ο άνθρωπος είναι αυτός-

φρικαλέος, ποταπός, δύστηνος ο καημένος
ντύνεται στα φανταχτερά σαν υπέροχο φρούτο
το μεγάλο κουκούτσι του σπάζει το δόντι

όμως

λυσσασμένα η ζωή πάει το κεφάλι της
να το σπάσει πάνω στον γενναίο τοίχο
της απογοητευμένης πολιτείας.

Οι εργάτες πονάνε έναν πόνο του κορμιού
απ’ την κούραση.
Ψυχολογίες του φθαρμένου
πρωτευουσιάνου.
Σκάγια ηθοποιίας μπροστά
σ’ έναν καθρέφτη πολυτελείας.
Ενδύματα φανταχτερά,
παπούτσια να περπατήσουν σε κρύσταλλο.
Φαντασμαγορία του αίσχους!

Έχω βαριεστήσει μες σε μιαν ηθική από τρικούβερτες
ψευτοκουβέντες, διασκεδάσεις της ψυχής.
Η αγάπη με πήγε παρανάλωμα του αισθήματος.
Είμαι μικρός.

Η ηλικία όλων των στοχασμών μου
σμιχτή είναι μια σταλιά στικτή δροσιά
στο στόμα της κοπέλας που με θέλει.

Α! επιτέλους η ζωή
να ομορφύνει γενναία!
Να πει λόγο μιας ευτυχίας του κορμιού
ο αιώνας.
Επειδή ο άνθρωπος είναι αυτός-
Να του δοθεί συγχώρεση που δίνεται
στους λυπημένους.



Αυλίδα 3/9/82

ΨΥΧΟΜΕΤΡΗΣ

ΨΥΧΟΜΕΤΡΗΣ

Καταλαβαίνεται μιαν οδύνη που ‘ναι από ποιήματα;

Έχω πέσει μες την θάλασσα του πάθους
μ’ ένα ξεφούσκωτο σωσίβιο ελπίδας.

Ποιός έχει οφέλη από τον αποκεφαλισμό μιας καρφίτσας;

Απωθημένα και βουερές ψυχώσεις έρχονται
να μας δαγκώσουν τον λαιμό. Βρικόλακες!

Η ανοησία είναι η κοφτερή απόληξη της μοναξιάς.
Η υπεράσπιση του θάρρους μάταιος κόπος.
Βούλιαξε απαλά η λέξη ‘’άνθρωπος’’
μέσα στο βίαιο όνειρο-
γίνηκε
μια άλλη Ατλαντίδα.

Έχει συλλογιστεί κανείς στην λύπη του
έναν ηθοποιό της κωμωδίας;

Αυλίδα 2/9/82

7 Αυγούστου 2009

ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ

ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ

Ξαφνικά υπάρχει αυτό:

ίσως μπορέσω να υπάρξω έτσι:
μόνος
με το φέρσιμο κάποιου πικραμένου που εχθρεύεται την ζωή.
Όμως
θα ήθελα
μια συντροφιά της ‘’καλημέρας’’ όταν θα ξυπνώ
και μια κουβέντα ‘’καληνύχτας’’ όταν θα κοιμάμαι!
Επειδή να,….
κουράστηκα να λέω τ’ όνομα
που φέρνει στην φθορά. Ένα κορίτσι
που μαγνήτισε την ζωή μου στον πόλο της
μ’ ένα αιχμηρό ‘’εγώ’’ κάποτε η νύχτα
με φεγγάρι επίμονο και αγκαλιά
πηγαίναμε τον ύπνο.
Τα είπε η απώλεια….

Ότι αγάπησα ανυπόστατο προδίνει την αίγλη
που του ‘δωσα εξιδανικεύοντας τον λόγο της χάρης.

Ταπεινωμένη, πικρή ζωή,
όνειρο χιλιομπαλωμένο μου-

η χαρά βουίζει μες τα χέρια σαν έντομο
αν του χαϊδέψεις τα φτερά θα λιώσει
μυρίζοντας το άπιαστο….

Την ώρα που το όνομά σου το οριστικό
πέφτει μες τις αόριστες βδομάδες
κ’ οι μέρες όλες χαλάλι πάνε κ’ έρχονται
με μια χειρονομία-
‘’Φύγε. Τι κάθεσαι;’’


Αυλίδα 5/9/82

ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΟΥΛΙ.

ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΟΥΛΙ.

Το νεκρό πουλί της αυγής που το βρίσκει κατάστηθα ο ήλιος.

Η ψυχή του ανεβαίνει αργά προς τον ουρανό-

Σχεδόν την βλέπω: ιριδίζει
σαν φυσαλίδα του νερού που εξαϋλώθηκε.

Παίρνω στα χέρια μου το νεκρό του το σώμα.
Λυπάμαι
για την ζωή που έφυγε.

Τουλάχιστον να είχε επιτελέσει τον σπουδαίο άθλο ενός τραγουδιού!

Ένα απαλό πουπουλένιο κορμί που θέλει πια να ενωθεί με το χώμα.

Κάποτε φλυαρούσε με ράμφος του ύμνου και από κλαδί σε κλαδί
όργωνε τις ξανθές οπώρες των ωραίων ημερών!


15.5.2008

ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ ΑΛΛΩΝ ΕΠΟΧΩΝ.

ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ ΑΛΛΩΝ ΕΠΟΧΩΝ.

Σ’ αυτήν την πρωινή γυμναστική το σώμα ξέρει την επιμονή να το παιδεύουμε
Γι αυτό υποτάσσεται στα παραγγέλματα μα εκείνο άλλα θέλει.
Στο βάθος κρύβει αδιαφορία για όλα αυτά.
Ξέρει την φθορά που αρχίζει
ενώ σφυρίζουν γύρω του πουλιά που βρήκαν επιτέλους το δικό τους νόημα.

Εισχωρεί μέσα μας δυνητικός ο αιώνας.
Έτσι όπως καταγράφεται και στις εφημερίδες.
Εσύ νοσταλγός άλλων εποχών
αμφισβητείς και που υπάρχεις
σήμερα
ακόμα
εδώ.

Όσο σκέπτομαι ότι μόνο είπα, τίποτα δεν έκανα, θέλω να βάλω τις φωνές.

Αξιώνω να μου φανερωθεί ο θεός.
Είμαι ένας άνθρωπος με πολλές απαιτήσεις.

Τινάζω την σκόνη μου· με αχρήστεψε ο καιρός·
με έκανε υποχείριό του· δεν μου έμεινε φωνή
ούτε για να μιλήσω όπως μες τα μεσημέρια εκείνα
ένας κοκκινολαίμης αποσαφηνίζει σ’ όλους μας σημαντικός
που είναι ο ύμνος!

Όσο περνούν τα χρόνια και γερνάω γράφομαι πιο δύσκολα…

Τρομάζω που με περιμένει ο θάνατος.. Μα είμαι
ερωτευμένος πάντα. Αγαπώ
τις γυναίκες, το βλέμμα τους,
το κορμί τους με την λάγνα υπόσχεση
που μυρίζει αίθριο έρωτα και νότα,
μ’ ένα βαθύ αβυσσαλέο περιεχόμενο.

Όσο σκληραίνουν οι ουρανοί των πόλεων τόσο
το μελάνι μου γίνεται αίμα.

Γράφω μ’ αυτό…
Λυρικές παράτονες λέξεις που δεν καταλαβαίνει πια κανένας!

27.5.2008

6 Αυγούστου 2009

11

11.

Οι φωνές εντός μου είναι πια κατεστημένο που μπορεί
να δημιουργήσει μία χώρα ονείρων..

Κι όμως:
και ξύπνιος ονειρεύομαι..

Τόσο λιτοδίαιτος σε ανάσα που απορεί
ο θεός ‘’τι έπλασα;’’

Έχω αφεθεί να παρασύρομαι από τα μελτεμάκια κάθε πόθου..

Βλέπω γυναίκες ωραιότητας που εξάπτουν
τις φαντασίες ως και των αποθαμένων.

Γυρνώ στο φως-

μισός υπαρκτός και μισός
του ανέμου άθυρμα-
και σκοτεινό ρήμα της μοίρας..

Το κράτος της λατρείας μου
είναι κάτι πουλιά
που αμφισβητούν τα πάντα..

Πετάνε ελεύθερα μέσα στους πιο ασύνορους
ουρανούς-
διδάσκοντάς με ποίημα!

37

37.

Απ’ όσα λέω μόνο ένα άρωμα επιζεί
της γλώσσας, μιας κι η ευτυχία
ευπαθής μη μου άπτου κόρη
την παίρνει ο βοριάς και πάει
μακριά
μέσα στα πέρα σύννεφα!

Τίποτα δεν γνωρίζουμε.
Ο βίος τέτοιος είναι.
Πλάθεις υπέροχα με ύλη
αόρατη, φανταστική.
Κι απ’ τα βουνά απέναντι
αναχαράζει ο ήλιος!

Όλης της νύχτας οι εξάρσεις σαν μια επική σιωπή
τώρα που ξημερώνει
αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά-

Αν φωνάξεις
σε όλα χάνεται η φωνή
και πάλι μόνος είσαι..

31.

31.

Έτσι αποχαιρετάει ο άνθρωπος τον κόσμο κι έτσι
αξιώνεται να μιλά με τον θεό!

Τώρα μέσα στους κήπους της ανατολής
ρέει λουλούδι γάργαρο…

Ο τρόπος του απλού να επισημαίνει
την καθαρότητα που με καθόρισε.

Όλα πολύ συγκεκριμένα.

Με ύφος κατανυχτικό.

Απλώνονται σαν το μελάνι μ’ ένα υπέρογκο φορτίο
Ιδεών που μόνο μες την ποίηση χωράει..

Και άντε τώρα αγρύπνησε για να το πεις!

33.

33.

Αδειάζουν οι ουρανοί τα άστρα τους μέσα στην ανάσκελη νύχτα-

Ορατό γίνεται το αφανές.

Εγώ κατέχω το λίγο-
σπουργιτιού τιτίβισμα που ανοίγει
πόρτες του ουρανού.

Και ξέρω πια να μην μιλώ μα να ανακαλύπτω
μες την σιωπή μου λάφυρα-
κοιτώντας έσω…

Ορθώνεται μονοσήμαντη η ελπίδα. Ποιός την χρειάζεται;
Και ποιός την τολμά;

Με τις λέξεις πού φτάνεις; Λίγο το νόημα και μέγας ο κόπος.

Αρπάζεις το ασήμαντο. Από την συγκυρία
σου διαφεύγει το αληθινά σημαντικό:

θα σφάλλεις…

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ

Αυτές οι σάλπιγγες του δειλινού
που ακούγοντας τες
η ψυχή μου αναστατώνεται.
Ο Ιούλης που σε κράτησα στην αγκαλιά μου αήττητη.
Ο Ιούλης ενός φεγγαριού.

Το λιανό φως έστελνε
σε άλλες εποχές τα βράχια
κατ’ από την Ακρόπολη
που βούλιαζε και ταπεινά
χάνονταν μες το μαύρο.

Η έμπνευση έτρεξε στους δρόμους της πολιτείας
με τα φώτα αυτοκινήτων.
Τα παράθυρα έκλειναν στα σιγά
και μεγάλοι ίσκιοι από άντρα και γυναίκα που θέλγονται
του έρωτα βημάτισαν στην κάμαρη.

Ο σκοταδόγατος εγώ.

Η ζωή μου λέω ρημαγμένη.
Ταπεινός μέχρι τέρμα
κάτι έλπισα από βουερή ψυχή ν’ ανάψει αλλά
ο μάταιος στοχασμός δρασκέλισε τα σύνορα του απόκοτου
γίνηκε πάλι απόγνωση.


Η ώρα δώδεκα το μεσονύχτι ψάχτηκα
και βρέθηκα μόνος.
Κ’ εσύ που ήσουν;

Με γεμίζει ο πόνος του άδειου ορίζοντα!.

Αυλίδα 15/7/82

171.

171.

Αυτομολεί η ώρα απ’ την μέρα και (πώς να το πω;)
Το ωραίο τριαντάφυλλο αξίζει όσο χίλιες λέξεις-

Βαθαίνει με το άρωμά του μέσα στην εσπέρα.

Σπίθες βγάζει η καρδιά μου σαν
Σε άσμα λαϊκό.
Βλέπω καθαρότερα τώρα:

Βουνά μπαταρισμένα μέσα στο απόγεμα. Πάνω τους
Με μια ρομφαία ο άγγελος
Παλιός καραβοκύρης που τον κέρδισε η στεριά.

Ζωγραφίζω με τα χρώματα του Αυγούστου.

Οι ομοιοκαταληξίες της θάλασσας
Σκάζουν σιγά ,
Σαν φουντωμένες ορτανσίες!

Ψηλά καλά κρατεί ο αέρας!

Ασήμι κάστρο το φεγγάρι στα νερά!

5 Αυγούστου 2009

96

96.

Κοίτα τώρα:
Γαλάζιος ο αέρας και τα γαρίφαλα κόκκινα

Και χάλκινο το δειλινό που γράφει κάπου
Πέρα μακριά στην θάλασσα την μελωδία του.

Έχεις μιαν εξουσία μνήμης κι όνειρα-
Θα σε φτάσουν να πας ως την άλλη ζωή.

Στον καθρέφτη είσαι αλλά δεν είσαι εσύ-
Είναι ο άλλος.

Στα εγκόσμια κόσμια σπαταλήθηκες!

109

109.

Όταν θα καταλάβεις ότι μ’ έναν τρόπο σου λείπω
Πάρε τον δρόμο της επικοινωνίας που εγκαινιάζεται
Μες το απρόσμενο.
Ζήτησε να με βρεις μετά ‘πο την φωνή που στ’ αυτιά σου θα πλέκει
Ξανά και ξανά τις συζητήσεις που κάναμε..
Και μην διστάσεις ν’ ανεβείς πιο ψηλά από εκεί που οι έρωτες
Διεκδικούν μια χώρα
Όπου φλογίζονται οι καρδιές των ξανά ερωτευμένων..
Πάρε με
Σ’ αυτήν την χώρα της λήθης!
Κίρκη του εκατομβαιώνα μου!

108

108.

Όσο ψάχνω μέσα μου απαντήσεις
Μια πεισματική νύχτα με κι άλλα ερωτηματικά
Επίμονα πάλι έρχεται.

Κι από το μάκρος πέρα των αστερισμών
Λες κι απ’ το πνεύμα πρότερων αιώνων
Ένα γεωμετρικό σινιάλο όπως να σφίγγει η ζώνη τον Ωρίωνα ή να είναι
Η Άρκτος η μικρή που απειλείται από την μεγάλη..

Μάνα των συλλογισμών μου, νύχτα!

Πιο χρησμοδοτική από ποτέ, πιο τεθλασμένη
Διασχίζοντας και τέμνοντας το άπειρο.. Νύχτα
Που αγκιστρώνεσαι απ’ τις σελίδες μου
Σαν να είμαι εγώ ο μύστης
Του πολλά σημαίνοντος φεγγαριού..

Είναι διδασκαλείο της μοναξιάς οι ώρες σου..
Ρήματα
Φλόγας πάνε, έρχονται, δηλώνουν
Προς τα άστρα πορείες..

Κι εσύ
Μυρίζοντας λουλούδι αγιόκλημα, ιερή
Πρωτόγονη, βαφτισμένη
Στο ασήμι του μεστού φεγγαριού
Κομίζεις
Των λέξεων την θλίψη, φυλάς
Πιο καλά τα προικιά σου-
Λόγια αιτίας που να γίνεται
Η σιωπή χρυσάφι..

Κατάνυξη η μέσα σου, πριν
Ανοίξει η γλαύκα τα μάτια της να κατοπτεύσει
Ολόγυρα, γυρεύοντας
Θύμα τον ζαλισμένο τυφλοπόντικα.

Και οι νυχτερίδες μαύρες, βραχνές, αρχίζοντας
Έναν χορό του Βάκχου..

Θάλασσα
Ιερή
Που γιγαντώνεις φωνήεντα
Μακρά
Κι όμως πιο εύρωστα στο πλάτος..

Και άνεμε:
Λίγε,
Σημαντικέ-
Επιγραμματικό ζουζούνι που κρυφομιλάς στα δέντρα.

Και άνθος:
Ξανθό επίρρημα, σκληρό
Θυμωμένο, ουσιαστικό
Βαφτισμένο στο άρωμα, άξιο
Να γυρίσει στο μέσα του
Την ευδία των λόγων.

Από τα μυστικά σας εγώ
Συλλάβισα τα μυστικά μου.

Τόσο
Που τόσο κι άλλο τόσο νιώθω να μου επαίρονται
Μέσα στα λεξιλόγια οι μελωδικές
Των νοημάτων σας οι συμφωνίες..

105

105.

Και που δεν σου λέω, σου λέω…
Κάποτε με τον τρόπο της σιωπής, κάποτε μες την βασιλεύουσα
Ησυχία..
Επικοινωνώ μαζί σου δίχως
Τα φορέματα των λέξεων που γυμνές
Τρέχουνε να κρυφτούν μες την βαρύτονη γύρω μελαγχολία..
Ένα βασανάκι είναι οι ώρες· κρατιέμαι γερά
Από του φεγγαριού το καγκελάκι να κατέβω μέσα
Στα ορυχεία της νύχτας..
Και δεν βρίσκω παρά μόνο την ιστορία των λέξεων, το πικρό γράμμα
Που γράφει αιμάτινες περιπτώσεις του πόνου
Μες την καρδιά μου..

4 Αυγούστου 2009

B

Β

Να σε έχω μ’ έναν τρόπο που έχουν οι θύελλες
Να εξουσιάζουν.
Να μου φεύγεις σχεδόν όταν να σε αγγίξω
κατορθώνω. Να αλλιώς μου μιλάς.

Στα μάτια σου αδιάβαστο ακόμη το φως, αδιάβαστος
Ο πόθος, η κάψα
Που θα συντρίψει την περαστική μου ώρα
Που θα ανοίξει άλλον διάλογο με τα πουλιά, που θα κρεμάσει
Σκουλαρίκι το τραγούδι των πουλιών πάνω στα αυτιά των δέντρων.

Δεν σε ήξερα, δεν
Σε φανταζόμουνα-
έτσι όπως μου αποκαλύφτηκες: θεά
άλλων αιώνων. Και τώρα
στρέφω το βέλος ο ίδιος στην καρδιά μου -ξέροντας
ότι θα πληγωθώ, ότι θ’ αγγίξω
όλο το σώμα του πόνου, την ανάσα που κόβεται, θα νιώσω
τον παλμό της ερωτικής αποκάλυψης.

Σε κάνουνε μοίρα μου οι νύχτες.
Σε κάνουνε
Μοίρα μου οι μέρες.
Σε μοιράζομαι με εκείνο που δεν φτάνω
Ούτε με τον νου, ούτε με την φαντασία. Σε φιλώ
Όπως ο αέρας την γη φιλά που του είναι φιλόστοργη μάνα.

ΘΕΑ..

ΘΕΑ..

Μαινάδα που θα με διαμελίσεις,
γυναίκα αψιά,
με πύρινες προθέσεις-
του κορμιού σου τα εδάφη είναι Ληλάντιο πεδίο·
θα με κατατροπώσεις απ’ τα ύψη που μες την ματιά μου στέκεσαι-
λέαινα!

Το χέρι ακόμα γράφει,
ελεητικά μπαίνει μες των αιώνων την άοκνη ησυχία
όπου πιάνει φυλλώματος άνεμο..

Ωραία που πλέει το κορμί μες τ’ απαλά σεντόνια!
Ο ύπνος του είναι επιφυλακτικός
θάνατος!

Πώς τις αρχαίες μουσικές κατανοούμε! πώς και η ψυχή
έχει ανεξερεύνητη ευαισθησία!

Πόσης αδιάβαστης ζωής μερίδιο σφετεριζόμαστε πριν να περάσουμε
κάποια στιγμή από την άλλη όχθη;

Κακότροπη, ασυγκατάνευτη Ήρα!
Οι επιβουλές σου ματωμένα κορμιά..

Τώρα αξίζω την σιωπή που σύναξα μέσα στις άπληστες υδρίες
των ημερών..

Κατέχω την άτρωτη αιώνια μουσική
που με ξεκλείδωσε
να φτάσω στο αμήν της κάθε νότας που χαρούμενη χτυπά
μέσα σε δρόμο, σε φεγγάρι, σε άνεμο
μέσα στο οξύτερο φως-
ωδική εθελοθυσία!

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ.

Τώρα πια δεν ψάχνω άλλο μες την νύχτα·
οι νυχτερίδες ήπιανε όλο το αίμα των ονείρων μου.
Βαφτίζω με το φεγγαρίσιο
νερό το πιο μικρό πουλί
που ακόμα
μου παραστέκεται
να φτιάχνω περιδέραια με λέξεις και άστρα!

Αυτό είν’ ένα ευαγγέλιο που δεν θα το διαβάσει ο καθένας

Ευαγγέλιο της καρδιάς και έτσι που ξεχάσαμε να αγαπάμε
μόνο το κορμί βασιλεύει, μόνο ακούγεται
η ίδια μουσική της μιας ημέρας που μετά
θα αγνοήσουν όλοι οι αιώνες.

Τώρα να τα λυπηθείτε όλα: και τους χρόνους
που θα ξοδέψουμε να κοιταχτούμε
καχύποπτοι για μία αθωότητα που δεν αποδεικνύεται..
Και την μέρα
που θα φύγει με ήχο σκαιό, να πέσει
μες την βαριά νύχτα του δύσκολου Έσπερου!

Μου περίσσεψαν τα σύμβολα και μ’ αυτά πάλι έρχομαι και πάλι κάνω
θεούς ειδωλολατρικούς.

Όπως ποτέ μου να μην έβαλα μυαλό, να μην
απαρνήθηκα εκείνο που από θυσία
στον ήλιο μέσα είναι ανάγνωση ευσέβειας
επάνω στον αρχαίο βωμό.

Σιτίζομαι με λίθους, τρώω
του αυγού το τσόφλι-
Όπως ο παλιός μου καπετάνιος
που ασκητική με γέμισε.

Αυτό δεν είναι η πνοή του ήλιου, είναι η σιωπή
των θυμάτων
που ομονοούν να πάνε αγνότερα μες την θυσία-
Σαν εθελούσια να του παραδίδεις σάρκα
κάθε θεού!

Και η νοητή αλήθεια που περιέχει ψυχές, όλο ψυχές και ένα αεράκι
που βασανίζει την απόφαση…
Τινάζει τώρα της φθοράς ετούτο το πασπάλισμα της τύρφης
που σου δηλώνει την οξείδωση κοντά!

Δεν ξέρω αν δικαιούμαι τόση αποκάλυψη! Βλέπω
νοήματα κρυφά, ουσίες
της ψυχής που αποκρυπτογραφεί του βίου
της μουσικής την ξαφνική κορώνα.

Σε έκπληξη γυρίζουν όλα, σε γνώση
προσευχής. Χάνεσαι
μέσα στον λαβύρινθο της σιωπής σου-
Αέρινος κι υποταγμένος πρίγκιπας. Φυλάς
του Άδη τα παλιά λημέρια·
μαθαίνεις απ’ τον θάνατο.

Τι μου στοιχίζει σε ανάσα αυτό το να υπάρχω
με όνειρα ανεκπλήρωτα; Δίνω
καρδιά να επιβιώνω μέσα στις αγρύπνιες μου…
Περπατώ μέσα τους και ξέρω ότι είναι
ρυθμός της αγωνίας δύσκολος.

Εκεί όπου τελούνται οι μεγάλες σιωπές
είναι ο πραγματικός Οίκος της νύχτας
που σαλεύει με τα πολυάριθμα άστρα του, χωρίς
ήχο ευλαβικού προσκυνητή
που ψάχνεται συνέχεια
για τα μέσα του βάθη!

Όμως τα σπίτια είναι εδώ και συλλαβίζουν
περισσότερο τον άνεμο απ’ το φεγγάρι.
Πολλά σπίτια, πολλοί άνθρωποι, με καθρέφτες
που δεν μας γνωρίζουν που και πάλι μιλάμε
ακαταλαβίστικα μέσα στην μοναξιά!

13.5.2008

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου