...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Ιουλίου 2010

Μπορείς να με βρεις πίσω από το κάθε σιωπηρό δευτερόλεπτο.

30.

Αφομοιώθηκα από τα πράγματα· τα δέντρα περιέχουν
Το αίμα μου·
Αυτά είναι οι εκκλησίες μου, λέω.

Τα προσκυνώ όπως να είναι εικονίσματα, να
Περιέχουν θεό (ήξεραν οι αρχαίοι)-
Προσπαθώ να έχω μια σοφία ταπεινού
Ανθρώπου που γνωρίζει ότι σ’ όλα γύρω μας υπάρχει
Ένας θεός
Κι ελπίζει.

Μπορείς να με βρεις πίσω από το κάθε σιωπηρό
Δευτερόλεπτο. Μπορείς να με αγγίξεις
Όπως την θάλασσα που ένα πρωί
Λαχτάρησες να ρθεις κοντά της κι έπεσες
Στην αγκαλιά της να σου σβήσει όλη την θλίψη.

Τα νερά με την ευθεία
Συγχώρεσή τους είναι μια λυτρωτική
Προσευχή της δροσιάς.
Σου δείχνουν πόσο επίπεδα θα πρέπει να στοχάζεσαι
Για να σωπαίνεις το κατόπιν πιο σοφά-
Τώρα..

Χωρίς επάρσεις, κομπασμό, χωρίς
Θρησκείες, χωρίς
Βάρος ψυχής.

14.7.2008

Μια υποψία μορφής.

29.

Μέσα στην φωτιά, πίσω απ’ την φωτιά

Ετούτο το λεπτό περίγραμμα από το αγκάθι
Που καίγεται κι αφήνει λίγο-λίγο
(πίσω του)
Μια υποψία μορφής.

Και μετά ο άνεμος που τα σκορπίζει όλα.

Και η φωτιά που μαίνεται.

Όπως χάνεται η ζωή και μία υποψία μένει
Μέσα στις λέξεις,
Πίσω απ’ τις λέξεις·
Στο χάσμα

Που άνοιξε το χώμα και σε πήρε ανάμεσα.


14.7.2008

Και με λιγότερες λέξεις μπορούμε, και με λιγότερες…

28.

Και με λιγότερες λέξεις μπορούμε, και με λιγότερες…
Όπως κομματιάζουμε ουρανό να χωρέσει
Μες την ψυχή.

Και η νύχτα που πέφτει με μια μουσική ξανά
Είναι του ποιήματος η αιτία και το πεπρωμένο σου.
Να ξέρεις:

Σύννεφα πάνε τώρα σαν κυνηγημένα από τους ανέμους τα γινάτια σου.
Όχι άλλη θλίψη, την ελπίδα κράτησε
Ζωντανή όπως θα φεύγει η μέρα
Και να στοχάζεσαι πιο φωτεινά ότι ο κόσμος το μπορεί ν’ αλλάξει.

Λουλούδια του απογέματος και των σπιτιών οι αυλές σαν
Από άλλες εποχές γεμίζουν μες τις γλάστρες τους
Με τα γαρίφαλα και την γιαγιά μου πέρα
Μακριά μέσα στην μνήμη που χαϊδεύει έναν βασιλικό
Κι αναταράζεται ευωδιαστό
Όλο το γύρω του στερέωμα!

Και το νερό που έβραζε από την ζέστα πάνω στο τσιμέντο-

Ώρα ποτίσματος·
Ώρα που το απόγεμα
Συλλαβίζει πάλι

Νοσταλγία και μελαγχολική μουσική.

14.7.2008

Ασκώ μια καλογερική της ουτοπίας·

26.

Ασκώ μια καλογερική της ουτοπίας·
Είμαι
Των λέξεων ο μάταιος κυνηγός

Από θλίψη κουρασμένος κι από την ζωή!

30 Ιουλίου 2010

Όλοι χρωστάμε μια αναπνοή που θα λείψει

25.

Όλοι χρωστάμε μια αναπνοή που θα λείψει

Όταν οι καλές μέρες θα σβήσουν και θα ακουστεί η σιωπή
Να σχίζει τα υφάσματα που σαβανώνουν κάθε αισιοδοξία.

Με μονοκονδυλιά ξεγράφεται κι η μοίρα.

Ξέρεις πόσο ανθρώπινα
Κουπολάτες ιδρώνουμε στο τελευταίο ταξίδι;

Πώς να τακτοποιήσεις το μέσα σου χάος;

Σου εναντιώνονται ακόμα και οι εαυτοί που έχεις:
Δύο, καημένε μου!

Όταν θα ξέρεις ν’ αγαπάς οι άλλοι δεν θα θέλουν ν’ αγαπάνε..

Δύο γενιές μετά όμως ξεγράφεται κι ο θάνατος· δεν έχει σημασία
Που υπήρξα, που υπήρξες, που ήμασταν
Ερωτευμένοι κάποτε
Με σώμα ζωηρό που έπαιζε
Μ’ όλους τους αναμμένους πόθους!

Δύο γενιές μετά η λησμονιά
Να την, έρχεται, υπάρχει!

13.7.2008

Το πρωί διαβάζει στην μέρα το φως-

24.

Το πρωί διαβάζει στην μέρα το φως-
Σαν να θέλει υπερυψώσει
Μες τον ουρανό την ευωχία των θρασεμένων φυτών.

Και τον ανάλαφρο χορό της πεταλούδας που σαν έπεσε
Από τα χέρια αρχαίου θεού, σπουδάζει
Ανεμελιά και μια ζωή σαν άστρο!

Και που υπάρχεις συνιστά περιπέτεια…

Πώς έρχεσαι να πεις ή και να κάνεις
Αυτά για τα οποία ετάχθης;

Είναι πικρό να ζεις.

Κι ευτυχώς που ονειρεύεσαι και απαλύνει
Ωραία ο βίος!

13.7.2008

Το πρωί λέει τα πράγματα με το πραγματικό όνομά τους.

23.

Το πρωί λέει τα πράγματα με το πραγματικό όνομά τους.
Τίποτα μετονομασμένο.
Το πουλί-πουλί, το δέντρο-δέντρο·
Και ο άνθρωπος
Διψασμένος της γνώσης.

Ομοιοκατάληχτα λουλούδια
Σπίθες βγάζουν
Φωτός
Που ένα άρωμα πάντα τους περισσεύει.
Στο βάθος κήπος. Και μετά η θάλασσα.
Μα πάντα ο ήλιος.
Θεός που υπερασπίζεται αυτά τα νιάτα
Που σπαταληθήκαν ν’ απολαμβάνουν την ζωή.

Ωραία όλα!
Και η μέρα που άρχισε να χρυσίζει σαν κάποτε
Που οι θεοί ερωμένη την είχαν.
Και τα πουλιά που έφυγαν για τον βαθιά ορίζοντα.
Μες τα φυλλώματα αντήχησε σαν ποίηση ο μπάτης.
Στα ριζά του βουνού σκαρφαλώνουν αμπέλια.
Από παντού να τετερίζουνε τζιτζίκια·
Μονότονες οι συγχορδίες τους να σχίζουν
Το άτονο ετούτο μεσημέρι
Του καλοκαιριού.

Αναπνέω σαν η ζωή να μην μου οφείλει τίποτα
Κι εγώ αγριεμένος της το παίρνω-

Μ’ ένα δικαίωμα πολεμιστή που σέβεται μόνο το δίκαιο της λόγχης
Και της ψυχής τον φόβο του μετά.

13.7.2008

Να ξέρεις ότι όλη σου η περιουσία είναι Μουσική

22.

Να ξέρεις ότι όλη σου η περιουσία είναι
Μουσική
Που ανεβαίνει προς τον ουρανό
-ξανά ο Ιούλιος-
Από την παιδική σου ηλικία
Και μες τις λέξεις ξανά.

Σιγά-σιγά που εξαντλείται και η επιείκεια
Των ημερών επάνω σου.

Ο χρόνος σε κλονίζει όπως
Ο αέρας τούτη δω την καρυδιά
Που ψήλωσε και τώρα τυραννιέται μόνη
Εκεί
Και πάνω της πουλιά
Ελπίζουν σ’ ένα μέλλον πιο τραγουδιστό
Κι αντέχουν.

Τώρα πιο πολύ…
Ο αέρας ακούγεται μέσα στην μέρα
Κι είσαι
Ανυπεράσπιστος απ’ όλα.
Κυνηγάς
Χίμαιρες άλλων ουρανών,
Ελπίδες.

Κι εσύ που ήξερες να διορθώνεις μες το ύφος κάθε λέξης
Το νόημα που δυστροπούσε,
Τώρα
Πάνω στο ίδιο επιμύθιο
Σκέφτεσαι πια
Της θλίψης.

12.7.2008

Ορίζω τις δικές μου νοσταλγίες.

21.

Ορίζω τις δικές μου νοσταλγίες.

Μεσάνυχτα που ξεθαρρεύει ο Ιούλιος
Κι άσπρος, σαν ήχος πιο μαγευτικός, πάν’ απ’ την θάλασσα κινάει.

Των αιθέρων μυστικό ανομολόγητο
Προϋπήρχε
(Ξέρει ο θεός)
Κρύβεται μέσα στην ανάσα κάθε δέντρου
Ή λουλουδιού.

Απ’ την αγρύπνια μου που βγαίνει τώρα
Συμπέρασμα ποιητικό…

Με λέξεις
Που ποτέ δεν είπαμε.
Κόβουν, πονάνε.

Τέλος
Η μέρα η άλλη έρχεται κι αδειάζει
Μέσα στα όρθια πιθάρια

Τον ήχο αυτόν της ευφροσύνης και του σίγουρου
Σημαντικού του ονείρου μου αποτελέσματος!

11.7.2008

Τίποτα πιο χειροπιαστό απ’ το απλούστερο:

20.

Οι μέρες δίνουν μια διορία προσμονής
Καθώς κυλούν και φεύγουν-
Όπως ο χρόνος πιο αληθινός
Λούζει την απουσία μες το ψέμα.

Σκληραίνει κι η σιωπή γύρω μου και η ώρα.
Το βράδυ πέφτει οκνό
Μ’ ένα βαρύ σκοτάδι, αινιγματικό,
Κατακαλόκαιρο που βρίθει άστρα.

Φυλαγμένο σε λόγια ποιητών,
Μαντάτο
Ιούλιο τώρα που κυριάρχησε,
Μέσα στα χέρια μου που ξετυλίγεται σαν και η σκέψη.

Τίποτα πιο χειροπιαστό απ’ το απλούστερο:

Ξέρω πως θα πεθάνω πως θα είναι
Αθώα πάνω μου η χλόη, αθώος
Ο λίθος ο υπομονετικός
Της ερημιάς·
Και το πουλί
Που ανεμπόδιστα με ποιήματα μιλάει.


11.7.2008

29 Ιουλίου 2010

Αν όλες οι μοναξιές βρίσκανε λέξεις για να ειπωθούνε

19.

Τα πουλιά τίναξαν τα φτερά τους
Ξηλώθηκαν τα υφάσματα της μέρας
Οι ώρες σαν κλωστές κρεμάστηκαν με άδειο ήχο
Φτάνοντας μέσα στο σκληρό απόγευμα.

Αρνήθηκαν οι μνήμες να είναι μνήμες
Απ’ το χαρτί χαθήκανε οι λέξεις
Για κάθε αποτέλεσμα επινοήθηκε και μια αιτία
Για να ‘ναι αυτό το ποίημα ορατό και σίγουρο.

Στις ταράτσες ψηλά με ένα καλυμμαύχι καπνοδόχου
Και ο καπνός παρουσιάζεται σαν προσευχή
Που ουρανό ζητάει κι άστρα.

Υποκλίνομαι στον καινούριο θόρυβο με παλιά ψυχή…

Αν όλες οι μοναξιές βρίσκανε λέξεις για να ειπωθούνε
Οι άνθρωποι δεν θα είχανε τόσα κενά
Μέσα τους και γύρω.



10.7.2008

το ποίημα που παντού συμβαίνει!

17.

Ομιλούντα φυτά
Μες την γλάστρα
Βαμμένη κόκκινη.
Των αρωμάτων
Οι συγγενείς επαναστατημένες εξαπλώσεις.

Ρέει γαλάζιος ουρανός.
Στα βαθιά των νεφών
Ένας επαναστατημένος άνεμος.
Και Αχαιών πατρίδα
Εκεί που και οι πιο βασιλικοί Αγαμέμνονες
Θαυμάζουν το τοπίο τώρα.

Αποτινάσω από πάνω μου την σκόνη του πολέμου
Έτσι όπως από τον βιοπορισμό μου δίνεται.
Αμπαρωμένος μέσα σε σιωπή και στο μαρτύριο
Που οι λέξεις ορίζουν-
Σαν θώκο ηλεκτρικής εκτέλεσης-
Βεβαίας.

Στην καθομιλουμένη αυτό: ¨την βάψαμε!¨
Πάει να πει: ¨την κάτσαμε την βάρκα!¨

Ελάτε οι νύχτες οι απλές, των σιωπών
Οι σπηλιές να κρυφτούμε.
Αυτή η φωνή υπομονετικά εξουδετερωμένη από
Χοϊκές μνήμες πάλι έρχεται.
Μπορούμε να βρεθούμε έξω απ’ τους τόπους και
Πάνω απ’ τους τόπους.
Έτσι όπως ταξιδεύουν κι οι λέξεις- με ρημαγμένα πανιά
Σαν του Οδυσσέα πλοία που κακόπαθαν στα χέρια
Του μανιασμένου αυτού θαλασσινού θεού.

Έρχομαι πίσω απ’ τις φαντασίες μου με τόση
Πεποίθηση-
Του επιμένοντος να ιδρύσω
Τα αιθέρια κράτη μουσικών
Ήχων
Λέξι-μερωμένων,
Υπαίτιων
Γι αυτό το ποίημα που παντού συμβαίνει!

Όταν στ’ αλήθεια τ’ αντιλαμβανόμαστε!

10.7.2008

Πρόσεξε!

16.

Βλέπουμε την ζέστη.
Σκαρφαλώνει
Υπεροπτική μέσα στην μέρα.
Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ακούγονται
Τα ίδια σκάνδαλα
Που ο άνθρωπος πάντα θα κάνει.

Η ποίηση εκλείπει.
Λίγοι την βαδίζουν πια: Σαν δρόμο!
Αφιερώνουνε τα αναθήματα τους στους βωμούς
Αρχέγονων αισθήσεων.

Αποσαφηνίζεται πάντως
Ότι νικάει το αισχρό.

Κι αναρωτιέμαι τάχα
Πόση ψυχή ξοδεύοντας θα βρω το τέλειο μέτρο
Που ίδιο επιβιώνει πάντα
Μες τα ξανθά χαράματα που ακούγεται
Το ίδιο μαντικό πουλί
Που συλλαβίζει την χαρά του πάνω
Στα κλαδιά
Και πίνει νέκταρ
Ερωτικό.

Πολλά για να κατορθωθούν
Από σένα άνθρωπε...

Τώρα που ξέρεις το καλό και το κακό. Κι ακόμα
Έχεις τον χρόνο για ν’ αποφασίσεις πιο σωστά.

Πρόσεξε! Πρόσεξε!

10.7.2008

Όποιος βαθαίνει μέσα του βαθαίνει προς το μέρος της συνείδησης

15.

Για κάθε μέρα που περνάει ο ίδιος θάνατος και πάλι απαξιώνεται
Και πίνει με ευλάβεια κι αυτός το κώνειό του.
Με μια δικαιοσύνη μήποτε που του αφαιρείς
Και μια συνείδηση σπουδαία.

Εκεί που και ο άνθρωπος σαθρός
Μπαίνει στην διαδικασία των εκπτώσεων
Ξέροντας ότι κάποτε μες την αλήθεια του
Ακόμα και η πιο καλή ιδέα ¨πάει¨..

Τώρα που οι υποθηκευμένες υλικές περιουσίες βασανίζουν με άγχη
Ταλαίπωρους κτήτορες.
Κι η πόλη δύστροπη αναγκάζει σε υποταγή στα δεδομένα της
Δρόμους κι ανθρώπους.

Όποιος βαθαίνει μέσα του βαθαίνει προς το μέρος της συνείδησης
Που θέλει να βαδίζει ορθή και με ουσία.

Ξαφνικά ξεμένεις από φίλο ή μουσική.

Κι ενώ το ζώο δίπλα σου καταλαβαίνει
Αυτό το έλλειμμα ψυχής
Εσύ πιο φοβισμένος καταφεύγεις
Σε άδειες σελίδες-

Όπως θα καταγράψουν και του έρωτά σου το μαρτύριο.


10.7.2008

28 Ιουλίου 2010

Ζώντας του πήρα του θανάτου-

14.

Μέσα στις μέρες περισσεύουν τα πνεύματα·
Έχουν σημαίες που δηλώνουν όρτσα ψυχής·
Επιτίθενται
Και άλλα πάλι όπου πάω πάνε,
Λες και μ’ ακολουθούν που πάω στο πουθενά
Μ’ ένα φορτίο λέξεις.

Δεν ξέρω τι είμαι· από τα υλικά μου σπαράσσομαι.
Βαθύτερα μέσα στην νύχτα
Απορυθμίζεται και τούτο το ρολόι μου-

Και φτάνει ένας λόγος λουλουδιού
Να βγω απ’ το δράμα.


Ζώντας του πήρα του θανάτου- Ίσως γι αυτό με εχθρεύεται.
Αλλά είδα, άγγιξα την φωτιά
Που μ’ έκαιγε και πάντα μου μιλούσε.


Τώρα με λόγο νύχτας τί να πω;

Ο χρόνος πέρασε και πια χωρίς ταυτότητα
Νιώθω να περιφέρομαι μέσα στους άδειους δρόμους.
Σκυλί δαρμένο δίχως όνομα.

Είναι αθώες οι σιωπές που με περιέχουνε·
Αθώες
Οι λέξεις που τρέφομαι

Κι η λογική μου σαν μια πόρτα ξύλινη
Παλιά που τρίζει..

(Όπως οι πρωτοσέλιδες ειδήσεις εκπυρσοκροτούν
μες το μυαλό μου.)

8.7.2008

για να μην σφάλλει σ’ ότι έπραξε ο θεός!

13.

Σαν σε παραμύθι ίσως ...
Κι είναι ωραίο να ζεις, ωραίο
Με τα γύρω σου συμβαίνοντα, ακόμη
Και να απομυθοποιείς της νιότης σου τα είδωλα
Και τον κόσμο
Που κουρασμένος τρέχει προς την άλλη
Που δεν σε ενδιέφερε ποτέ μεριά.

Έχω μια προσευχή της μουσικής που με γλιτώνει
Από φουρτούνες ψυχικές.

Ξέρω
Να πλέω με των λέξεων τα πλεούμενα·

Από τις σιγουριές μου σπαράσσομαι·

Ανεβαίνοντας κάπου
Στην ψυχή μου
Από την άλλη της μεριά κατέρχομαι-
Μια συγγενής ισορροπία.

Έτσι για να μην σφάλλει σ’ ότι έπραξε ο θεός!

5.7.2008

Υπεροψία της μέρας που έρχεται από τον βαθυστόχαστο βοριά.

12.

Υπεροψία της μέρας που έρχεται από τον βαθυστόχαστο βοριά.
Ο ήλιος παίζει ανταύγειες στην καρδιά μου.
Όχι σύννεφα, στοχασμοί μόνο, μόνο φώτα
Της πολιτείας που βύθισε
Μέσα στον ύπνο
Όπως κάτω απ’ την φτερούγα ενός αγγέλου.

Κρατάω το δικαίωμα να μου αρκούν οι λέξεις
Και μία ψυχή
Που την φυσούν ελληνικοί ανέμοι!

Στο γινόμενο των αισθημάτων που ευτύχισα
Αναλογούν ομηρικοί αιώνες.

Και αναθήματα σ’ άλλων θεών τα θυσιαστήρια.

3.7.2008

27 Ιουλίου 2010

ανήκω σε μία αντωνυμία οικουμενική..

Ευδοκιμώ μέσα σ' αυτό το καλοκαίρι
Παιχνίδι μ' άλλον πια προσανατολισμό

Τα ψηφία που ήξερα χάθηκαν
Καθαρό γράφτηκε τώρα το πλέον
Το ελάχιστο έφυγε, χάθηκε εκεί
Μες την πλεονεξία της γλώσσας.

Που δεν θα με καταλαβαίνουν το ήξερα
Αλλά δεν ήξερα πως θα πονεί η φωνή μου
Τ' αυτιά τους.

Τώρα ο σκύλος μου δάκνει
Και εκδιώκει τους αγύρτες των στιγμών
που δεν μου ανήκουν

Όπως εγώ ανήκω σε μία αντωνυμία οικουμενική..

Το νερό αφαίρεσε την θρησκεία του απ’ το μανταλωμένο καλοκαίρι

11.

Το νερό αφαίρεσε την θρησκεία του απ’ το μανταλωμένο καλοκαίρι
Αυτής της μέρας.

Ούτε σταγόνα!
Αδυσώπητος ήλιος!
Γυμνός.

Όπως να ξέρει ότι δεν έχει πάνω του ψεγάδι.

Πετούν πουλιά και πάνε.

Άλλα προς έναν άμετρο ορίζοντα και άλλα
Προς μια ουράνια προσευχή.

Αναμετρώ τον κόπο της ημέρας:
Λέξεις, λέξεις, και όνειρα.
Και στο μεγάλο μεσημέρι τίποτα
Που να είναι θνητό!

Αναπνέουν όλα μες σε μια ωραία γαλήνη!

2.7.2008

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ.

Μπαίνουν λοξά μες τον αέρα δέντρα

Κι απ’ τα φυλλώματα οι μουσικές να φτάνουν
Στα μεγάλα παλάτια τ’ ουρανού.

Μετά η νύχτα…

Φρούτα μες τα τελάρα που συνέλεξε
Επιδεικτικά το καλοκαίρι.

Απειλούν με τον χυμό τους.

Μια γεύσης επανάσταση στον ουρανίσκο.

Κλειστά τα μαγαζιά- κλειστοί κι οι άνθρωποι…

Κι ένα φεγγάρι κρεμασμένο σαν φανός
Για μια πορεία προς τ’ αριστερά…

Τότε
Εϊ γιαμόλα!

3.7.2008

26 Ιουλίου 2010

ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΣΑΠΦΩΣ.

Αδημονούν με τα φεγγάρια τους οι νύχτες
Να πλάσουν ένα πρόσωπο πατρίδας σαν αιολικό
Σαπφώς παλάτι!
Κι ο άγιος Ιούλιος ξανά εκεί.

Που οι προσευχές περίσσεψαν και κάνουν ντόρο
Μέγα,
Ψυχικό
Μετά ‘πο τα μεσάνυχτα.

Βαρκάδα στ’ ανοιχτά!


Ένα κρεμασμένο άστρο αντηχεί το φως του
Σαν παλλόμενος ήχος από άλλου θεού.

Ρίμες του γαλαξία!

Ωστόσο δίπλα μου μια λεμονιά επιμένει να γεωμετρεί
Και να φορτώνει άνθη.

Τα νερά που τρέχουν έχουν συγχωρέσει την κοίτη που τους έφερνε εμπόδια

Όσο να καταλάβει ότι αυτά πραγματικά καλά κυλάνε.

Η ροή πάντα μια αγιότητα έχει!

Στην ουσία όλα δικαιωμένα μες τον επερχόμενο ύπνο...

Μόνο με όνειρα θα ταξιδεύω πια-
Απ’ ότι φαίνεται·
Μόνο με λέξεις..

2.7.2008

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ.

Ιούλιος κι η μέρα ανοιχτή
Μπροστά μου-
Σαν μια άπλα κήπου.

Το μάτι αγκυλώνεται πάνω στις τριανταφυλλιές·
Γράφονται οι λέξεις όπως σε ηδονικό αεράκι.

Κρέμονται κελαηδίσματα όσων πουλιών
Άφησε για κληρονομιά η άνοιξη στο καλοκαίρι.

Κι εκείνες οι κυρούλες που ‘φεραν τα κόλλυβα
Και μ’ ένα βλέμμα ικέτεψαν για μια συγχώρεση
Πιο ακριβή κι από χρυσάφι.

Των ψυχών Σαββάτο·

Ή του ωραίου δειλινού!

Φιλοσοφεί καλύτερα ο αέρας.

Σκουντά τα όμορφα γαρίφαλα μέσα στις γλάστρες!

Το δειλινό εξάπτεται και με τοπίο παραδείσου μοιάζει!

Ο άγγελος φυσάει απλά έναν σκοπό στην φυσαρμόνικα.

(Λέσβου μεριά!)

2.7.2008

25 Ιουλίου 2010

Εκεί που με απειλεί η μέρα εγώ παίζω άλλους πεσσούς

Εκεί που με απειλεί η μέρα εγώ παίζω άλλους πεσσούς
και θεσπίζω την νέα ξιφασκία της

Με τόση αντίρρηση για τους κρατούντες, με τόση άρνηση

Θέλω νέο νερό
Που να ποτίζει όλα τα αυλάκια του μυαλού που αναγεννήθηκε

Δεν μου κάνουν πια οι κομπορρημοσύνες των υποταγμένων
Που βαυκαλίζουν τα ρημάδια τους και χαίρονται
τάχαμου οι αφελείς πως κάτι κάνουν

Θα ανοίξω όλους τους ασκούς και ας τους πάρουνε οξαποδώ οι μανιασμένοι ανέμοι..

Λίγο πιο πάνω από εκεί που ένα λουλούδι ρεμβάζει:

6.

Λίγο πιο πάνω από εκεί που ένα λουλούδι ρεμβάζει:
Στο τοπίο με τις αχνές
Παρουσίες των ωδικών πουλιών.
Που κάποτε ήταν άγγελοι και τώρα πάλι
Είναι οι μουσικοί συντελεστές του θαύματος επίγειου.
Μέρα ξεκρέμαστη, ορθή!

Σαν σκέψη
Θεού απραγματοποίητη
Που θα λάβει κράτος-

Λίγο πιο πέρα από τα μυστικά εκείνων των τρεχούμενων νερών!

Και ένας αναμαλλιασμένος λόφος που ο άνεμος
Είναι κακός μπελάς του.

Ήλιος ξυράφι του μεσημεριού!

Το ζώο που λαχανιασμένο αναζητά
Έναν ίσκιο πραγματικό να σταλίσει.

Φωνές των δέντρων.
Και στην αψάδα αυτής της δωδεκάτης ώρας
Ένας ντροπαλός εφευρέτης αρώματος-
Λιγόλογος άνεμος βγαλμένος
Από το ριζικό μιας μαργαρίτας!

Και το γλυκό παραμύθι ενός λόγου ορθού που συντελείται
Από πάντα παντού
Και ολόγυρα.

Με τον απ’ αιώνων θεό να δεσπόζει
Αγέρωχα σκαιός και πάνω στην ανθρώπινη
Μοίρα.

Που σήμερα κοιτά εδώ
Ανάμεσα στα πιο ακριβά στολίδια
Του τοπίου που εδρεύουν σαν μια ευτυχία στην καρδιά μου!

29.6.2008

Παίζω τα ζάρια που θα καρφωθούνε μες την τύχη της μεγάλης μέρας..

Παίξε μαζί μου, τυλίξου σεντόνια για να μην ωραία μου πεις
το αίνιγμα της σάρκας σου..

Πάνω στα μονοπάτια του κορμιού σου περπατώ και γυρίζω
τυφλός στο σημείο το ένα
που ορίζει το ερεθισμένο τριανταφυλλάκι σου!

Μπαίνω μέσα στον φοβερό λαβύρινθο που όποιος βγαίνει
είναι αυτός που χάνεται
μέσα στο νόημα των ηδονικών ηλιαχτίδων.

Χαμένος ή που τόσα λίγα κέρδισα

Παίζω τα ζάρια που θα καρφωθούνε μες την τύχη της μεγάλης μέρας..

Γίνονται κάποτε, αν θες να ξέρεις, τιποτένιες πια οι κοσμοθεωρίες μας

Γίνονται κάποτε, αν θες να ξέρεις, τιποτένιες
Και μηδενικού βάρους πια οι κοσμοθεωρίες μας

Ζούμε σε μια φθαρμένη εποχή

Με ψυχή τέτοια πού πας
Το σύμπαν που ονειρεύεσαι να κατοικήσεις

Αγριεύουν, είναι λέοντες οι δαιμόνοι σου

Κατασπαράσσουν το Αθώο σου μέρος

Ο αμνός συρρικνώνεται, η μοναξιά σου βελάζει

Όπως με λέξεις είσαι μέσα στην αγέλη τούτη γύρω σου
διαφορετικός
Των ανεκπλήρωτων ονείρων πρίγκιπας..

2.6.2010

Αρκεί μια λέξη Ομήρου

5.

Τουλάχιστον αγνόησε αυτό που οι άλλοι
Νομίζουν πως γνωρίζουν.

Βυθίσου
Στο ίδιο σου όνειρο.

Αρκεί μια λέξη Ομήρου και ανασυντίθεται ετούτος
Ο ελληνικός σου ουρανός.

Και μήνιν άοιδε μονολογεί
Το ποντοπόρο αυτό φεγγάρι!

28.6.2008

ΜΕΣ ΤΗΝ ΓΑΛΑΖΙΑ ΝΥΧΤΑ.

Φεγγάρια σαν μες την καρδιά της νύχτας
Η καρδιά του ανθρώπου που προσεύχεται ανάβει
Και φαίνεται από παντού.

Ο άγιος Ιούλιος με σκεύη του καλοκαιριού
Να ταξιδεύει προς τα άστρα.
Ο αέρας να μυρίζει ζέστα κι απονιά.

Να καίγεται η ψυχή του λουλουδιού
Όλη μέρα μες τον αδυσώπητο ήλιο.

Πλάι στην θάλασσα τα σπίτια με απόχες που ψαρεύουνε την σιγαλιά
Κι η απεραντοσύνη με το απρόσεχτό της βήμα
Μετέωρο πάνω απ’ την θάλασσα που τρέμει –

Με συλλαβές από τα σιγοψιθυρίσματα αγγέλων…
Απόγεμα!


Ήρθαν οι άνθρωποι και είδανε και πάνε.
Τώρα μες την γαλάζια νύχτα που έρχεται.
Με τα όνειρά τους από την συντελεσμένη ευτυχία που σε μια στιγμή
Που πας να καταλάβεις το ωραίο εκείνη εξαερώνεται.

Πεύκα σταλάζουνε αργά μες τ’ ανεμπόδιστα μεσάνυχτα.

Με τις βελόνες τους ξιφάκια της χαράς που ξύνει
Ουτοπίας τοίχο μες την στρογγυλή ετούτη νύχτα.

Υλικό φεγγάρι, υλικό!
Νόμισμα που θα το διαβάζουν οι ίδιοι πάντα άνθρωποι.
Πούλησαν την ψυχή τους- Τώρα ποιός να δικαιώνεται
Να βρει την τύχη του μες την βαριά σιωπή
Του χρόνου που κυλάει;

2.7.2008

24 Ιουλίου 2010

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΝΟΗΜΑ ΑΠΟΓΕΜΑΤΟΣ.

Πώς γίνεται να πάρουν οι λέξεις νόημα απογέματος και ο ήλιος
Κλονίζει τις ευθείες των άνω βουνών!

Ένας γλάρος αυθαιρετεί μες το γαλάζιο όταν
Κι η θάλασσα που λάμπει είναι μία επιφάνεια του κάτω ουρανού
Που γέμει με πλοιάρια των εξερευνητών ανθρώπων.

Στην προκυμαία στραταρίζουν ζευγάρια
Αποκρύπτοντας τον κόσμο ο ένας για τον άλλον.
(Βλέπεις κι ο έρωτας πυροβολεί τυφλά..)

Εσύ οφείλεις ψυχή για να σου αποκαλυφθεί αυτό το κρυμμένο πετράδι
Της αληθινής σοφίας·
Ρεμβάζεις βαθιά στον ορίζοντα που τρέμει
Με φλογίτσες ολοκόκκινες του ήλιου.

Κι αυτή η μοίρα να κινδυνεύεις ολοένα
Ανάμεσα σε λέξεις που θα σε εκθέσουν
Μοιάζει δουλειά εκ του πονηρού· αφού στο τέλος
Συντελείται ο φόνος ερήμην σου και όλοι
Εσένανε κατηγορούνε!
Υπηρέτη του ιδεατού φωτός!

Σαν μια τριήρη που ο άνεμος την διώχνει
Προς το ταξίδι αυτό του άλλου ουρανού.
Φυσάει αέρας:
Θωπευτικός και απόκοσμος!
Ζεστός όπως να ταριχεύει για να ζήσει αιώνια
Αυτό το τώρα μεσημέρι!

Με τα λόγια τι θα σώσω να πω;
Που σ’ έναν μύθο με εμπλέκουν ολοένα!
Ο Κένταυρος με μαθαίνει αλήθειες
Που μόνον τους ημίθεους θα ωφελήσουν-

Κάποια φορά.

2.7.2008

Η ΚΑΘΕ ΛΕΞΗ..

Η κάθε λέξη
είναι μια αμφιβολία που καταβροχθίζει την σημασία της

Κωδονοκρούει πριν να γίνει του εαυτού της
παρανάλωμα, φωτιά
μιας φωτιάς- και είναι λέξεις

Που ομοιοκαταληκτούν μόνο με το ίδιο το αίμα τους
λέξεις συμπυκνωμένες, μεστές
με το πετιμέζι μέσα τους και τον γλυκύτατο μούστο
που, καθένας που τις προφέρει, μεθά.

Διαβάζω επίμονα τον ουρανό- το ξέρετε..

Τόσα σύμβολα που είναι εν τέλει πολυσήμαντο ένα
και ίδια πλέει προς την αθωότητά της η ψυχή..

Εφαπτομένη των χρηστών ιδεών και η ποίηση πάλι
έρχεται

Βαραίνοντας στο ρόδο το άρωμα, στην ζωή την ζωή

Και η αξία
των αποκαλύψεών της
λαμπαδιάζει τα πάντα και φλέγονται..

ΛΙΜΝΗ.

Της λίμνης τρέμει το νερό. Σπαθί στον άνεμο.
Η εξουσία του ήλιου παίζει για τον δύσκολό της άθλο.
Ένα νεροκοτάκι που τσαλαβουτά και βγαίνει
Πιο πέρα
Μες τις ξεραμένες σαν φλογέρες καλαμιές

Και ένας άγγελος από γλυκό φεγγάρι
Που ψάλλει αργά σαν να κοιμίζει το μικρότερο πουλί του κόσμου!


Η μέρα επαναπατρίζει τα λουλούδια της!
Που λάμπουνε όπως αξίες θεϊκού
Μόχθου!
Αναστημένες!

Τα κοιτώ και τα κοιτώ!

Και είμαι ο εντολοδόχος μιας ιδέας που έπεσε
Μέσα σε μια Δευτέρα

Από μια απρόσμενη
Ελαφριά, αιθέρια Κυριακή!


28.6.2008

Ιερατικό το φως ανέρχεται στα σκαλοπάτια της ημέρας!

4.

Έτσι όπως συντάσσεται κι ο λόγος
Καμιά φορά.
Και εκρήγνυται με τα νοήματά του.

Περπατά πάνω στην πιο αφράτη γη ενός φανταστικού
Γραμματικού δικού σου κρατιδίου

Και αυθαιρετεί κρατώντας
Πιο μουσικό δικαίωμα απ’ ότι έχει κι ο μαέστρος
Αυτός εδώ της νυχτογεννημένης
Πικρής, μοναχικής
Ποίησης!

Μαθαίνεις από κει που και το λάθος σέβεται τον εαυτό του
Και ξεκλειδώνει το μυαλό και σου ανοίγει ορίζοντες
Αέναων περιπλανήσεων.

Και μόνον η πατρίδα που πικραίνει ολοένα
Έχει έναν τρόπο μέσα σου να σε πονά.

Τα πρωινά, χάριν του ήλιου,
Ιερατικό το φως ανέρχεται στα σκαλοπάτια της ημέρας!

Πίνεις νερό που δεν σου ξεδιψάει την αγρύπνια
Αγγίζεις τα αγάλματα
Είσαι
Σ’ εκείνο το μοιραίο θυσιαστήριο που με τις λέξεις
Βαφτίζεται στο φως που γύρω σου πλαταίνει
Και νικά!

28.6.2008

Όπως σβήνει η μέρα και αληθινά αντέχει ακόμα η ψυχή...

3.

Όπως σβήνει η μέρα και αληθινά αντέχει ακόμα η ψυχή...

Δεν μου λέει τίποτα το άστρο που πέφτει γυρεύοντας
Την τελευταία χάρη μιας ευχής.

Κρατώ την νύχτα απ’ το φαρδύ της μανίκι.

Έχω δει τον θεό!
Στης μαργαρίτας τα προσευχητάρια!

Ο πιο λεβέντης άνεμος
ξιφομαχεί με έναν θηλυκό εαυτό του.

Εσύ λυτρώνεσαι με λέξεις που είναι πιο σημαντικές
Μέσα στο νύχτιο ποίημα!


28.6.2008

Η βρύση που άφησε το νερό να ξοδεύεται

2.

Η βρύση που άφησε το νερό να ξοδεύεται
τώρα λέει θρυμματισμένες σταγόνες-
δροσερές,
διαμαντικές
σαν γήινα άστρα!

Κάθε τους πτώση κι ένα ποίημα υδάτινο
που γράφεται επάνω στην σκληρή
πλάκα
που το άγιο μεσημέρι άφησε!

Πετούν πουλιά!
Στα κλωνάρια των πεύκων βελόνες
που ράβουνε το ύφασμα γαλάζιου πρωινού.

Ένας απλουστευμένος ήχος από ελληνικό
κατακαλόκαιρο που μέσα του
φιλοξενεί τις λέξεις που δεν χώρεσαν στο ποίημα!

28.6.2008

23 Ιουλίου 2010

Μέσα στην μέρα που γαλάζια αγγίζει τις ομοιοκαταληξίες από τα κλωνιά των δέντρων,

1.

Μέσα στην μέρα που γαλάζια αγγίζει
τις ομοιοκαταληξίες από τα κλωνιά των δέντρων,
μέσα
στο μεσημέρι που ο ήλιος είναι
υπόθεση βασανιστική,
μέσα
στο έφηβο κορμί του Ιουλίου,
τώρα

από τον άνεμο σε ξεγελούν μόνο τα λόγια
που φουρφουρίζοντας μες τα ιστία των δέντρων μένουν
για να τα απομνημονεύσουμε πουλιά!

Και του νερού το ήσυχο
κύλισμα μέσα στο μικρό ρυάκι
σφαδάζοντας πα’ στις κροκάλες το κορμάκι το άγιο
του νερού που κελαρύζοντας πιάνει
μια νότα παραδείσου πάνω σε μια γήινη γεωγραφία!

Ακούω την φύση σαν που με διδάσκει εκκλησία!

Ξέρω την σημασία της και που η περιουσία μου είναι
άλλου καιρού
άλλου θεού!
άλλου ευαγγελίου!

29.6.2008

22 Ιουλίου 2010

ΣΠΟΥΔΗ ΤΟΠΙΟΥ.

Τα λιθάρια που μάζεψαν ήλιο
τώρα σπιθίζουνε μέσα στην ερημιά-
σαν που αποκάτω ερπετά
κρύβουν την δύναμή τους

με τον βαρύ γδούπο της βέβαιης πέτρας κυλούν
προς ένα που παρέδωσε ψυχή
λιόγερμα.

Και τα κατσίκια που σταλίσανε ευτυχισμένα…
Όλο το απόγεμα ακούγονταν τα κουδουνάκια τους·
μες το αυτί του πεύκου και τον νου ενός λιγάκι αδιάφορου θεού!

Φλογέρα ενός αγγέλου!

Έπεσε εδώ απ’ τα ουράνια που ο άνεμος
έκανε τις ανδραγαθίες του
και φάνηκαν τ’ απόκρυφα
ετούτα μοναστήρια που όλα τα σήμαντρα βαράνε!

Τώρα παρουσία του ήλιου που δύει
η ψυχή σκορπισμένη ολόγυρα.
Σαν που θα κορυφώνεται το καλοκαίρι.
Ένας τσοπάνος των νεφών που μακριά βοσκάνε.
Σκυτάλη της μέρας που θα πάρει η νύχτα.
Στα βαθιά τ’ ουρανού πάνε και πάνε
Αντανακλάσεις ψυχής που γέμει το άμετρο διάστημα.

Στην ώρα του βραδιού ο ποιητής
μ’ ένα ακόνι ευαισθησίας φτιάχνει
Αιθέρα άϋλων μέσα του μαχαιριών!

29.6.2008

Περνώντας με τον νου επάνω απ’ τον χρόνο

Περνώντας με τον νου επάνω απ’ τον χρόνο,
νιώθεις σαν εκείνος να μην πέρασε..
Πλην όμως άλλη η αλήθεια είναι..

Την ακούς που σου άφησε ήχους και λέξεις·
και προπαντός
εκείνο το συλλάβισμα φθοράς
που μες τα ποιήματά σου πάντα αντηχεί…


Σ.Π 2008

21 Ιουλίου 2010

ΣΚΗΝΗΣ ΔΡΩΜΕΝΑ.

Δ

Ένιωθα που μια έλπιση φωτιάς με ήθελε να μ’ ορμηνεύσει.
Σπάζοντας όμως η σκέψη μου ολοένα
πάνω στης κάμαρας τους τοίχους, θα έλεγες
για μια αναζήτηση
μάταιη-

να σκαν πυροτεχνήματα του γέλιου μου μετά..
Μόνος..
Να παραξενεύονται οι άνθρωποι·
να σου με πάλι που ανάγνωθα
άδικα των αδίκων·
κανείς κανείς τους δεν άκουγε..

Μιας και το πίστευα
-καλά καλά
κι ας μην μου το επέτρεπε ο καιρός-
πονούσα
δοσμένος
σε μια ρέμβη στα μέλλοντα..

Ξεπρόβαλλε από κει μία στιγμή Γυναίκα η που θα ‘ναι κάποτε
με την ψυχή της άφθονη, φωσφορική
και είχε την περπατησιά της θύελλας
ανεμίζοντας κόμη ξανθή που την χρυσίζει ο ήλιος..

Μετά της μιλούσα·
χανόμασταν μέσα στην πόλη·
τσιμέντο, πλάκες του χαλκού κι αστράφτει αλουμίνιο-

Ο Γενάρης όμως αναμέρισε απαλά
τις κουρτίνες της κάμαρας και την είδα μετά
που την ήθελα τρελός να στέκεται μπροστά
σ’ έναν καθρέφτη και να φτιάχνει τα μαλλιά της..

Με θλίψη ψυχής της μίλησα.
Ο έρωτας κάρφωσε σαΐτες μια Παρασκευή.
Θυσίασα τον στείρο λογισμό μου
σε ατέλειωτους περίπατους
πάνω στον ασφαλτόδρομο μιας έγνοιας μου πυρετικής
που έσβησε σιγά καιόμενη γενναία..

Η Γυναίκα ερωτοτρόπησε με τον καιρό!

1981\1983

ΣΚΗΝΗΣ ΔΡΩΜΕΝΑ.

Γ

Βαρύς σαν βουνό,
κολλημένος στον πάτο μιας αισιοδοξίας κι ωστόσο
μπορώντας αποκεί να γίνω
πουλί και να πετάξω μες τα ιλαρά φώτα του πόθου μου..

Αδελφοί μου από σύννεφο κι από φωτιά·
από χέρι κι από προέκταση χεριού..

Τι μπορεί να μας αντισταθεί; Ο θάνατος
νικήθηκε
έχοντας εμείς δηλώσει την ψυχή μας ως την μέλλουσα
ζωή..

Μέσα στην παραζάλη του ονείρου οι δικές μας αρετές
μυροβόλες, πολύκλωνες
φτάνοντας απ’ τον ύπνο ως τον ξύπνο
ένα γεφύρι να διαβούν οι άνθρωποι
προς την καλοσύνη.. Λέω:

Πηγμένο στεκόταν στα χείλη μου ένα όνομα·
μήτε μπορώντας να το πω μήτε και να το πάρω πίσω·

«μέρα που θα ‘ρθει» το ‘πατε εσείς·
μπόρεσα πάλι να μιλήσω..

Ρέει στα βλέφαρά μου μέλι τ’ ουρανού·
κι ανατριχιάζει η μέρα μου κοιτώντας με από μακριά ο δόλιος να ρισκάρω
σε μια ριξιά και τα πάντα όλα-

Εσείς το μέλι πάρτε το αδελφοί μου·
εγώ ζητάω την επικίνδυνη στροφή-

που φτιάχνω δηλαδή και που χαλάω την τάξη…

1981

ΣΚΗΝΗΣ ΔΡΩΜΕΝΑ.

Β

Επειδή αλήθεια υπάρχει
ο πλάι μας άνθρωπος που υποφέρει
το χέρι μου αλίμονο κοντό για ν’ απονέμει την δικαιοσύνη και στον παραπέρα
κι οι λέξεις,
χτίζω μ’ αυτές αλλά,
σκουληκιάρικες σαπίζουν
με την πολυκαιρία και το λέγε-λέγε..
Βέβαια
το τραγούδι είναι καθρέφτης,
λέει το πρόσωπο: ωραίο ή άσχημο
όμως
είμαι ζωγράφος
τυφλός
αν έχετε εσείς κλειστά τα μάτια..

Κι η ιστορία;…
Σένα που στέκεις στην αιχμή της και ακροβατείς
με ανεμελιά δικάζω
μυρίζοντας επιθυμία δουλωμένη..

Εσύ να μας πεις ζητάς το παράλογο θέλω σου
και κραυγάζεις·
Τι γυρεύοντας αλήθεια ξέρεις; Εγώ να σου πω:
Τα πάντα· και τι δίνοντας αλήθεια ξέρεις;
Τίποτα

Μια αφαίρεση που καταλήγει πρόσθεση αν είναι η ζωή
κι αν είμαι εγώ ο μέλλοντας κι εσύ ο ενεστώτας
σκέψου:
τι ψιθυρίζει έστω, όχι τι κραυγάζει το αύριο·
σκέψου: ποιός δικαιώνεται;

Ώ, πάψε να μου αντιστέκεσαι άθλιο πλάσμα..
Ο μέλλοντας άνθρωπος είμαι πάνω στα χαλάσματα
του ίδιου σου εαυτού…

1981

20 Ιουλίου 2010

ΣΚΗΝΗΣ ΔΡΩΜΕΝΑ.

Α

Σαν ένα στήθος γεμάτο πνοή
έτοιμο να φυσήξει την καταιγίδα του
πάνω στις άγραφες σελίδες της ιστορίας,
να σπάσει τα σύνορα,
να κλέψει το μέλλον,
με μια ριξιά πυροβολιά ψυχής καλοσυνάτης
που ευαγγελίζεται του αύριο το ανέβα πάνω
στην ράχη αυτού που λέμε γεγονός.
Είμαι..
Που ξεκίνησα απ’ όλους πιο αργά μα που έφτασα
απ’ όλους πιο νωρίς,

αποδημητικός που άλλο δεν γίνεται,

με τόσες περιπέτειες εσωτερικές, τόσα συμβάντα
έχοντάς με πιεί σαν μια σταγόνα της βροχής το χώμα
ή πάλι μια θάλασσα.. Χάθηκα.. Μα
πίστεψέ το
η σταγόνα η ίδια
μια ώρα
ατμίζεται
ανεβαίνει
ψηλά
λευτερώνεται
λευτερώθηκα:

Μες απ’ τις ώρες τις σημερινές τόσες αυριανές αιφνίδια ξεχυμένες,
τόσης σκουριάς αφήνοντας ξοπίσω μου οξείδωση,

κρανία που πια δεν έχουν δόντια να δαγκάσουνε
έναν καρπό ιδέας ζουμερό,

να’με που λάμπω μέταλλο λαμπρό,
να’με που λάμπουν δόντια τα δικά μου κατακαίνουρια ..

Κι αν προστάζει ο Κάποιος
μάθετε λέω να μην μυρίζεται υποταγή!

1981

ΦΑΝΤΑΡΟΙ..

Στείλε τα μάτια σου μέσα σ’ αυτήν την άγρια
σιωπή του πλοίου της σελήνης..

Χιλιάδες όργανα, βιολιά, πιάνα της ευθυμίας
δεν μπορούν να δημιουργήσουνε μέσα μου μια χαρά.
Ένα παιδάκι ζητάει καραμέλες
κι η μάνα του το χαστουκίζει-
όπως χαστουκίζω μια μύγα με την ‘φημερίδα
ταξιδεύοντας με το τρένο,
πάνω στο λερωμένο τζάμι.

Νταλίκες που περνούν, η μουτσούνα τους
είναι άγρια:
όψη χρεοκοπημένου κόσμου· κι οι οδηγοί τους
ακούνε ολόιδιες μουσικές αγάπες,
σε κάθε χιλιόμετρο·

ένα βραδάκι μελαγχολικό
με αισθήσεις πυρές
κάτω στην ακροθαλασσιά..

Είμαι φαντάρος, οι φαντάροι αυτοκτονούν
πιέζοντας μονάχοι την σκανδάλη
μην μπορώντας την πίεση του συστήματος
τους ταριχευμένους αξιωματικούς με τα μυαλά
μες την γυάλα της προϊστορίας
ενώ
πεπονόφλουδες συμφέροντος πέφτουν
από την τσέπη τους
σε βάρος της πατρίδας..

Κάποιος μιλάει για εξουσιαστές·
την άλλη μέρα βάζει τέρμα στην ζωή του·
η μηχανή δουλεύει καλά
πότε πιέζει, πότε χαλαρώνει
και δεν υπάρχει
θεός
να τα δει όλ’ αυτά
θέληση ανθρώπου
να τα πολεμήσει..

Αυλίδα 30.1.1983

ΜΕΣ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ..

Το μεθυσμένο πρωί που κρατιέμαι σκυφτός…
Στο μυαλό μου βηματίζει ένας
στοχασμός· όλα εξαϋλώνονται.
Άνθρωποι
διαφόρων μεγεθών αναπτύσσουν θεωρίες
για δουλειές, για δορυφορικά ταξίδια, για
την πίεση της γιαγιάς τους που αργοπεθαίνει..

Είμαι μέσα σ’ αυτόν τον παραλογισμό·
τα κοιτάζω όλα: τοπία
της φαντασίας που ταξιδεύει
με την ταχύτητα του φωτός· σπέσιαλ όψη
της γης που ξυπνάει· να:

η ακοή πιάνει έναν νυσταγμένο σαλπιγκτή
που σκαρφαλωμένος πάνω στο τείχος της συμπάθειας
ορκίζεται νίκη. Ένας οδοντίατρος
της ρέμβης
αφαιρεί το χαλασμένο δόντι του τοπίου· υποψιάζεται
έναν δύσκολο φρονιμίτη·
το τοπίο γίνεται φρόνιμο·
γεμίζει ήμερες αγελάδες, προβατάκια, μάτια λαχανιασμένα·
ενώ ένα πανικόβλητο άγχος τρέχει να σωθεί
όπου φύγει φύγει..

Μετά έρχονται σκέψεις πιο δύσκολες·
κατορθώνουν να μηδενίσουν την απόλαυση·
πέφτουν έντομα πολλά από τον ουρανό·
ανακαινίζεται το μαγαζί της φύσης·

είναι μια μόδα του καινούριου αιώνα που φορά
μιαν ομίχλη που πλέει μέσα στις φλέβες του..

…Τότε υπάρχει μια διαφωνία με τον θεό
πίνοντας καφεδάκι σε καφενεδάκι της προαίσθησης
καταλαβαίνω να ‘ρχεται ο θάνατος
έχοντας δέσει τούφες τούφες το μπαμπάκι στις πατούσες…

Δεν με ξεγελάει·
ανοίγω την πόρτα ενός λουλουδιού, δραπετεύω
μεθυσμένος
μέσα στο άγουρο πρωί.

Μαρτυρώντας την αισιοδοξία του έρωτα!

30.1.1983 Αυλίδα

19 Ιουλίου 2010

ΗΡΑΚΛΕΙΟ..

Κοιτάζω αφηρημένος τον ορίζοντα.
Ξεχασμένος εκεί και γυρεύω
αυτό το νοερό ταξίδι..

Η πλατεία της συνοικίας πελώρια κι άδεια
δίνοντας την αίσθηση χειμώνα·
παγωμένα χαμόγελα κι ένα τσουχτερό άγχος..

Δεν μπορώ να πω για τον καημό μου απόψε·
η ιστορία φυλλομετρά τα άδεια της τετράδια·
τρομερά τρωκτικά πηδούν σ’ ένα χορό
γύρω απ’ το εξώφυλλο που γράφει «Χρονικό των εγκαταλειμμένων»..

Η εξουσία λέει έν’ αφόρητο κέρδος
σαν ξύγκι βγαλμένο απ’ την μύγα του κόσμου
λειτουργώντας μέσα σ’ ένα στεγνό
σύμφωνο όπως «βία»..

Αυτή την μέρα κοιμήθηκα αργά·
γύριζα σαν αλλοπαρμένος από μαγαζί σε μαγαζί·
κ’ ήμουν μεθυσμένος απόλυτα·
και φορούσα λίγα ρούχα και κρύωνα·
και την άλλη μέρα με πέρναν φαντάρο·
και δεν είχα έναν φίλο·
δεν είχα έναν φίλο κ’ η τελευταία γυναίκα που μ’ ερωτεύτηκε
ήταν μια ανισόρροπη πόρνη·
μαλλιά καστανά και μεγάλα στήθια
σα να ‘ταν η τροφός του Νέρωνα
ή
του Χίτλερ..

Άνοιξα το μεγάλο μάνταλο της πατρίδας και μπήκα.
Καταδικάστηκα
σε μονομανίες, σε επιβαλλόμενες
φιλοπατρίες, σε βουβές
υποταγές κορδωμένων αξιωματικών…

Ενώ το μυαλό μου ποθούσε πάντοτε την ένωση
των χεριών του λαού!
Προστατεύοντας τους αλήτες που συμπάθησα
με την κοστολογημένη ανθρωπιά τους μεγαλύτερη
απ’ όλους τους βολεμένους του κόσμου…

29.1.1983

Η ΕΡΩΜΕΝΗ..

Ένας άντρας στάθηκε αδύνατον να την αγαπήσει μέσα σε τόσους χειμώνες.

Αθήνα του εικοστού αιώνα-

η φυγή της από κοντά του δεν κόστισε τίποτα,
αυτός πληγώθηκε,
εκείνη βρήκε άλλον..

Τα βράδια πέρναγαν αγκαλιασμένοι μπροστά απ’ τις φανταχτερές βιτρίνες.
Μετά την πήγαινε σπίτι της.
Παιχνίδια μοναξιάς μετά.

Τότε κάθονταν μπροστά στον καθρέφτη το αιώνιο θηλυκό
και μαστίγωνε το δέρμα της
καλλωπίζοντας τις ρυτίδες από την αρχή
και επιθυμώντας τα φορέματα, τα αμάξια και
τον νεαρό που εγκατέλειψε…

26.1.1983 Αυλίδα

ΑΠΩΛΕΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ..

Ήταν ο πράος ήλιος, το διάφανο γυαλί,
το στρωτό γάλα της χλόης, ο κάμπος,
ο ουρανός, το όχι άγχος, η ψυχή,
η πνευματική κλωτσιά στο ανεξήγητο του θανάτου..

Μετά η τσέπη του παντελονιού, το συμφέρον,
τα μανίκια του κλέφτη, η προέκταση του εγώ,
η εξουσιαστική ύπαρξη, το τέρας το ασυμπάθιστο.

Χάθηκαν όλα μ’ έναν πάταγο: σπίτια
της ευτυχίας, χαρούμενοι ουρανοί.
Η υγεία που χάθηκε, ο ένστικτος
νόμος βασίλεψε·
χορεύοντας σαν τρελός μες το μυαλό που το σκοτείνιαζε
η κακία.

Μ’ έναν βαρύ ρυθμό τα μάθαμε όλα αυτά-
εμείς οι ίδιοι
συμμετέχοντας στα γεγονότα…

Αυλίδα 23.1.1983

ΤΣΟΥΖΕΙ ΑΓΟΥΡΟΣ ΚΑΡΠΟΣ..

Τώρα μέσα στα μάτια του χειμώνα
τσούζει άγουρος καρπός..

Οι πορτοκαλιές και ευθύνονται οι αγέρηδες
τέσσερεις για την απροσδόκητη άνθιση..

Ένας θεός ακόμη
αθάνατος προβληματίζεται
σε κοινή θέα..
Μες την πλατεία.

Περνούνε βιαστικά τα αυτοκίνητα.
Με ζευγαράκια ερωτευμένα
μες την κραιπάλη του έρωτα.

«Ζωή» λέει κάποιος, «την ζωή μου την ρήμαξα»..

22.1.1983 Αυλίδα

ΕΦΤΑ ΠΑΤΩΜΑΤΑ..

Το πνεύμα της μέρας δολωμένο αγκίστρι της αισιοδοξίας
κι ένας πόθος σπαρταράει σαν ψάρι ριπίζοντας
ο άνεμος τα μαλλιά μου,
στο ακρογιάλι..

Φανέρωση του ουρανού σ’ εφτά πατώματα.
Κατοικίες των ψυχών τετράραχες
με παραθύρια διακοσμημένα στο περβάζι με χρωματιστά γλαστράκια..
Γενάρης στο νησί..

Ο Μόλυβος που λάμπει με το καστρινό του όνειρο
φωταγωγημένος το βράδυ!

Αναγκεύομαι μοναξιά να σωθώ..

Σπρώχνει τις βάρκες ο γλυκερός πουνέντες
το άλλο πρωί…
Ξυπνάει ο κάβουρας με δύο αινιγματικές δαγκάνες.

Είμαι εγώ και ο πατέρας μου λίγο πριν φύγει για την πλάνη του.
Τσακωνόμαστε σχετικά με το ποιος βοηθάει το Kακό να επιβιώσει..
Τόσους αιώνες…

19.1 1983 Αυλίδα

ΣΠΙΘΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ..

Τα χέρια της ψυχής μου τα χάλασα
πολυπιάνοντας την ιδέα του θανάτου μου!
Πλάι σ’ ένα κορίτσι για την κοινωνία ανορθόδοξο.

Με πήγε και με έφερε η θάλασσα

μια δυο φορές μες την αλήθεια.

Μετά ζωγράφισα την ταραχή του βίου κάνοντας
παντομίμα της λέξης «μοναξιά»..

Χαλώντας την τάξη του κόσμου…

18.1.1983 Αυλίδα

18 Ιουλίου 2010

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ..

Ανάφλεξη του λουλουδιού μες τον αέρα!
Φοβιάρικα το ένα προχωράει στο δύο.

Η γεωμετρία των πόθων ολοκληρώνεται.
Μέσα σε σχήματα καρδιάς και αισθημάτων..

Ανοίγει το παράθυρο.
Η κάμαρα πλημμυρίζει φεγγάρι.
Η κοπέλα χτενίζεται. Ο καθρέφτης
ομοιώνει τον πόθο του
με το είδωλό της.

Και η ησυχία είναι κυρτή

σαν παλάμη που δέχεται αντίστροφα…

7.1.1983 Αυλίδα

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΔΥΟ..

Το βράδυ βράδυ καθίσαμε γύρω στην λύπη του αιώνα.
Το πένθος φρένιαζε·
βάλαμε περισπωμένες στο όνομα της άνοιξης.
Η βαρήκοη αγάπη μας οδήγησε τις παρομοιώσεις
δύσκολα μέσα από γιγαντωμένες φαντασίες.
Η ελπίδα βρικολάκιασε
μέσα σε μια απαντοχή από ποιήματα.

Ωραία που το βιβλίο των ωρών άνοιξε και διαβάσαμε
τον κίνδυνο από απονιά·
οι άλλοι δίναν πλούσια τον οίκτο τους στην θέληση του ανέμου.
Υπέφερα…
Στο εικοστό δεύτερο της ηλικίας μου.
Πήρα μια πέτρα και την πέταξα μες το στεγνό τοπίο
της ερημιάς που φάνταζε να έχει ζήσει εκεί
ο άλλος μου εαυτός
-πολλές δεκαετίες και-
σιγά σιγά
μία στιγμή
συναρμολογημένη από τόσες χίμαιρες να νόμισε
θα βρει κουράγιο ν’ ανορθώσει.

Πάντως κορίτσια…
Τα αγόρια μέσα στην μελαχρινάδα τους κ’ η θάλασσα…
Το πρωί ξύπνησα λυπημένος σαν άλλοτε
που μου φεύγαν τα καράβια και δεν είχα ποιόν να χαιρετήσω..

Για την πραγματικότητα η πνιγερή μελαγχολία.
Στα χρόνια που η έγνοια μου ήτανε οι λέξεις..
Έτσι….Εγώ!
24.5.1982

ΕΡΩΤΑΣ..

Το σώμα που φώτιζε σαν φεγγάρι την κάμαρα!

Θυμάμαι τα αμάλαγα στήθη, το σφρίγος
της σάρκας που ευώδιαζε!

Οι μηροί δύο μεγάλοι λιμενοβραχίονες·
στην κώχη τους
ήταν ένα μικρό λιμάνι εξουσιαστικό…

Άνοιγε την αγκαλιά του σαν άνθος πεινασμένο
να δεχτεί τον αρσενικό εισβολέα..

Ρίγη της ηδονής, σκίρτημα και παλμός της έκστασης,
δευτερόλεπτα του βασιλιά ενστίκτου.

Χάδια και φιλιά και ο έρωτας πυροδοτεί
μπαρούτι της εφηβικής μου ηλικίας..

Φαίνεται η κουρτίνα που τραβιέται
να βλέπω πια τον κόσμο αλλιώτικο…

Περιεργάζομαι τις νυσταγμένες βιτρίνες

Τίποτα προσευχές θα είναι που αστόχησαν
τίποτα άστρα που ξεφύγαν απ' το πεπρωμένο τους.
Και το πρωί, όπως έρχεται, μυρίζει ο τόπος λιβάνι.
Κάτι πλανόδιοι καπνίζουν μουρμουρίζοντας κι επιδεικνύουν
Πραμάτεια άχρηστη αφού μόνο ο αέρας πια με συγκινεί.
Περπατάω αμέριμνα κι όμως σπουδαίος.
Τα μαλλιά μου ανεμίζουν αδιάφορα.
Οι σκέψεις μου εξαϋλώνονται.
Το τακούνι μου θορυβεί πάνω στα φθαρμένα πλακάκια.
Προσγειώνω τα πάντα μες σ' αυτό το παρόν.

Όλη την νύχτα άκουγα την μουσική των ονείρων.
Η πόλη κοιμόταν, ένας άστεγος έπαιζε το θλιμμένο του ακορντεόν.
Ένα σκυλί που δήλωνε αλήτης γαύγιζε.

Η μέρα με βρήκε σε τούτο το χαμηλό τοπίο, λίγο
Πιο κάτω απ' τ' αρχαία που επιμένουνε
Να λένε μια δόξα δικιά τους.

Περιεργάζομαι τις νυσταγμένες βιτρίνες, τα ρολά
Που απειλούν για μια χαζή κουρασμένη ασφάλεια.

Πιο κάτω ένα μαγαζί με χάντρες
Πολύχρωμες, κοίλες, κυρτές, κεχριμπαρένιες
Αδειάζει την υπεροψία του μπροστά στα μάτια μου-
Την ώρα που τα μάτια μου αλλού
κι επίμονα μες την πρωτεύουσα που αναστατώνεται κοιτάζουν..

Όταν ένας άντρας αγαπά μια γυναίκα

Όταν ένας άντρας αγαπά μια γυναίκα
Χαϊδεύει τα πόδια της, ακουμπά τα αχόρταγα δάχτυλα
στο γυμνό της κορμί, αγγίζει την ωραία κνήμη
Που είναι απαλή και θερμαίνεται.
Περπατά με της αφής την αχόρταγη έξαψη
Πάνω στους όμορφους μηρούς, στερεώνει
Το βλέμμα του στα χαμηλά
Και τρέμει σύγκορμος που είναι ένα ταξίδι η κοιλάδα
Που έτοιμη θα τον δεχτεί να μπει κι αμέριμνος να σεργιανίσει!

Αίμα στο αίμα

Αίμα στο αίμα, αίμα στην πηγή των πηγών,
Αίμα σε κάθε κύτταρο, αίμα στον όρμο της κοιλιά σου
Όταν σε φιλώ στα απόκρυφα όταν σ' αναστατώνω
Αίμα στο ρόδο σου, αίμα στην συλλαβή που δεν είπα
Αίμα στην ποίηση που δεν επέτρεψε η στιγμή να γεννηθεί
Γιατί το σώμα ρούφηξε όλη την ευτυχία όλη!

ΤΟ ΝΕΡΟ..

Το νερό
έρπει μέσα στην γη, δροσίζει
τις ρίζες,
αναβαίνει στον κορμό των δέντρων,
εξουσιάζει την ζωή των πράσινων φύλλων..

Η ζωή προϋποθέτει την κελαριστή παρουσία του·
είναι ξεδίψασμα, είναι αίμα.

Η νερένια ατσιδοσύνη του
τα ορίζει όλα·
παρασύρει την κιτρινωπή σκόνη, την νέκρα.
Οι ποταμοί κυλούν τραγουδιστά προς την θάλασσα.

Αλλάζει παρουσίες:
είναι ατμός
είναι νέφος
είναι γλυκιά βροχή και μπόρα
είναι καταρράκτης, είναι Αχέροντας
είναι ύδατα της Στυγός, είναι
ωκεανός
πλημμύρα
ανάσταση
ή θάνατος·
επάνω στην γεωγραφία που εξουσιάζει το παράστημά του…

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ..

Πόσης μοναξιάς πίκρα να εκμυστηρευτώ σ’ αυτόν τον αγέρα;
Μελωδεί
μέσα στις φυλλωσιές του ευκάλυπτου·
σκληρός και νοτισμένος πιάνει
έναν μονότονο ντορό
που σπάζουν
μόνο οι κρωγμοί των άγριοπαπαγάλων..

Περπατώ σκεφτικός κι ωστόσο
απολαμβάνω αυτό το κρύο χάδι
στο πρόσωπό μου..

Ανατριχιάζει η χλόη· κυπαρίσσια
λικνίζονται σαν πράσινοι καλόγεροι
σ’ αυτό το μοναστήρι του καημού..

Αργότερα
που αφαιρεί τύχες της υγρασίας ο ήλιος
η μέρα έρχεται να μ’ αγκαλιάσει
γλυκιά κοπέλα για έρωτα γλυκό..

Φτιάχνει με τα λευκά της χέρια τα σεντόνια
του γαλανού ουρανού·
οι μουσικές πλεξούδες της
είναι χορδές αρχαίας λύρας..

Περπατώ σκεφτικός και ωστόσο
τρέχει τρέχει ο νους-
γρηγορότερος όλων..

Δώστε λίγη υπομονή στην καρδιά μου!

γιγαντώνει κάθε χτύπο
τύμπανο βακχικό· δώστε
λίγη υπομονή στην ζωή μας
που δυσκολεύεται πια να ψελλίσει!
1990

ΧΑΛΕΠΑΣ..

Πρέπει να τινάξεις δυνατά την σκόνη της κακής νοοτροπίας
όπως απ’ τον χιτώνα τίναξε η θεά
την κακοδαιμονία του αρχαίου κόσμου..

Θ’ ακολουθήσουν σκέψεις φωτεινές
σα νύμφες σ’ ένα δάσος του μυαλού·
δαιμονοποίησαν την φύση τους μες τους αιώνες·

τι είναι αλήθεια χαλεπόν;

Ο σάτυρος θα παίξει με τον έρωτα,
η σμίλη θα κοντράρει στην ουσία του μαρμάρου·
φως θ’ αποδώσει ο κορμός του υλικού
μ’ όση ψυχή μέσα του ενσταλάξεις..

Η ποίηση θ’ αναδυθεί από το παγερό σώμα του λίθου·
θα ξέρω την λατρεία σου πάντα και στους αιώνες·
θα οσμίζομαι τις μυστικές προθέσεις σου, θα νιώθω
το ρίγος, το μεράκι, τον καημό..

Γιατί τα χρόνια πέρασαν και έχουμε καθυστερήσει
ν’ αφήσουμε την λάμψη να ευδοκιμήσει
στον κόσμο
στην καρδιά μας
στην αισθητική

του νέου μυαλού, του νέου αιώνα!

ΑΒΔΗΡΑ..

Τα μάτια μου δεν προλαβαίνουν
ετούτο το αγχώδικο σόου της νυχτερίδας.
Φιλόδοξη χορεύτρια παραφυλά
μες το πηχτό σκοτάδι..

Είδα τον μαγικό χορό που φτάνει
σύνορα του αστραπιαίου ελιγμού.

Στα Άβδηρα
στην ξεχασαμένη εξοχή,
πλάι στο ερειπωμένο κάστρο
που φιλάει μνήμες του παλιού καιρού
μια αινιγματική και σκούρα θάλασσα..

Γυαλίζουν τα δαιμονικά μάτια μιας κουκουβάγιας·

ίσως να φέρνουν κάτι μακρινές αποκαλύψεις
απ’ τον Δημόκριτο λιγάκι πριν ανακαλύψει

κοντά στο άτομο το κραυγαλέο πλήθος
που κυνηγάει την ύλη και αγχώνεται

σ’ ένα παιχνίδι κουρασμένου αναζητητή…

17 Ιουλίου 2010

είσαι δική μου!

2.

Νύχτα ανάμεσα στην κίνηση των δέντρων·
ένα χαμόγελο
που ξεθύμανε:
το χαμόγελό σου·
στα μάτια σου
αντιφεγγάει η νέα θέληση:
είσαι δική μου!
1979

ΟΙ ΙΔΡΥΤΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΨΥΧΗΣ..

Απρόσμενη ώρα!
Και χαιρετίσματα καλής καρδιάς στην νιότη μας που θέλει να σαλπίσει..
Ο έρωτας κι η αποθέωση!

Ανάψανε στο αίμα μας χίλια λουλούδια άλικα·
έγινε η πνοή μας
αιωνιότητα και βαρεί
το στήθος μας να σπάσει..

Καταλαβαίνουμε:
Ο κόσμος είναι ένας κόσμος για τους δίκαιους και τους αγνούς

κι είμαστε δίκαιοι πολύ και είμαστε αγνοί
που δεν μπορεί μας ούτε μια πληγή η κακία!

Οι ιδρυτές της νέας ψυχής!
5.12.1980

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ..

Επειδή στον μελλοντικό ύπνο θα είναι
πεδιάδα η ματιά μου

κι ο κόσμος μέσα της θα τρέχει χαρούμενος
εφευρίσκοντας συνέχεια λεωφόρους χαράς..

Τα ποιήματα ίσως καταργηθούν
παίρνοντας άφεση για όσες έχουνε συντάξει αμαρτίες..

Κοριτσάκι θα σε δω να αλλάζεις το ύφος σου
μ’ ενός μικρού παιδιού την άψογη εκείνη
έκπληκτη σοβαρότητα..

Τα μεγάλα μάτια σου επίσημα
θα λένε την ιστορία του κόσμου…
23.4.1984

οι ποιητές πρέπει να σβηστούν με γομολάστιχα

ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ.

Κρυώνει στην υποθετική ονομασία της μέρας:
Τρίτη, Τετάρτη ή Παρασκευή.

Πρέπει όλο το παιχνίδι της φθοράς να το υποστώ
πριν μου αντιπαρατεθεί για τα καλά ο θάνατος..

Είναι κάτι αλλόκοτο στην υπόθεση άνθρωπος·
δύσκολο σαν μυθολογία ή παραμύθι·
αποδημητικό των ορισμών και φευγαλέα προφορά της καθεμιάς ψυχολογίας.

(Βασίζομαι στον στοχασμό μιας πεταλούδας να τα πω αυτά…)

Κιόλας η μέρα κρέμεται απ’ το παράθυρο·
αφήνει τα λευκά της χέρια, πέφτει
απαλά στο μαλακό χόρτο του κήπου·
αποκεί ξεχύνεται στις πλατείες με βιασύνη..

Πρέπει να ευδοκιμήσεις μέσα στην ομορφιά της συνείδησης!
Κι οι ποιητές πρέπει
να σβηστούν με γομολάστιχα
ακούγοντας την λέξη «έρωτας»…

9.1.1984

Ο στίχος πρέπει

Ο στίχος πρέπει
σαν ένα τελευταίας τεχνολογίας αεροπλάνο
να πλησιάζει απειλητικά
το φράγμα του ήχου-
ώσπου
να το σπάζει…

27.11.1983

Στα ..ήντα μου είμαι ακόμη ερωτύλος

Ό,τι υπάρχει είναι λόγος
Στίχος με άγνωστο προορισμό
Οι μέρες δασκαλεύουν τον χρόνο γι'αυτές να αδιαφορήσει
Αλλά πώς αδιαφορεί κανείς για τις ωραίες κοπέλες;
Κλειδώνονται τα γραφεία κάθε απόγεμα
Οι υπάλληλοι κατεβαίνουν με το νωθρό ασανσέρ
Παίρνουν τα αυτοκίνητα
Η Πατησίων πήζει
Το Μοναστηράκι ορέγεται αυτές τις ξανθές λιγνές τουρίστριες
Με τα ωραία πόδια και το έκθετο στήθος
Κάτι αρχαιολόγοι σκάβουν χαμηλά
Στην Ηφαίστου
Πιο χαμηλά από εκεί που το εύρημα είναι απόδειξη
Εγώ βιδώνω την ζωή μου
Ευκίνητος, δυσκίνητος, αεικίνητος
Αυτοκίνητος ούτε- αφού το οξυγόνο μου είναι βαρύτιμο καύσιμο
Όταν σχολώ φτιάχνω στιχάκια
Σαν ξόρκια με σκόρπιο μέσα τους ένα παράξενο νόημα
Φλερτάρω με όλα τα κορίτσια
Στα ..ήντα μου είμαι ακόμη ερωτύλος
Και κοιτώ που γερνάω
Μην βάζοντας διόλου μυαλό
Αφού μυαλό είχαν μονάχα οι πεθαμένοι μου δάσκαλοι..

17.7.2010

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ..

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ..

Η νύχτα σε ξέρει στην κάθε λέξη και σ’ αγγίζει
από το μέρος όπου δεν κοιμάσαι·
που ανοίγεις τρύπες στο γυμνό της κορμί, αφήνοντας
τα ίχνη σου κλέφτη,
του κάθε νοήματος,
της ζωής..

Από τα παιδικά χρόνια ακόμη μ’ ακολουθούν
σκανταλιές του ατίθασου
παιδιού που σαν μικρό κατσίκι
σκαρφαλώνει
προς τα δύσβατα όνειρα..

Ξέρω πως μ’ έναν τρόπο αυτά
ορίζουν την ποιητική καταγωγή μου..

Ή τα άλλα που δεν τα ξεδιάλυνα αλλά είναι
ρυθμός που υπαγορεύουν οι ανθισμένες μυγδαλιές που στέκονται
νυφούλες στον βοριά..

Πόση καρτερία είχα για να μπω μέσα στα κάστρα των λέξεων!

περιηγητής της διαρκέστερης ραψωδίας· και πήρα
μέρος σε κείνον τον ατέλειωτο περίπλου που δεν βγάζει
αλλού από την μια και μόνη αναζήτηση..

Εξάλλου και που φτάνουμε;
Χώρα του τίποτα είναι η ζωή!
Τειρεσία μάντεψε
πόσο τυραννιέμαι να φτάσω
στην Σκύλλα, στην Χάρυβδη.

Μ’ έναν αντίξοο θεό…
7.4.2008 Βουκουρέστι

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ…

Σκοτεινέ φιλόσοφε,
σ’ αγγίζω από την μεριά της βροχερής ετούτης μέρας!

Τ’ αποσπάσματά σου
ίδια μες την δική της ιστορία γράφονται

με μια ροή από βροχή που φεύγει
ξιφομαχώντας πάντοτε με δέντρα πιο γυμνά..

Και ξέρω να μιλήσω γράφοντας τον μορφασμό του συμφιλιωμένου
αφήνοντας την χωματένια οργή που αποσαρθρώνει
τον ζωντανό πυλό..

«Παρεόντας απείναι» όμως πάντα όλοι οι θεοί

όταν οι άνθρωποι ανθρώπινα διαβουλεύονται· και μένει
μισάνθρωπος αναχωρητισμός που από ανάγκη γίνεται μοναστηριακή θρησκεία

που απλώνει σαν σ’ εκείνο το παλιό στυπόχαρτο
το εκφραστικό μελάνι του ο ένθους ποιητής…

6.4.2008 Βουκουρέστι

HOTEL…….

Τραπέζι από σκούρα καρυδιά και έξω βρέχει..
Κυριακή!
Τοπίο θλιμμένο με μια υγρασία ζόρικη
που ξετρυπά ως και το καύκαλο ετούτης της ερχόμενης μέρας..

Στο μεγάλο μάτι τ’ ουρανού
η κόρη είναι ένα συννεφένιο ψέμα
που εγώ το ξέρω ότι ζηλεύει κάθε ήλιο της Ελλάδας.

Περνούνε αυτοκίνητα
οι κουρασμένες λαμαρίνες τους
γυαλίζουν απ’ την υγρασία που τις πολεμά·
ένα σκυλί γαυγίζει..

Βρίσκω διάθεση να πω εκείνο το «κουράγιο» που χρειάζομαι
ολοζωής να συνεχίσω να εκπληρώνω το μαρτύριό μου..

Τούτα τα μεροκάματα μυρίζουν θλίψη κι αθεράπευτη νοσταλγία!

6.4.2008 Βουκουρέστι

ΣΑΒΒΑΤΟ…

Ορθόδοξη ψιλή βροχή
πάνω από το αγουροξυπνημένο Βουκουρέστι.
Σπαρτά σ’ όλο το μήκος του επίπεδου ετούτου κάμπου·
και δέντρα που φυλλορροήσανε για να ‘ναι τώρα
κάτοικοι θλίψης·
πολιτεία στο ξύπνημα!

Ένας παράξενος ρυθμός από την ξένη πόλη που με δυσκολία τον καταλαβαίνω,
βαφτίζει την άσφαλτο με την γυαλάδα της βροχής·
πάλι ακούγεται
κάτω απ’ τις ρόδες των αυτοκινήτων.

Ημερήσια πουλιά!
Ένας λαός σπουργιτιών που διεκδικούνε το ίδιο κλαδί
τσιρίζοντας σαν οι τσιγγάνοι που μετά θα τραγουδήσουν..

Καμαρώνουμε την απλωσιά ετούτη που μαζεύει
τις χορδές από τις άρπες των άφυλλων δέντρων..

Στην μέρα γεμίζει η ώρα
γλυκιά μελαγχολική μουσική!

5.4.2008 Βουκουρέστι

16 Ιουλίου 2010

ΥΛΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ..

Οι καρδιές των κυρίαρχων είναι από ύλη πέτρας·
σαν ο νόμος του νικητή να τις έπλασε·
αντηχούν σκληρά·
δίχως αισθήματα..
Δικάζουν όπως ένα ζώο της ζούγκλας που πεινά
δικάζει..
Πραγματώνουν τις σιδερένιες αλήθειες τους μέσα
απ’ τα πολεμικά δεδομένα..
Αν γυρέψεις να ξέρεις μόνο στο βάθος του θανάτου υπάρχει εξισορρόπηση
ανάμεσα στον νικητή και τον εκάστοτε υποταγμένο·
είναι μοίρα που γράφεται με το μελάνι λήθης
πύρινη, καταστροφική για το ευαίσθητο εκείνο πλάσμα που ήσουν..

Ξέρεις να είσαι η βορά των αδικούντων κι αυτή η μοίρα σου
έχει φαρμάκι πόνου..

Τώρα ακούγονται τ’ αστροπελέκια του καιρού που πάει μπροστά μας και
ιχνηλάτης
η ψυχή ορμά μες τις ελπίδας τους ορίζοντες.

Είσαι λίγος ν’ αντιμετωπίσεις
το φοβερό πρόσωπο του κακού..
Μόνο άκουσε…

Περνούν τα χρόνια και κάτι δεν έρχεται
μήνυμα ελπιδοφόρο για να στρέψει
αλλιώς τον Βουκεφάλα σου·
σε πολεμούν ανήλεοι αιώνες·

που κομματιάστηκε κάθε κορμί σαν να ‘τανε
να ποδοπατηθεί το πλάσμα εκείνο που καμάρωνε ο θεός· αφ’ εαυτού
να έρθει η ταπείνωση..

Κι εσύ με λέξεις τώρα μόνο ευχέλαια
και ομοιοκαταληξίες της επιθυμίας οργανώνεις..

5.4.2008 Βουκουρέστι

ΑΣΥΜΦΩΝΑ..

Δεν χωράω μέσα σε άλλα σύμβολα· αξία της φωτιάς είναι το καλοκαίρι
που η θάλασσα άστραψε-
ένδοξη
και αγία..

Τα επιδιωκόμενα ευτύχισαν ένα τέλος καλό
που ήταν δύσκολο σαν πόθος.

Μόνο λάμπουν μεσημέρια, μόνο ξέρει ο άνθρωπος
να συναρμολογεί από ουσίες του τίποτα το καταφύγιο των ονείρων του..
Εξ ου και το να απελπίζεσαι πιο δύσκολο είναι
όταν κατέχεις ιδέα πεπαλαιωμένου ουρανού
για σκέπη..

Κρύβει τους θεούς του φωναχτά,
-ξέρει ο άνθρωπος-
καταφεύγει
προπαντός σ’ εκείνον
για να ελπίζει στο αύριο..

Πάντως μαθαίνουμε απ’ το σχολείο του θανάτου· ερχόμαστε
με τις προσωπίδες των άλλων-
ηθοποιοί
σ’ έναν ανερμήνευτο ρόλο.

Και κανοναρχεί το θλιμμένο ψηφίο μας
του σαρκίου και της ψυχής..

Νύχτες που απλώθηκαν μ’ ένα ψιχάλισμα επάνω από το ήσυχο Βουκουρέστι …
Αργεί ο θεός·

κι ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται τούτη την σχόλη των αγγέλων για να γράψει
τα μανιφέστα του από εγωισμό και απληστία
πάνω
στην ράχη αυτής της γης…

Βουκουρέστι 4.4. 2008

Οι άνθρωποι διαβουλεύονται πάνω στην κληροδοτημένη γη

7.

Να θαυμάσεις ούτε και στο σοφό άστρο της αυγής κρέμεται φλύαρο κοτσύφι·

το χέρι της μέρας τρυφερό που αναμερίζει τα
σκεπάσματα·
το σπουργίτι έρχεται αμέριμνο μετά

που η μέρα ξεδιπλώνεται αιθέρια και άσπρη
επάνω απ’ τα ηφαίστεια της γης!

Ωραίος ο ήλιος!
Και η ρίγανη και το θυμάρι
και οι ορτανσίες που άναψαν
μυρίζοντας αψάδα το μεθυστικό λεμόνι..

Μαινάδα μέρα!

Οι άνθρωποι διαβουλεύονται πάνω στην κληροδοτημένη γη
αξίες που όταν παζαρεύονται
γραμμάτια θανάτου είναι. Κι οι αρχηγοί τους
κομπάζουν πάνω σ’ ένα σύμφωνο μετανιωμένο
που λαχταρά να ξεδιψάσει με φωνήεντα..

Πάντως να ξέρεις:
ότι λέμε είναι ρίζα της φθοράς·
επικυρώνουμε την πράξη του θανάτου!

Βουκουρέστι 4.4.2008

ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ..

Έτσι νανούρισαν την νύχτα οι αστερισμοί και έτσι
τα πουλιά ξενύχτησαν
την θύμηση που αποκοιμήθη’..

Σαν κόρη θεία που αγάπησε ο βοριάς!

Μετά οι άνθρωποι
που μες τις μέρες καλοσύνεψαν
αποταμίευσαν ψυχής
θησαυρούς πολύτιμους
μες την ωραία ζωή..

Δώρο έκανε η παπαρούνα τις αμαρτίες της
στο συναρπαστικό ξημέρωμα..
Και είδα
τον άνθρωπο
φίλο και αδελφό μου να προσεύχεται
σ’ ένα εξαίσιο φεγγάρι!

Κυλάει ο χρόνος, τίποτα δεν νοιάζεται…
Είναι το άγχος για να τον προφτάσεις…

Κι εκείνος που σφυρίζει αδιάφορος και φεύγει
σαν τραίνο από τον σταθμό που δεν προλάβαμε. Τώρα…
Που πας;
Ένα απελπισμένο κράτος τα όνειρά σου·
τις λέξεις του ποιήματός σου δεν χωρούν.
Ούτε τις ουτοπίες που θα φρόντιζες να είχες
αν ήσουν ο ονειροπόλος του μεγάλου τίποτα
που έρπει πίσω απ’ όλες σου τις φραστικές επιδιώξεις.

Βουκουρέστι 4.4.2008

Από άνθρωπο σε άνθρωπο σε άνθρωπο… τι δρόμος!

5.

Από άνθρωπο σε άνθρωπο σε άνθρωπο… τι δρόμος!

Πόσο ξεθυμασμένο άρωμα θεού που στην πορεία χάθηκε…

Και έτσι το αγρίμι ξαναβγήκε να νικήσουν οι οστεοθλάστες του.

Να κλάψει ο άγιος…

Αθήνα 16.3.2008

15 Ιουλίου 2010

Ε τώρα εγώ τι να πω;

Ε τώρα εγώ τι να πω;
Εσύ σπας τις σιωπές σαν τα φρέσκα καρύδια
Που σπάζαμε παιδιά σ' εκείνο της γιαγιάς το τσιμεντένιο πεζούλι
Με μια όμορφη πέτρα.
Χαμογελάς κι ένας λευκός πειρασμός με σπρώχνει για να σε φιλήσω.
Τα μάτια σου αντένες που συνέλαβαν τον ουρανό.
Τόσα μήκη κύματος λευκά και μετά γαλάζια
Ροδόχροα, ερυθρά
Ζαλίζοντας το βασανάκι μου της επικοινωνίας
Όταν το μεσημέρι είναι ρήμα αιθέριο, ζωντανό.
Ακούς την καρδιά μου που δέεται
Για έναν χτύπο της δικής σου καρδιάς.
Και ακουμπάς την θέληση να σε σκλαβώσω
Μέσα στην κυρτή σιωπή που κάνει πιο δύσκολο και μακρινό
το πλεούμενο όνειρο..

ΑΝΘΡΩΠΟΙ..

Τα χνώτα των ανθρώπων που χάνονται μες την βασανισμένη μέρα·
αγχωμένοι συνωστίζονται πίσω από το αμαξάκι του παρά·
κρατούν σημαίες ψυχές
μεσίστιες-
δηλώνουν θλίψη·
ή περιεργάζονται αυτόν τον ίδιο θεό
που με χίλια πρόσωπα επιβιώνει
μέσα στα χρόνια.
Οι φωνές τους
είναι τα χνάρια της σιωπής
που αγανακτισμένη ούρλιαξε
δημιουργώντας επικοινωνίες αγωνίας.

Και στον ύπνο τους
η ίδια απουσία λάμπει
που γκρεμίζει ένα ένα τα όνειρα..

Ξέρω τις επιδιώξεις τους μέσα στον μύθο κάθε υποτέλειας.
Δεν μπορούν να διαβάσουν ένα λουλούδι σωστά.
Καμώνονται πως γνωρίζουν την φλογοβόλα αλήθεια..

Μέσα στις πολιτείες τα χνώτα των ανθρώπων που χάνονται
μέσα σε τεκμηριωμένες σιωπές, μέσα στην μέρα
που αναστέλλει την κατορθωμένη της αιθρία
γυρίζοντας το μάτι των καιρών αλλιώς…

Αθήνα 13.3.2008

Ιδεοφόρα κι αήττητη

Φέρει τις ιδέες της υπό μάλης
Όπως φέραν υπό μάλης
την τραγιάσκα τους
παλιοί εργάτες όταν έμπαιναν στο μαυσωλείο
Αμφισβητεί την "θέση"
Δεν χωρεί πουθενά
Έχει άλλον, απέραντο (νομίζει) ορίζοντα
Θέλει να ξεριζώσει τον σάπιο φρονιμίτη ολόκληρης της κοινωνίας
Ανένταχτη και όμως ενταγμένη
Άυλη, υλική
Με χρώμα, με χροιά
Ιδεοφόρα κι αήττητη
Φλεγόμενη έως το υπερπέραν.

θα γίνει το σήμερα ένα αβέβαιο αύριο.

Κάθε απόγεμα είναι ο ίδιος επίμονος θόρυβος που κρατά καρφωμένα τα μάτια
στον ουρανό. Περνούν τ' αεροπλάνα που θα πάνε σ' έναν άγνωστο τόπο.
Στο τραπέζι το φαγητό που αχνίζει.
Τα λιπαρά ψάρια δείχνουν εκεί την ανοιγμένη κοιλιά τους
αστειευόμενα δίπλα στις δροσερές ντομάτες που κοιτούν τον κόσμο ερυθρά.
Στον δρόμο έξω παίζουν όλοι οι μπόμπιρες της γειτονιάς.
Θόρυβος, θόρυβος.
Ποδήλατα που τρέχουν, κουδουνάκια.
Ζέστα του νικητή Ιούλιου.
Πατώ τα πλήκτρα σαν να δέομαι για κάτι.
Οι λέξεις χοροπηδούν και στο φινάλε τους αυτό που λένε
το παίρνει η οθόνη και θα απομακρυνθεί
σιγουρεύοντας πως θα γίνει το σήμερα ένα αβέβαιο αύριο.

ΕΛΛΑΔΑ..

Δεν επινοώ τίποτε πια.. Οι άνθρωποι καγχάζουν
μέσα σε λάμψεις του εγωιστικού τους μανιφέστου
που γράφεται σε διάρκεια..

Η Ελλάδα σκυθρωπάζει·
είναι ανεμοδαρμένο παρελθόν
που μυρίζει αρχαίους κίονες
κι ένα της τραγωδίας θεό που ακόμη επιβιώνει..

Έχουμε την όψη που αρμόζει στους αμαθείς·
σιτιζόμαστε με θάνατο
αρχαίων σοφών που στο γινάτι τους να ξαναζήσουν
παίρνουν από τουριστική αστυνομία ελευθέρας για να περιφέρονται
μέσα στα μισογκρεμισμένα περιστύλια ενός συμπαντικού ναού..

Διαβάζουμε το φως: αρχαίο και νέο
μουσουργεί
με σύνεση
για να δούμε ξεκάθαρα
την αποτυχία του τώρα..

Και τα βράδια
συνοφρυωμένοι μπρος στον άδειο ύπνο
ταριχεύουμε την σιωπή και την μοναξιά
και τρυπάμε αισιόδοξοι τις κρύες μας νύχτες…

Αθήνα 12.3.2008

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ.

Τα μολύβια μου τρώνε σελίδας άσπρο
κι αχανές πεδίο της περιπλανώμενης σκέψης..
Ξύνουν το δέρμα που παραχωρεί για να χαράξουμε τα τατουάζ μας η ποιητική στιγμή..
Ποτέ το « κάτι» ίδια δεν λέγεται..
Με άλλα χρώματα
διαγνώθεται να ασθενεί η ψυχή..

Γυναίκα
με την σάρκα αφρό!
ηχεί το μοιραίο σου σώμα! Πόθους στέλνεις
να κονταροχτυπιέται το αρσενικό
που σε ορέγεται σαν μ’ ένα
μεθύσι που η σάρκα μες την σάρκα χάνεται
και γίνεται ο έρωτας γιγάντιο άνθος..

Δεν αντέχω άλλη όραση από εκείνη
που δοσμένη να έχουμε διαστρεβλώνει όλα τα ειδομένα..
Ποιός ξέρει
στο τέλος των λέξεων πόση
ψυχή θα χρωστάμε;

Με μουσική από θεό που αδιαφόρησε για την μοίρα μας..
Και τότε εσύ
γυναίκα αμαρτία και γυναίκα έκπτωτη
από τους παραδείσους
με τα μάτια του δαίμονα-
σε σένα
προσβλέπουμε.

Πάλι να χαράξεις τον δρόμο της εξόδου
απ’ τον ωραίο κήπο..
και ας σε δικάζουν οι καιροί!

Όμως εγώ
που ξέρω ότι μόνο η πλήξη ενός κήπου ήταν που χάθηκε
ενώ
κερδήθηκαν οι τόσες αγωνίες, προβληματισμοί
να επινοήσουμε το φόντο για μια κόλαση δική μας-

σε λέω Αγία, σε λέω Γυναίκα
σε λέω φωτιά που καίει με

και στο σήμερα και στο αύριο του κόσμου!..

Αθήνα 7.3.2008

ΕΙΚΟΝΑ..

Ανάβουνε οι φανοστάτες στον δημόσιο δρόμο.
Νύχτες που ξορκισμένο πάει το άσπρο σύννεφο·
έρπει χάμω,
δίπλα στην ερημωμένη παραλία να γίνει
φάντασμα ανούσιο του καιρού..

Ξέρω τις σκέψεις όλων που σωπαίνουν
η φρόνηση δεν τους αφήνει να πολυμιλούν·
κλείνονται σαν τα σαλιγκάρια στο δικό τους κέλυφος,
το ριζικό τους μια φωτιά της μοναξιάς που αγνοούν..

Αναζητώ δέκα αλήθειες σ’ ένα δέντρο ανθισμένο·
η ομορφιά είναι αιώνιος, απόλυτος καρπός·
όλα σημαίνουν κάτι.. Οι αγρύπνιες
γυρίζουν προς τα μέσα την ψυχή του ποιητή!

Και αγνοείς
τον λαύρο άνεμο·
πλέκει μ’ εμπιστοσύνη τις ημέρες:
στεγνές από επιμονή σ’ ακολουθούν
μέσα στ’ ασύνορα ποιήματα μιας προσμονής που σβήνει..

Φέρτε μου από το όνειρο το κάτι που αναζητούν τα πρωινά πουλιά
πετώντας γύρω απ’ τα καμπαναριά σαν μαγεμένα
κι ύστερα χάνονται στον άσπιλο ουρανό..

Όλα διαβάζουνε μια πράξη πως το θέλει η μοίρα…
Όλοι μας είμαστε μοιραίοι, δυστυχώς…

Ρόδος 23.2.2008

14 Ιουλίου 2010

ΛΥΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ..

Περνούν τα χρόνια και χάνω ότι είναι από ιερατικό άνεμο·
μαθαίνω μόνο να σωπαίνω-
ονειροπόλος!
Ξέροντας από τις θρησκείες
το λίγο ευτελές που απομένει
αν αφαιρέσεις άνθρωπο..

Και με σύμβολα
πιο αποκαλυπτικά τώρα
που η ζωή καρφώνεται μες την καρδιά του ανυποψίαστου χρόνου..

Και η ψίχα του ξύλου πάνοπλη, με αιώνων
αθροισμένη ύπαρξη· και πουλιά
γενιές ολόκληρες που ομόρφυναν με ήχο απαντοχής
το ώριμο τοπίο..

Κι η γη
μάνα του μυστηρίου που με μια πνοή
φέρει τον πηλό στην ζωή τώρα
στην χαρμόσυνη όψη της φιλοξενεί λουλούδια!

Η άνοιξη ξιπάζεται μες την ανθοφορία των στρωμένων κάμπων·
και στο μέλι του ήλιου πεταρίζουνε τρελά
μυριάδες έντομα·
σαν οι ανάσες που ‘φυγαν απόνα
πιο χαρούμενα που ανασαίνει τώρα στήθος!..

Ρόδος 26.2.2008

ΠΡΕΠΕΙ..

Να γερνάς μέσα στον χρόνο που
πράγματι σου αξίζει:
μια ευτυχία κι αυτό!
δεν σου το επιτρέπουν πάντα οι θεοί!

Ο ενικός σου για να φτάσει στον πληθυντικό του ορίζοντα
θα μάθει όλες τις πίκρες.
Στιγμές που έρχεται η απόγνωση
και αγωνίζεσαι να κρατηθείς ορθός
όπου σε πολεμούν ανήλεες οι μέρες..

Και τα ίδια όλα αυτά που απέρριψες
να επιμένουν να σ’ ακολουθήσουν·
να οργανώνεις τις προσωπικές σου μοναξιές
μύστης βαυκαλισμένου λόγου..

Αλήθεια πως περνούν οι μέρες!
στρατοί του μάταιου αποτελέσματος,
κατακτούν μια λίγη φρόνηση
που ξιφομαχεί με την αγωνιώδικη
ψυχή σου..

Όμως να φέρνεις πάνω σου το στίγμα του επαίτη
που αναζητά φλογέρες των πυρρών ανέμων
κι οι λέξεις του αγρύπνιες που πονάνε·
φριχτό!

Πρέπει
να καταλάβεις λίγο από ωραιότητα
προτού παραδοθείς στου θάνατου το ποίημα!..

Ρόδος 23.2.2008

ΠΟΥΛΙ..

Είναι ένα που ήρθε από τα μακριά πουλί·
οι φτερούγες του
τρώνε μόνο άνεμο·
καθίζει πάνω στην ευσέβεια των ευκαλύπτων
που σείονται πανύψηλοι γύρω απ’ την λίμνη..

Με το βλέμμα ερευνώ τον γνώριμο ορίζοντα·
παχύς, συλλογισμένος,
όπως
να τον ζωγράφισε σε έξαψη θεός
πριν καταφέρει τα καλύτερά του..

Το πουλί ακίνητο παρατηρεί
που κάτω του λικνίζονται τα φλύαρα καλάμια·
όπως φλογέρες που ακόμη δεν
γίνανε·
όπως μαστίγια στον ήχο του ανέμου..

Και η μέρα παίζοντας με τα πεντοβολά της προχωρεί
ολοένα πιο ασήμαντη.
Έχει περιουσίες ξαφνιασμένου ρολογιού
που του ‘λειψαν οι λεπτοδείχτες..

Πάει, πάει, πάει
του Δία κόρη ή της Αθηνάς
σοφή γυναίκα

που προστατεύει τούτο της το από μακριά παιδί
που υποφέροντας, σωπαίνει…

Ρόδος 23.2.2008

ΡΟΔΙΤΙΚΟ..

Σκεύος ψυχή του φόβου κάθε νύχτας
περίτεχνα ωραίο το πεταμένο μες την μοίρα
μαύρο λιθάρι σου.

Στον κηπάκο των γαλήνιων νερών που ο περιβολάρης
θεός κατέχει κάθε τέχνη του αψεγάδιαστου ανέμου
στήνει τα σπιτικά του μέσα στα φυλλώματα των σκούρων
επιλεγμένων ν’ αντηχήσουν πράσινα δέντρων.

Κι η ικεσία
ν’ ανάψουν τα πουλιά ξανά
κάθε πρωί
κάθε πρωί που ότι θα σημαίνει ο ήλιος
ήττα ή νίκη
ούριος ρέει ο ακάνθινος καιρός

με αντηχήσεις ενός ουρανού ωραίου
νεύει ο άγγελος στον σύντροφό του
σαν
σε γήινη αρχαία τοιχογραφία..
Κι είναι
επίθεση ή υποταγή
οι νύμφες των νερών πριν φέξει

πιασμένες να χορεύουν μέσα στην ασύμμετρη βραδιά και πάνε
στον ύμνο του σε σκοτεινό καμβά ζωγραφισμένου
φεύγει και χάνεται αστεριού.
Σαν
Ροδίτικο ξινάρι που σκαλίζει τα παλιά εκείνα χώματα
που γράφεται και γράφεται ο ίδιος κύκλους
που κάνει ολοένα
καιρός…

Ρόδος 21.2.2008

ΦΛΕΒΑΡΗΣ..

Μιλάει η μέρα με τα νυσταγμένα της πουλιά,
χαΐρι από γήινη ορθοδοξία.
Nερό, σπαθιά, σφεντάμι
μέσα στον αγριοπερίστερο άνεμο·

να χύνει τις καμέλιες του από φωνή του όρθρου
ένας αγίνωτος γλυκός καημός..

Φλεβάρης τρώγοντας σιγά σιγά το κρύο·
πίσω από τις τζαμαρίες μένουνε περιχαρείς
αδέσποτοι άνθρωποι..

Παραλίες άηχων νησιών
άδειες μες το ξημέρωμα
και στην μέρα μετά-
στο βάθος βάθος αντηχεί
πολύβοο το καλοκαίρι·

η φαντασία ξιπάζεται·
όλα ανάρπαστα σαν αναμνήσεις..

Και στα ρηχά της μέρας όπου ένα κυρτό
περιέχοντας ύλη του κεφιού τραγούδι
πάει, έρχεται
αντανακλώντας την αξία του πάνω στα τζάμια
του παλιού σχολείου.. Λείπουνε τα παιδιά.
Φωνές που θα τα ψάχνουνε μανάδων,
στις γειτονιές του φεγγαριού που φεύγει·

ζαλίζει στο κρυφτό του ένας
που δεν ισχύει θεός.

Σαν νεφεληγερέτης πόθου…
Ρόδος 22.2.2008

ΕΞΟΧΗ..

Ν’ ακούγονται βαθιά μες τον αέρα που γιορτάζουν
σήμαντρα. Παλιές και όμως αναγεννημένες
εξοχές. Με ναούς
κίονες ως τον ουρανό που θάλλει
κάτω από την εξουσία των θεών που λείπουν,
αρχινισμένες μουσικές..

Μέσα στις φλέβες να μιλάει το αίμα
ένα αγρίμι της ζωής δικαιωμένο.
Tυφλά υποτάσσει κάθε ψίθυρο του σώματος,
μιλιά αληθινή αρχέγονου ρυθμού.

Δεν μου ανήκει παρά μία γνώση αθησαύριστων νερών
κι ένα τραγούδι λείο όπως στο συννεφιασμένο γέρμα
ακούγεται η κουκουβάγια των σπιτιών
να φτερακίζει αφήνοντας τα σκοτεινά της κεραμίδια..

Κοιτώνες του γαλάζιου ανέμου· αχρησιμοποίητοι-
εστίας θεοί,
μέσα στα δειλινά πως λάμπουν οι βωμοί σας
από απουσία κι ακαταλαβίστικη
αρχοντιά..

Το δίχτυ εκείνο της αιώνιας νύχτας
μάνας κάθε που υπάρχει καημού
στροβιλίζει των άστρων πλεούμενα,
αόριστες σημαίνουσες γεωμετρίες..

Ροδίτικο, βαθύλαλο τομάρι
φουσκωτό από πνευμόνι λαϊκού οργανοπαίχτη,
γυρίζει αλλιώς τις νότες των ωραίων νεκρών

εκείνων που από τις σκαλισμένες μες τα βράχια διαφύγαν σαρκοφάγους-

ψηλά διέπονται όλες οι πεμπτουσίες
πολύχρωμων ιδεών- ξαφνιάζουν
εμάς που φοβισμένοι θα πασχίζουμε
μες τους αιώνες μήπως κατακτήσουμε το ρίγος
μελωδικών που φύγανε ημερών…

Ρόδος 21.2.2008

ΠΟΙΗΤΕΣ..

Ψηλά, μέσα στο ελαφρύ ατλάζι των λευκών νεφών
ένας που μάνισε με τους ανέμους άγγελος
να μακαρίζει ουτοπίες σε ονείρου χώρα..

Άυπνος μέρες μες την αστερόεσσα σιωπή
της κάθε νύχτας που έρχεται
είναι χορδή ψυχής που μουσικές αβρότητας γεννάει..

Κρατούν τα δύσκολα του βίου οι άνθρωποι
μες τις νερένιες τους ξεπερασμένες δοξασίες
που τρεμοπαίζουν με ιδέες μύθων
συμπαντικών..

Κι όταν πλανήτης ένας με τον άλλον δέχονται ν’ ασχημονούνε
μες τον παγωμένο γαλαξία
ηχούν οι σάλπιγγες αθέατων μυσταγωγών ποιητών
που ψάχνουν φως ελπίδας μες το άμετρο σκοτάδι…

Ρόδος 25.2.2008

13 Ιουλίου 2010

ΜΟΙΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ.

Κατοικώ μέσα στην κάθε ρίζα
ξέροντας σημαντικό που είναι ν’ αγαπάς
και το αλέτρι και το ζώο που οργώνει
χωράφια ονείρου και της γλώσσας τους ορίζοντες..

Επάνω μου την εξουσία του έχει το άστρο, κάθε άστρο
ημερινό ή νυχτιάτικο
που βιάζεται να γίνει ορατό απ’ όλες τις αγρύπνιες.

Μάνα
όλων των ψιθύρων που δεν καταχτήσαμε, Νύχτα!
αιώνια, αρχέγονη, εξουσιαστική!

υποταγμένος πάω στα γινάτια σου
με τα πολυάριθμα λεξιλόγια άστρα σου σαν μοίρες
που μ’ έναν τρόπο μας αναλογούν..

Και ξέρω
να σβήνομαι όπου πρώτα εγγράφηκα:

σε φύλλα λεμονιάς ή στων εσπεριδοειδών την αγιοσύνη
κατέχοντας ότι ξιφομαχώ από σύνεση
κι υπερασπίζομαι αγάπες αναμμένων λουλουδιών!

Ρόδος 25.2.2008

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ..

Όχι θεός
μόνο σπαρμένοι κίονες
ανάστατοι μέσα στο χειμωνιάτικο τοπίο
σαν
τελειωμένες ιστορίες..

Άκου το μαντικό νερό· κυλάει αιώνες-
μια παρουσία εξουσιαστική!
Με έναν θόρυβο
από ζωή μακρινή, αρχαία
έχει
μονοπωλήσει την σιωπή της νύχτας, κάθε νύχτας
κι αβρό στους τρόπους κελαρύζει σβήνοντας κάθε συμπάθεια
του νυσταγμένου αστεριού…

Δέχομαι να πιστεύω πράγματα που μ’ ωφελούνε·
ο κότσυφας είναι ο ιερέας κάθε πρωινού,
σκουροντυμένος κρύβεται μες τα πυκνά φυλλώματα-
ειρωνικός!

Πιστεύω από την μεριά που οι άλλοι ευελπιστούνε
δεν περιμένω τίποτα, καμία ανταμοιβή
μόνο να ξέρω ότι δίκαια υπήρξα..

Εξάλλου μες τις λέξεις λίγα σ’ απομένουνε να περιμένεις
όπως κοιτάζεις τα παλιά οχυρωμένα κάστρα των γενναίων ιπποτών
ξέρεις ότι η ιστορία μ’ έναν τρόπο τους περιφρονούσε·
ακόμα και το ξίφος - κάθε ξίφος-
είναι το όργανο μιας θείας κωμωδίας,
ξεγραμμένης..

Τώρα ξυπνώ νωρίς κι ανασυντάσσω τον στρατό μου.
Σκληρά με σύμφωνα ηχεί
και με φωνήεντα της λυρικής ημέρας.

Διαβάζω στο άλλο ύψος
κείνο που ασκήθηκα
ν’ αναρριχώμαι,
βλέπω
την ζωή αλλιώς:
με τα καλά της
και τα κακά..

Και περπατώ μέσα στο ποίημα που από την νύχτα μου προκύπτει
αήττητο γιατί το σέβεται ο καιρός
και το δικιολογεί μια ρέουσα ιστορική γεωγραφία…

Όπως που φεύγει ο χρόνος, Ηρακλείτεια σοφός!

Ρόδος 23.2.2008

ΠΟΙΗΤΑΡΗΣ ΑΝΕΜΟΣ..

Στίχοι νεφών μέσα στον λίγο ποιητάρη άνεμο
του απογέματος
ροδόχροου
που εστιάζει πάνω από το στέρνο
της γης..

Και ο θεός
αντιλαλεί μέσα σε κάθε άρπα
δέντρου
που φύεται μέσα στον άκαιρο νοτιά και φέρει
μια δόξα πράσινης χλαμύδας
με την πόρπη του ήλιου χρυσή και αιώνια
μες την γαλήνη αυτής της μισοτελειωμένης μέρας..

Κάλμα των αήττητων βραδιών
σε μαγευτικά άλλου κόσμου νησιά
σα να κατάργησαν το πέρασμα του χρόνου

μόλις που έσβηνε ο Φεβρουάριος· τώρα
ηχούν τα ερημοκλήσια τους,
με μελωδίες που μες τα πλατιά προαύλια
μοιάζουν πυγολαμπίδες,
όπως θα βραδιάζει, νότας..

Και οι μορφές των άηχων νερών μετά
που ο χαρακτήρας κάθε νύχτας δικαιώνεται
νομίζει δίκαιες τις ηθικές των άστρων…

Είναι ο άνθρωπος αναποφάσιστος ικέτης,
βορά όλων των θρησκειών που την ψυχή του νέμονται,
πάει στο μάκρος των αιώνων που η ιστορία ξαναγράφεται
και μια και δυο και τρεις φορές πριν φτάσει
στον εφιάλτη της κάθε ζωή..

Εγώ υπερασπίζομαι αυτά που δεν σου φανερώνονται
πέρα από κάθε πίστη·
είναι ολοένα
λεπτομέρειες σε χρώμα ζωγράφου
μόνο που δεν μπορεί καθένας να τα δει…

25.2.2008

12 Ιουλίου 2010

Η ζωή ξεκουρδίζει τα κόκαλά μου

Η ζωή ξεκουρδίζει τα κόκαλά μου
Αυτή η γριά μάγισσα που δεν με καθυπόταξε ποτέ
Με εκδικείται που δεν μπόρεσε έναν φθαρμένο πόντο απ' την ψυχή μου.
Και αντιμάχομαι.
Γράφω πορεία που φλερτάρει συνεχώς με το φως.
Επίδοξος πρίγκιπας των συλλογισμών που καθαγιάζουν την γλώσσα.
Αρέσκομαι να κοιτώ το αινιγματικό φεγγάρι
Που βύθισε κι απόψε χάνοντας λιγάκι απ' την περιουσία του.
Μιλώ που η σιωπή ίδια αν την καταλαβαίνεις σου μιλάει.
Χάνοντας έτσι τα σύνορα. Κάνοντας το νόημα
Κρυμμένο θησαυρό που θα ανακαλύψουν κάποτε και θα κατέχουν λίγοι..

ΑΝ ΣΩΠΑΣΩ..

Μέσα στο πρωινό ένα λιγωμένο κοτσύφι
μην ξέροντας ότι παραφυλάμε για ν’ ακούσουμε τα μυστικά του,
ανύποπτο,
τραγουδά και τραγουδά
πάνω στην όμορφη γαλάζια μέρα..

Το τραγούδι του
καταλαβαίνει όποιος
δεν έχει τις περιουσίες του εδώ-
μόνο να ονειρεύεται ξέρει..

Και τώρα
ξεπνοώντας ένας αήθης Φλεβάρης
οι εικόνες του μυαλού είναι μία παράξενη εκκλησία
όπου μαζεύονται σκέψεις πιστές και λειτουργούν στον κάθε άνεμο..

Αν σωπάσω
ποιός θα φροντίσει να ευτυχούν τα δευτερόλεπτα;

Οι χαρές μου διδάσκονται ακόμα και σ’ ένα σχολείο θλίψης!
Βαθειά είμαι τι ίδιο άτρωτος
όπως ρόδι που σπάζοντας ελπίζουμε σε μιαν καλοτυχία..

Συλλέγω δύσκολες ιδέες της νύχτας και τις ξαπολύω πάνω στο ζεστό πρωί·
σαν έντομα όρθρου.

Λιγάκι ελπίζω να μου γίνει βολετό να υπάρχω όπως χαμολούλουδο,
χωρίς φροντίδα ..

Μόνο άνεμο ν’ ακούω φλύαρο κι ένα πουλί

που ακυρώνει όλη την φρίκη του θανάτου!

25.2.2008

Η ΑΥΓΗ..

Από το λίγο στο λιγότερο πάλι σχήμα έχει
κι αν δεν το ξέρεις η ομορφιά
μέσα μας αρχαία κόρη.
Την αυγή μιλά εϋπλόκαμη χορεύτρια
μέσα στο φως σαν άστρο..

Σημαδεύοντας με ράντιστρο του πρωινού ευκάλυπτου
γύρω απ’ την λίμνη του ξανθού μεσημεριού.
Πατούν τα πόδια της χορευτικά
πάνω στην όρθια λατρευτική δροσιά
των αναμαλλιασμένων, ξεραμένων καλαμιών..

Και ο ύμνος της
ζωγραφικός που υψώνεται
πάνω από το ύψος που μπορεί να ξέρει την κατάνυξη
η κόψη του ματιού·
του ποιητή ξορκίζει την γεμάτη στενοχώρια
συγκαταβαίνοντας στην κωμωδία της ζωής που λάμπει…

25.2.2008

Χοϊκό..

Είδα το περιβόλι μες τον ήλιο του καλοκαιριού
στο πράο τοπίο της Βοιωτίας,
ξημερώματα,
εκεί που το φως είναι
ευλογία
του ταπεινού και του σπουδαίου.

Ντομάτες καλόγνωμες φουσκώνανε
σαν έγγυες γυναίκες που θα δώσουν
συνέχεια
στο ρήμα "ζω".

Κηπευτικά με την θέληση μέσα τους της ωρίμανσης..
Ο λόγος να υπάρχει για να είναι πολυσήμαντο
το λαγαρό νερό.
Απολυμαντικός θωπευτικός αέρας.

Τα λάτρεψα!

Τόσο απλά και χρυσοφόρα, τόσο αυτοδύναμα
που έχουν ρίζες μέσα μου λες και γεννήθηκαν
για μένα και για μένα ήτανε αξίες
αυτές οι δροσερές παρουσίες που μ' έκαναν
να πιστεύω στην γη πιο πολύ!

ΑΙΣΘΗΣΗ..

Πως εδώ ξημερώθηκα
ανάμεσα στον λιωμένο άνεμο
και τα θηρία της νύχτας

και βρήκα αυτό που μου απόμεινε
από μια παράλογη άθροιση
ημερών που ο πόνος περισσεύει
και λιγοστεύει ο ευτυχισμένος καιρός..

Ακούγονται οι πολιτείες σαν να αποδεκατίζουν ανθρώπους,
επεκτατικές και ολέθριες,
γυρίζουν μες το μάτι νυχτωμένου ουρανού..

Που το πίστεψες να κι όμως έτσι δεν είναι:
πάντα να ιππεύεις που καλπάζει
λέξη ή όνειρο·

πρέπει να φας πραγματικότητας κουκούτσι
για να νιώσεις το γινάτι των καιρών..

Ολοένα πιο γρήγορα τρέχουν,
σα να έγινε φρενίτιδα η κάθε εποχή·
τοξίνες κάνει μέσα στα ευαίσθητα σαρκία..

Και το σώμα αυτό που φθείρεται από το μέρος του έρωτα
πρώτα
άχνα βγάζει από θέρμη που το κάνει
να προδίνεται η ψυχή
και να φεύγει προς απόμακρες νύχτες..

5.2.2008

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ..

Ανασαίνω βρόμικο αέρα των πόλεων, προχωρώ
μες τους λερούς δρόμους που δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα.
Ο πατέρας μου κούρασε τόσο κορμί για να καταλήξει
σε ένα μελαγχολικό προσωπικό του φθινόπωρο.
Αλήθεια ποιός κατορθώνει σήμερα μια ιδιωτική όμορφη άνοιξη;
Όλοι οι ρήτορες είναι πια κουρασμένοι, όλοι οι λαγοί
μπάφιασαν να τρέχουν μέσα σ' ένα ασύνορο λιβάδι.
Και η ψυχή
κουράστηκε να ελπίζει-
θέλει να βγει απ' την κατάθλιψη, θέλει να δει την μοίρα
να είναι σημαίνουσα κάτι, να ωραία ζωή μας μιλά.
Τα τρένα είναι όπως σκουλήκια που τρυπάνε το κορμί της γερασμένης πρωτεύουσας.
Χωρίς καπνό πια, πάνε
να σμίξουν εκεί που οι μηχανές τους οργισμένες
καταπίνουν την ηλεκτρική δύναμη
και φτύνουν μια κίνηση που νομίζεις μα δεν είναι διάρκεια.
Αλλοδαποί ευθύνονται για την μιζέρια που χαρίσαμε
αφήνοντάς τους να στεγνώνουν όνειρα
στον δικό μας γέρικο ήλιο.
Οι γυναίκες ομόρφυναν κι άλλο.
Τόσο κομψές σαν να υπόσχονται
γραμμάτια της ηδονής,
τόσο λιγνές
που λικνίζονται όπως οι επηρμένες αψηλές λεύκες
που τινάζουν την χαίτη τους σαν ατίθασα καλοκαμωμένα αδάμαστα άλογα.

Και η πόλη κοιμάται.
Μετά.
Αφήνοντας τα πόδια της να εξέχουν
από το μικρό κρεβάτι
που τρίζει
γιατί και οι ελπίδες τρίζουν
και ποτέ δεν να έχουν κράτος
κι αντίκρισμα μέσα μας κατορθώσαμε..

11 Ιουλίου 2010

ΕΤΣΙ ΖΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ..

Στην πρόσοψη των κτιρίων ο ήλιος αφήνει μια λεβάντα άνοιξης,
μια στοργική θωπεία που ανέρχεται αργά επάνω στους υαλοπίνακες
που σφυρίζουν μ’ αδιάφορες λάμψεις θλίψης..

Καταλαβαίνεις πόσο η ζωή ξοδεύεται
μέσα σε αδυσώπητα ντουβάρια γέρνοντας
η πλάστιγγά της προς του άδικου μεριά..

Έτσι ζει ο άνθρωπος…
Ροκανίζοντας τον ατέρμονα χρόνο
ή
πιστεύοντας ιδέες που εξέχουν πάν’ απ’ το κεφάλι του..
Κερασφόρος ατέλεια!

Όμως ο ήλιος, απ’ αιώνων θρησκεία
πάντα εκεί ζεσταίνει μιαν αγάπη πανανθρώπινη,
αισυμνήτης
αδιαφορεί για την κάθε έχθρα..

Ετούτα που πιστεύω είναι λόγια του καημού
που ο θυμός δεν ξέρει να έρχεται·

τρώω μένος του χρόνου, τρώω πικρό μου καρπό
κι από θεό που παραστέκεται στα άνθη έχω αρχίσει να καταλαβαίνω..

Πάντως έτσι γερνώ που ενώ σωπαίνω ξέροντας
το μικρό μυστικό της ανεμώνας
μοναξιάς κράτη διέρχομαι πριν δω
την λίμνη που γυαλοκοπά απ’ τ’ αργυρό φεγγάρι..

Και των λέξεων είμαι τότε θηρευτής
όπως ζωγράφος που αγαπά τα χρώματα
μόνο που τα νοήματα δεν έχουνε μια στρογγυλή μεριά
κι αν χερακώσεις κατά λάθος άνεμο
ο κέρβερος πολυσημίας ανελέητα θα σε κατασπαράξει…


5.3.2008

Όμως με λέξεις δεν κατάκτησε κανείς ποτέ κανένα κάστρο..

2.

Άλλη ζωή μηνάει το σκήνωμα κι άλλη το ποίμνιο καταλαβαίνει…

Και οι θρησκείες εξορίζουν αφιλοκερδώς
ψυχές καυτές νεράιδες·
έτοιμες να πιστέψουν οτιδήποτε, να υποταχτούνε
στο άναρχο που μουρμουρίζει φως..

Ανεκδιήγητα όλα κι ο καημός
να βρίσκουμε τις λέξεις να τα πούμε
περισσότερο βάρος έχει παρά θησαυρό!

Ποιητές του ορατού αοράτου

επικοινωνούμε με το επέκεινα της ομορφιάς…

Όμως με λέξεις δεν κατάκτησε κανείς ποτέ κανένα κάστρο..

29.2.2008

στα περίχωρα μιας ημέρας χαράς

1.

Κόμη καθαρή χορτάρι
που ο ήλιος συλλάβισε
στα περίχωρα μιας ημέρας χαράς
φυσάει με ταχύτητα το άρμα του χρόνου!

Και που γίνεται πάλι φευγαλέο ξέρω το κάλεσμα
και να ζεις πικρό..

Στροβιλίζονται μες σε πεισματάρη άνεμο
χίλιες νιφάδες του μυαλού
πριν έρθει η νύχτα
κάθε νύχτα
κι ακουστούν
τα όργανα να παίζουν για την αποκάλυψη!

Και οι αρχαίοι θεοί μυρίσουν πάλι το αίμα
κι απάνω απ’ τον βωμό που αργεί, φανούν…


29.2.2008

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ..

Όλα ξεδίψασαν με τον ερχομό σου και πάντως
η στιγμή
που ζαλίζεται το αγιόκλημα του δειλινού να έχει
εντόμων πολιτείες ασημένιες όπως να αχνίζουν πάνω
στ’ ανακατεμένα μαλλιά του..

Ασυνόδευτος ο σβησμένος Φεβρουάριος
λυράρης τελευταίος του χειμώνα
ξένιαστα βρίσκει την χρήση του καλοακονισμένου μαχαιριού
ν’ αναταράξει τα αιθέρια σωθικά του..

Το κορίτσι αποφεύγει να κοιτάξει προς τον ουρανό·
ένας άγγελος συνέχεια το ερωτεύεται·
είναι μυθικό ξόανο το δέντρο που δεν έχει άνθος-
μόνο μ’ ένα γυμνό κλαδί του προκαλεί τον πανταχού παρόντα
ζωγράφο..

Ανοίγομαι με χίλιες πόρτες του μυαλού·
εισχωρεί το φως,
ελπιδοφόρο.
Νεότερος κι από του ήλιου αποκάλυψη..
Γράφω ποιήματα από ανάγκη να αισθάνομαι
κοντά στον κίνδυνο
να ομολογήσω περισσότερα απ’ ότι κάνουν οι άνθρωποι…

Και αναιρούμαι μες τις χώρες του μυαλού όπου τα πολιτεύματα
είναι περόνες της χαράς
απασφαλισμένες

να εκραγεί παθιάρικα η ζωή.
28.2.2008

10 Ιουλίου 2010

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΑΚΕΡΑΙΟΥ ΜΥΘΟΥ..

Καιόμενο το ξύλο εγκαταλείπει τις σοφίες του
μέσα στην σαρκοφάγο της φωτιάς..

* * * *

Λατρεμένη Μαγνησία μου!
Δεν βραδιάζει ποτέ κανένας ουρανός σου..
Δέντρα κρατούνε την αξίωση να βρούνε οι ομορφιές πατρίδα·
κι η έκρηξη των θαλερών φυτών σου
είναι του παραδείσου κύκλος που ποτέ δεν κλείνει…

* * * *

Έτσι εν ειρήνη το κουρασμένο μου σώμα
πλέει όλο προς τον θάνατο…
Συρρικνώνεται μέσα στις αγωνίες του και μέσα
στον καιρό που περνά·
και ανυψώνεται λίγο με ψυχή που ακατανόητη εφορμάει
να χορτάσει μαρτύριο και παιδωμή..

* * * *

Τι εφευρίσκεις πάντα που δεν είναι
ούτε ψάρι της στεριάς ούτε
αμνός της θάλασσας;

* * * *
Αυτό το στενοθώρακο ανθρωπάκι με το μέσα του
μεγάλο δαιμονικό…

* * * *

Τσιρίζει η σάρκα
καιόμενη σε κάθε μεσαιωνικό μαρτύριο.
Μα περισσότερο τσιρίζουν οι ιδέες
της ελευθερίας που χάνονται
μαζί με τους υπέροχους ανθρώπους
που τις υπηρετούν…


* * * *

Θηλυκό και αρσενικό,
αιώνιος λόγος!
χωρίζουν,
ξαναενώνονται,
εννοούνται κι αποκλείονται
τώρα…

* * * *
Σε χώμα και βροχή θα μεταφράζονται μια μέρα οι κόποι μας,
αδιάβαστα όνειρα·
ζώντας ακούμε κάποια
στιγμή που ματαιοπονούν
οι αφθονίες τους…

* * * *

Όπου νομίζεις δεν χωράς, διαμελίσου
να εισβάλεις, χέρι, πόδι μες το ακατόρθωτο…

* * * *

Προνοήστε να συλλέγεται άνεμο
για να φυσάτε στις φλογέρες του ύπνου…

* * * *

Το σώμα είναι από μόνο του θέατρο
παίζει, έχει ύφος, μιλά.
Κι όταν κοιμάται ήσυχο σκηνοθετεί
πάνω στον θάνατο…


* * * *

Με τούτες τις αρχαίες σου μανίες τι εργάζεσαι
να φτιάξεις σπίτι· το σαρώνει η ερημιά.
Άκαιρος είσαι
να ζητάς του απολύτου λούστρο· φθαρμένες
οι προμετωπίδες σου.
Ψηλά, ψηλότερα
στην χούφτα του άδειου ορίζοντα
το ίδιο άστρο φέρνει από μηχανής θεό
τον ύπνο σου…

* * * *

Άφθονη ψυχή βιολέτα,
ανεμόεσσα ζάλη,
ψυχώνει ρίμες λυρικές-
ενώ στο πλάι πέρα
το ακορντεόν του ουρανού
λαλεί στον άνεμο.
Αν γυρίσεις το βλέμμα στυγνή
μελαγχολία είναι το φεγγάρι·
μουρμουρίζει θλίψη.
Βαθιά στην άκρη του γιαλού
πίνεις το χρώμα νοσταλγίας.
Αν είναι να μιλήσεις βρες το μέτρο που αρμόζει
και στην ζωή και στον θάνατο…

* * * *

Από τα ενδεχόμενα κάτι ξεφεύγει πάντα-
εκείνο που υποψιαζόμαστε λιγότερο-
κι όμως νικάει·
τόσης σκέψης ουρανός, τόσου
ουρανού βροχή
μέσα μας στάζει.
Νοτισμένη η αλήθεια μας…

* * * *

Από παντού κρυώνει μια καρδιά
πιο πολύ απ’ τον θάνατο..
Πόσες φασαρίες διάβασα
στην ζωή μου αυτού του δήμιου!
Ποιος φοβάται πια την κουκούλα του;
Μεγάλος καταδότης είναι που αμφισβητεί
την αρετή της όμορφης ζωής!


* * * *

Όταν σε επισκέπτομαι
τίποτα δεν ακούς από την σιωπή μου.
Το άσπρο εξώφυλλο κοιτάζω·
δεν μετακινείται με κανέναν τρόπο·
κάτω του περιέχεσαι
με τόσες σου ιδέες ζωντανές
ακόμη στο μυαλό μου…


* * * *

Νυν απολύεις τον δούλο σου, Δέσποτα!

Λάμπει καΐκι των άστρων μες το πικρόχολο σκότος-
τόσο φωσφορίζον που η πλώρη του φαίνεται-
τόσο ταχύπλοο που η πλεύση του είναι θεϊκό σε διάρκεια αίνιγμα-
όπως θρησκεία αιώνια.

Οι λεμονιές
φλερτάρουν με το άωρο φεγγάρι-
αλησμόνητες μέσα στο κορινθιακό τοπίο, ζεστές
σαν ένας που επιβίωσε μύθος
όπως ο αέρας κρουστός.

Τα δευτερόλεπτα
που βοηθούν την ώρα να υπάρξει
είναι η αριθμητική του σφύζοντος χρόνου: εξαερώνονται
ντροπαλά και μες το πέρα πάνε
του τρέχοντος λογαριασμού του σκοταδιού.

Νυν απολύεις τον δούλο σου, Δέσποτα!

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ..

Κοίτα την θάλασσα:
Δες την βροχή της φαντασίας που πέφτει πάνω
στην γαλάζια θεωρία της! Αφομοιώσου!
Άσε το κύμα να σε πάρει, να ταξιδέψεις εκεί
που οι γλάροι της μόνο πηγαίνουν.. Και βγες
να δεις επάνω απ' το κατάστρωμα του νου σου ωραία
που αρμενίζει ετούτο το καράβι.. Μην
θελήσεις ν' αναλύσεις το νερό της στο χημείο γιατί θα χαθεί
όλη η μαγεία που κι αν θέλησα ούτε σου είπα
ούτε και θα μπορούσα αν ήθελα με λόγια να σου πω..

Είδα το όμορφο παλιό μοτοσακό σου

Είδα το όμορφο παλιό μοτοσακό σου
που σ' έφερε σε μένα όταν εγώ ήμουν εκεί
που είναι ένα μέρος το πάντα κοντά σου, μία πλατεία
καρδιάς όπου ανθίζουνε αισθήματα δέντρα.
Είδα τα μάλλινα γαντάκια σου, εκείνο το μικρό σου μπρελόκ
που συγκρατεί ένα κλειδί που ανοίγει την καρδιά μου
όταν εκείνη τίποτα μα τίποτα δεν θα μπορέσει να την συγκρατήσει..
Κι ήρθες έτσι σε μένα: με το φθαρμένο
μπλουτζίν σου και κάτι παπούτσια που περπατάνε και μόνα τους
μέσα στην αμφισβήτηση των πάντων. Εγώ
δεν μπορέσω να σε μάθω γιατί ποτέ στην αποκάλυψη δεν γίνεσαι
κατανοητή, σαν μια ευθεία
που ορίζει το φως, όταν παύει να είναι το φως, γιατί είναι
μια μεταφυσική των πάντων.

31.10.2009

Ενθάδε μια γυναίκα ψηλή, οξεία, πολυεπιθετική

Ενθάδε μια γυναίκα ψηλή, οξεία, πολυεπιθετική
Αυτή, αυτή, αυτή- ξανθιά
Που την θυμίζει στην αιωνιότητα ο ήλιος.
Με σάρκα φωτιάς, αρχαία κατατομή, μαλλιά
Λυτά που εμπνέουν τον άνεμο. Περπατά
Κάτω από την μεσημεριανή ακρόπολη, καπνίζοντας
Και σαν ιέρεια του φωτός μου μοιάζει.
Μιλά. Τα λόγια της
Πετούν κλαδιά ελαίας,
με καρπούς
Σαν μυτερές καστανές πεμπτουσίες
Ιδέας που πάνω σε δέντρο σαρκώθηκε.
Τόσο λιτή που δεν την λέει όλη ο ήλιος: την αγγίζει
Σχεδόν ψηλαφώντας την- όπως
Ν' αγγίζουμε ένα ανάγλυφο με την άκρη
Των δαχτύλων πιστεύοντας μετά, πιο πολύ, στο Αιώνιο!
Κι απρόσμενα σηκώνοντας απλά μια άκρη του πλακόστρωτου ο αέρας
Την σπρώχνει αγαλινά να μπει μέσα σε μια σελίδα μου
Κι ένα ατέλειωτο γραμμένο ύστερα από τα μεσάνυχτα αιθέριο ποίημα..

Τέτοιο μουτράκι είσαι

Τέτοιο μουτράκι είσαι
Δημιουργημένο από ιερή όμορφη θάλασσα
Συμπυκνώνεις μέσα σου
Όλων των αισθημάτων που μπορώ τις αποχρώσεις
Και γεννάς το γέλιο της μέρας μου
Όταν εγώ είμαι ένας διψασμένος και πεινασμένος ζητιάνος
Της δικής σου ομορφιάς.
Τέτοιο μουτράκι είσαι
Χαρούμενα σε κάνουν οι μουσικές
του ρυθμού τους καμάρι
Τέτοιο μουτράκι είσαι
Που κάνεις τον ενικό μου ορίζοντα
Απέραντα πληθυντικό..

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου