...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

27 Σεπτεμβρίου 2010

Γαυγίζουν τα σκυλιά την νύχτα

20..




Γαυγίζουν τα σκυλιά την νύχτα, ο άνεμος

καρφώνει την φωνή τους πάνω στις κλειδωμένες πόρτες

όπου από μέσα τους κοιμάται

της αυγής ο αρραβωνιαστικός..



Το φεγγάρι δείχνει δόντια, αγριεύει,

τινάζει ένα γύρω την σκόνη του, φουρκίζεται

και πιο αινιγματικό κι από μια περιπλανώμενη σκέψη

πάει να δύσει

στο αύριο..



Τα λουλούδια μυρίζουνε όνειρο

κι όπως το ξέρουν ότι δεν θα ξαναγεννηθούμε

τα δίνουν όλα τους, τσιτώνονται

να κυριεύσουν τον γλαυκό αέρα.



Τότε σηκώνεται η πεθαμένη μάγισσα και αρχίζει να ψελλίζει

ακατάληπτα λόγια, ενός αρχαίου ψαλμού, που ακούγονταν

τις νύχτες

παλιά,

όταν λιγόστευε το φως του το φεγγάρι.



Και πάνω απ’ τον ύπνο των ανθρώπων δυο φτερά

από γιγάντιο γύπα

που οσμίστηκε το αίμα κάθε ζωντανού και έρχεται

πάλι να δαιμονίσει..

26 Σεπτεμβρίου 2010

Σπέτσες..






Όμως ήμουν πάντα εδώ..

Ειλικρινής, χαμηλόφωνος, ξεκάθαρος.

Με τον δικό μου τρόπο να λέω

Να γεύομαι, να αγγίζω.

Τώρα μετρώ τα άστρα- είναι ωραία η νύχτα.

Τι περιγράφει η ζωή που το σέβεται κι ο ίδιος ο θάνατος; Τι ξέρει

Κάποιος όταν νιώθει τα μέσα του όλα ν' αλλάζουν; Κρατώ

Ένα μυστικό για εμένα. Περπατώ

Στα στενά σοκάκια σπαρμένα με τόσα βότσαλα

Που φτάνει να ξεχαστείς και θα τα νομίσεις όλα γύρω σου θάλασσα:

Έναν βυθό κι εσύ να είσαι εκεί.

Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά ως αργά την νύχτα.

Πουλούν την ζωή όταν την ζωή κανείς δεν την ξέρει.

Αφήνω το σώμα μου να περιφέρεται θέλοντας

Να γλυτώσει από την ανυπόφορη ζέστα.

Στις βιτρίνες δεν υπάρχει καμία ψυχή-

Η επίδειξη της ματαιότητας τελείωσε.

Αδειάζουν όλες οι στιγμές μου σε μία:

Ένα γιγάντιο δευτερόλεπτο που αυτό που είμαι αλήθεια περιέχει.

Και έξω απ' τα παλιά αρχοντικά με τις ψηλές μάντρες

Και τους κίονες που θυμίζουν μια αρχαιοπρεπή φιλοδοξία

Τα φώτα χαμηλώνουν και μένω να αλιεύω μια λέξη στεγνή

Απόναν ενάλιο χοϊκό ουρανό..



Σπέτσες..

11.8.2010

παλίμψηστο αρχαίο καλοκαίρι.







Είναι η φωνή του ήλιου, τρεις

Η ώρα το καταμεσήμερο, λαγαρή

Και πάντοτε στιλπνή σαν αχιβάδα

Που σού 'δωσε ο βυθός κοντά στα ωραία βράχια

σαν στο νερό κατέφυγες να δροσιστείς.



Κι από το πιάτο πώς κρυώνει μες το στόμα σου το φρούτο

Καρπός της μοίρας τούτης δω της εποχής

Και τα πολλά, που δεν φαντάστηκες κι εσύ, αξίζει!



Θέληση, παλμός

Της καρδιάς, ομορφιά

Από μόνη της αξία..



Καταστρώνω σχέδια για να πολιορκήσω αυτό

Το παλίμψηστο αρχαίο καλοκαίρι.



Ερμιόνη..

11.8.2010

Οι μισοί δρόμοι της πόλης με τα χαμηλά πεζοδρόμια και τα προνομιούχα δέντρα-


19.




Οι μισοί δρόμοι της πόλης με τα χαμηλά πεζοδρόμια και τα προνομιούχα δέντρα-

οι αξιωματικές μέρες του Ιουνίου στην Ρόδο, πριν

η θάλασσα μεταφραστεί σε γαλάζιο και η αύρα της

θωπεύσει απαλά την στεριά.



Η φασαρία της νύχτας

που οι τουρίστες αγρυπνούν στα μπαράκια πίνοντας

διευρυντικό της συνείδησης αλκοόλ

και βλέπουν

τον κόσμο αλλιώτικο..



Μεταβαλλόμενο σε ένα πεφταστέρι που το κενό του

δεν ποτέ διορθώνεται..



Μέσα μας το τώρα είναι ύστερα και το αύριο

σήμερα που λιποτάχτησε.



Όσο προσπαθούμε να δούμε πίσω από τα σύνορα του βλέμματος, ένα χρώμα

ωχρής ζωής που δεν αναγνώθεις

σωστά.



Ένα αλουμινένιο παραπέτασμα μετά από το ποίημα που σκάρωσες για να κρύψεις

την ευαίσθητή σου πλευρά..



Κι εσύ

επιταχύνεις οδύνες

προς εσένα..



Τα διαφορετικά δέντρα, με την ιταλική επιμονή

να είναι η οργάνωση σύμβολο..



Πωρόλιθοι που σκουριάζουν ευτυχισμένα

μέσα στα χρόνια, αφήνοντας

αυτό το λυσσαλέο σαράκι της οξείδωσης,

όπως γινάτι

να φθείρει οτιδήποτε ο καιρός.



Το απόγεμα μελοποιεί την καρδιά μου!



Πώς δεν το σκέφτηκα; Είμαι

ένας αδαής που στηρίζει επάνω σε αρχαίους κίονες το άλφα του

και το ωμέγα.



Αν θέλω να γυρίσω ξανά

προς το σημείο φωτιά

το μέσα μου, ο ίδιος είμαι

που ήμουν ο έφηβος..



Και χορεύω!



Ευτυχισμένα καλός!



Ρόδος.. 2009

Βιάσου! Ζει για σένα η μέρα·






Βιάσου! Ζει για σένα η μέρα·

Τα νερά έχουν ιδέα που καταλαβαίνεις·

Μετάλαβε την ζέστη, άκου:

Το καλοκαίρι θερμαίνεται κι αχνίζει

Πάνω στα βράχια, στις σειρές τα αμπέλια, μες

Την ματιά σου.

Όρεξη έχουν τα τζιτζίκια

Για τραγούδι για φως.

Είσαι ό ίδιος που ξέρω:

Τελετάρχης των απόλυτων εποχών..



Ερμιόνη..

11.8.2010

Είναι μια ιστορία ανέμων της νύχτας που δεν την έμαθε ποτέ κανένα φεγγάρι-





Είναι κάτι τρόποι των ουρανών που δεν μπορούν να μεταφραστούν απ' τα σύννεφα

Είναι μια ιστορία ανέμων της νύχτας που δεν την έμαθε ποτέ κανένα φεγγάρι-

είναι που εγώ δεν είμαι εσύ αλλά είμαστε το ίδιο

Αμίλητο δέντρο που έμεινε δίπλα στην θάλασσα και το μαγεύει λίγο λίγο η μέρα

Σκαμπανεβάζοντάς το ως το πρώτο φως.



Η κοιλιά σου είναι ένα ρόδο γενναίο·

Είναι λευκή η κοιλιά σου, είναι μια είσοδος άγνωστη που μ' αρέσει·

Περνώ μες απ' αυτήν μέσα στην κάθε αιωνιότητα

Γυμνός σαν ένα που κοιτούσαμε οι δυο μας κάποτε άστρο.



Τα φορέματά σου καίγονται στην βυθισμένη παραλία.

Μετά βουτάς στην θάλασσα με την υγεία στο δέρμα.

Αισιόδοξη σαν σκέψη πεταλούδας.

Μαγνητική σαν η άποψη του θερμότερου πόλου.



Και σε μαθαίνω έτσι: όπως λυσίκομη και με το αήττητο βλέμμα

Κυνηγάς το ελάφι των λέξεων μια στιγμούλα να γίνεις

Ασήμαντα σημαντική κατατρώγοντας

σπυρί σπυρί όλο το ρόδι

Των μέσα σου αντιφάσεων..

25 Σεπτεμβρίου 2010

Στην αρχή της σκέψης είναι ο άνθρωπος που δεν είμαι εγώ



18.



Στην αρχή της σκέψης είναι ο άνθρωπος που δεν είμαι εγώ, πολλαπλασιάζοντας τον άνθρωπο που δεν είσαι ούτε εσύ,

επί τον εαυτό του.



Ένα γινόμενο αισιόδοξο,

νομίζοντας πως θα νικήσει..



Με κάθε σώμα που είναι μέσα του φυλακισμένος ο έρωτας..



Υπερβαίνοντας τα λόγια, τα αισθήματα και τα γραμμένα φιλιά

επάνω σε παράξενες σελίδες.



Και ο ίσκιος των ψυχών που μόνο τον ψυχανεμίζεσαι, δεν μπορείς

με λόγια να εκφράσεις

το αφιερωμένο του αίσθημα

που ωραία φλέγεται

μέσα σε μια στιγμή.



(Προϋποθέτει αφοσίωση η ανάσα-

και η ζωή βραχνά!)

Κάτω από την φούστα σου






17.



Κάτω από την φούστα σου

αίνιγμα που δεν λύνεται-

εστία μύθου ζωντανού..



Κάτω από την φούστα σου

ένα φεγγάρι απαλό, μεταξένιο

σαν ύδωρ

που παθιάζομαι πότε σ’ αυτό να βραχώ!

Εσύ πες μου τώρα





Εσύ πες μου τώρα πόσο καλπάζει

η ψυχή σου μες το δροσερό ρυάκι των λόγων, πότε

ακούς που μακριά ανάβει μια φωτιά

ζωντανή του πάθους και την

τροφοδοτούν με έρωτα τα χελιδόνια- Κι έτσι

όπως πας να βγεις μπροστά απ' όλα και να κάνεις

το Κακό το γύρω σου άκυρο,

εσύ πες μου πώς να σου μιλήσω απλά, τόσο απλά που να το καταλάβεις

ότι με ένα τίποτα γίνεται ξαφνικά υποφερτή η ζωή..



Αφήνω ανάμεσα στα δάχτυλά μου τα φεγγάρια

να παίζουν και να ηχούν σαν χάντρες-

τις περισπωμένες αφήνω έκθετες στο σιγανό κύμα-

οι παρομοιώσεις μου λαλούν γαλάζια και αβρά-

έχω ένα τραγούδι πιο ωραίο από μαργαριτάρι.



Κοιμήσου ανάμεσα στα λόγια μου, άσε τον χρόνο σαν μωρό να σε χαϊδέψει-

έχουμε φτάσει στην εποχή της ανθισμένης καρδιάς

κι ομονοούμε να μας κάνει φίλους του το ποίημα..

Εκείνο που τελικά είναι νικητήριο μες το πρωί,




Εκείνο που τελικά είναι νικητήριο μες το πρωί,

είναι μια λεπτομέρεια φωτός που μεγαλώνει καταπίνοντας

το εναπομείναν σκοτάδι της νύχτας.

Οι σκιές ελαφρώνουνε, ο γρύλος

που ακούγονταν όλο το βράδυ να παίζει

τον σπουδαίο σκοπό του, οι νότες

του φεγγαριού που ακόμη

στέκει εκεί να γίνει

ημερινό τρόπαιο της επερχόμενης αυγής.

Από μακριά έρχονται οι βιολιτζήδες του ήλιου.

Τα μαλλιά τους βοστρυχωτά που μιλάνε.

Οι χορδές των οργάνων τους είναι

σαν να απλώνουν ένα πέπλο

χρυσό πάνω στα πρωινά χορτάρια

που ξιπάζονταν ότι ήτανε της γης τα αγαπημένα.

Και αυτό που ποτέ δεν περίμενα έρχεται τότε να με βρει: ανάμεσα από μια σκέψη που έκανα και δεν τελείωσε και τον τρόπο

που κοιτώ τώρα την πέρα την θάλασσα..












Φως ο λόγος-




16.



Φως ο λόγος-

κι από το ύψος του μεγάλου κάστρου

λακωνικά χρωματισμένο το απόγεμα,

γυρίζοντας στο ροδαλό τα ανεξαργύρωτα προικιά του..



Η ιστορία της γης επάνω σ’ ένα φύλλο

δέντρου, πεσμένο, αποτυπωμένη..

Καμία θρησκεία για το παρόν..



Ο άνθρωπος

απλά άνθρωπος-

χωρίς ιδεαλιστική επικουρία.



Ανοίγει τα χαρτιά του,

μπροστά:



μεγάλους χάρτες

με αστερισμούς του σύμπαντος.



Και εξηγείται έτσι το αίμα:

σαν συλλαβή που είναι από χοές που αρμόζουν έως

την παρελθούσα ζωή!








24 Σεπτεμβρίου 2010

Μ' αυτά τα γράμματα εγώ πήγα πολύ μακρινά ταξίδια.





Νυχτώνει στον νου μου.. Κανείς

δεν το καταλαβαίνει..

Δεν με καταλαβαίνει και κανείς…

Έχω μυστικά που ποτέ μου δεν ομολόγησα.

Κράτησα όλους τους όρκους. Ποιός

αμφιβάλει για την ακεραιότητα των ψηφίων μου;

Μ' αυτά τα γράμματα εγώ πήγα πολύ μακρινά ταξίδια.

Το ναύλο μου ήταν ο έρωτας:

Για όλα.

Τόσο σημαντικός, τόσο χαρισάμενος- όπως

Η αναπνοή.

Κι αν νυχτώνει τώρα

εγώ έχω ταξιδέψει πολύ

Και είδα όλες τις πόλεις των ιδεών..

Είμαι απ' όλα χορτάτος..

Είμαι ο που έπεται των χαρωπών συμπερασμάτων..





Είμαι ο που έπεται των χαρωπών συμπερασμάτων..



Δρόμοι που περπάτησα για να βρεθώ

Έξω από το σπίτι των ανέμων-

Δρόμοι της περιπλάνησης κι ωραία που κυλούσανε

Δρόμοι των λέξεων επισκεπτόμενος τα σπίτια ποιητών

Ξέροντας μια στιγμή και την ψυχή τους.

Και έφτασα

Βαρύνοντας την γνώμη μου να γίνω

Στο σκοτάδι φίλος κι όμως

Φίλος πάντα στο φως

Από κρυφό παιχνίδι παίρνοντας το έναυσμα για να ναι

Παρθενικό ταξίδι και τα κατορθώματα των λέξεων.

Γιατί κι αν πεις πως θα σε σώσει η ερημιά θα πρέπει

ψυχή να καταθέσεις

Όπως γυρίζουν όλα σε αγρύπνια κάποτε

Και στην οθόνη τ' ουρανού αναρτώνται.

Και το σφρίγος του σώματος ακόμη που ερωτεύονται οι νεανίδες

Κι αφήνουν ένα "αχ" ερωτικό να πέσει

Μες την σελίδα της ημέρας

Ωραία καταγράφεται και πάνω απ' όλα η ζωή

Είναι χαρούμενη και ιριδίζει ευτυχισμένα..



Είμαι ο που έπεται των χαρωπών συμπερασμάτων..

Όλη η αγάπη που έχω φυλακίσει μέσα μου


Όλη η αγάπη που έχω φυλακίσει μέσα μου

Κάποια στιγμή θα γίνει δέντρο

ψηλό δέντρο, τόσο φυλλοβόλο όσο

Που θα το πολεμά ο φθινοπωρινός αέρας.



Και μπορεί σκαρφαλώνοντας πάνω του να φτάσω

Ως την απόμακρη γωνία τ' ουρανού

Όπου δεν μπόρεσε να δει ανθρώπου μάτι..



Πώς μαθαίνω να μην είμαι κανείς και πώς ελαφρώνοντας ολοένα μια στιγμή θα φιλήσω

Την Μαντόνα εκείνη των ωραίων νεφών!



Εγώ, ο ασκητικός ιερέας μιας αρχέγονης θλίψης..









Νιώθω μέσα μου να πεθαίνουν πράγματα



14.



Νιώθω μέσα μου να πεθαίνουν πράγματα, να μ’ εγκαταλείπουνε

τα αισθήματα, φοβισμένος να ζω

από εμένα..

Είχα τόση έρημο μέσα μου τελικά;



Να καιροφυλακτεί ο χρόνος να μου αρπάξει

τις τιποτένιες πια περιουσίες μου… Κι ας έχω

συλλέξει επίμονα αυθεντικές εικόνες

του μυαλού που αξίζουν

όλα τα λεφτά..



Ένα μουσείο είμαι μ’ απολιθωμένες σκέψεις, ιδέες που έγιναν

λίθινες

-γιατί τις φύσηξε αλλιώς ο αέρας..

Μα χαίρομαι



που ένας λόγος μου σφύζει από αίμα και αναπλάθει

όλη την σοφία των αιώνων- και κρατώ

μία λέξη ελάχιστη που περιέχει

άβυσσο

και φως..

ΑΓΑΛΜΑ..

ΑΓΑΛΜΑ..



Μες από το μάρμαρο ξεπηδά η μορφή σαν ένα πρόσωπο που το γέννησε η σκληρή ρίζα του λίθου.



Και είναι

ομιλητικό, οχυρωμένο πίσω

από την δομή του σκληρού υλικού, σχεδόν δέρμα

ζωντανό, που αντέχει αιώνες, και πάνω του

παίζουνε οι νερόχαρες επιθυμίες.



Τα βαθιά μάτια κοιτάζοντας στο απροσδιόριστο μέλλον..

Τι να κοιτάζουν;

Με τις πτυχές του ο χιτώνας κρουστές:

αθροίζει

χρόνους και χρόνους

επάνω σ’ ένα βάθρο που μετρά

πιο οριζόντια την κάθε αιωνιότητα..

Σχεδόν θέλει να φύγει..

Κουρασμένο εκεί από το να διδάσκει

το μέτρο της κρυφής αρμονίας..

Και μια μουσική υποδόρια που κάνει

να ριγούν οι μυώνες-

τρεμίζει λίγο

ανεπαίσθητα το κορμί όπως

ένα μειδίαμα αρχαϊκό επιμένει

ν’ αναιρεί το παρόν..



Ιούνιος 2009 Ρόδος..

23 Σεπτεμβρίου 2010

Εξαπολύουν οι μέρες τα φορτία τους




13.



Εξαπολύουν οι μέρες τα φορτία τους πάνω στα πτώματα των αιώνων..

Όμως τι μπορεί να πετύχει ένας άνθρωπος που σκέφτεται

μισό με την καρδιά, μισό

με το μυαλό και όλο

με την ανθρώπινή του μοίρα;

Και πώς ξέρει τον έρωτα;

Τον αφήνουν οι μνήμες ν’ αγιάσει;

Φωναχτά οι επιθυμίες του σάρκα παίρνουν και γίνονται

επιθυμίες του ονειροπόλου..

Που πάνω απ’ όλα είναι χαμένος για χαμένος σ’ ένα

δικό του άμετρο διάστημα..

Εφησυχάζουν μέσα του οι κόσμοι που έχει..

Πολλοί μα την αλήθεια!

Και που συντελείται το θαύμα

του έρωτα, με το κορμί του το καταλαβαίνει..

Που είναι το ρίγος που έρχεται,

ο μυστικός του παλμός..

Σ’ αυτήν την γειτονιά του κόσμου



12.




Σ’ αυτήν την γειτονιά του κόσμου οι νύχτες

κρέμονται πλημμυρισμένες αίνιγμα που δεν θα λύσει

ο ερωτευμένος που πλανιέται μέσα τους.



Αρχαίοι θεοί μυσταγωγούν που κρύβεται

απόψε από όλους το φεγγάρι..



Εγώ- πηγαίνω αμέριμνος εγώ..



Και μου είναι μοίρα η θέληση, καημός

ο μουσικός πεπραγμένος βίος..

Είμαι αποταμιεύοντας μια προσευχή της μαργαρίτας

που μόνο η μέλισσα μπορεί να ξέρει..



Τόσο χοϊκός, τόσο

αγαλματένιος, που δεν είναι ούτε πια τα λόγια μου

που εξέχουν μες το αύριο, κάτι

που να διαβάζεται απ’ την αρχή σωστά..

Κι έχω αφήσει να με κατατρώει ο καιρός..



Εξάλλου τούτο το σαρκίο

θα περιφρονηθεί και τόσο βάναυσα μια μέρα.. Ποιός δεν το ξέρει;

Από παντού εισβάλει μέσα του ο καιρός

κι απομυζά την λάμψη του..



Κι εσύ που είσαι τόσο όμορφη που να ζηλεύσουνε κι οι μνήμες,

πού πας εσύ, σαν σκέψη, σαν

χίμαιρα

που ν’ ακουμπά πάνω στο αύριο του κόσμου;

Σε μαστιγώνει άγρια ο παρανομαστής καιρός..

Οι φωνές εντός μου

11.




Οι φωνές εντός μου είναι πια κατεστημένο που μπορεί

να δημιουργήσει μία χώρα ονείρων..



Κι όμως: και ξύπνιος ονειρεύομαι..



Τόσο λιτοδίαιτος σε ανάσα που απορεί

ο θεός: ‘’τι έπλασα;’’



Έχω αφεθεί να παρασύρομαι από τα μελτεμάκια κάθε πόθου..



Βλέπω γυναίκες ωραιότητας που εξάπτουν

τις φαντασίες ως και των αποθαμένων.



Γυρνώ στο φως-

μισός υπαρκτός και μισός

του ανέμου άθυρμα-

και σκοτεινό ρήμα της μοίρας..



Το κράτος της λατρείας μου

είναι κάτι πουλιά

που αμφισβητούν τα πάντα..



Πετάνε ελεύθερα μέσα στους πιο ασύνορους

ουρανούς-

διδάσκοντάς με ποίημα!

22 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ…






(Αντιγράφω τόσο φως από μέσα μου που δεν με ξέρει

ούτε ο θεός ακόμα!)



Δείξε απείθεια – θα σε κάψω

όπως κρατώ τα βότσαλα του εξοστρακισμού σου..



Ο αέρας θα φυσά. Θα έρθεις

με αναμμένα φώτα σκέψης.



Εγώ θα ξέρω μες απ’ τους καθρέφτες να κοιτώ

το άλλο πρόσωπο που σου έλαχε,

μοίρα του τρόμου..



Κι ενώ ήσουν γυναίκα που ποτέ δεν μπόρεσε

να δει ψηλότερα απ’ τον θάνατο- τώρα να ξέρεις:

ο ανεστραμμένος σου εαυτός

ίδιος και απαράλλακτος

με σένα είναι

και σε πονά..



Δες!

Μες το λουτρό που έσκυψες να βρεις

ένα νερό που να ξεπλένει από πάνω σου το ανόσιο αίμα..



(Αντιγράφω

τόσο σκοτάδι από μέσα σου που δεν σε ξέρει

κανείς όσο εγώ ακόμα…)

Καμουτσίκι των ανέμων

8.



Καμουτσίκι των ανέμων

πάνω στην ράχη των νησιών, τον Αύγουστο.



Ανεμίζουν τρομαγμένα πουλιά· κινούν

το νήμα αλλιώς του χρόνου.



Οι παραλίες

βουίζουνε-

πολυπληθείς.



Χωράν οι λέξεις σ’ ένα λυπημένο ποίημα; χωρά η μουσική;

Η ψυχή χωρά;



Τώρα που έγινε η επιθυμία

χώρα του αχώρητου…

Κοίταξε μέσα σου τώρα!

6.



Κοίταξε μέσα σου τώρα!

Εκείνο που ανακαλύπτεις να σε κάνει αθώο - σε κάνει

να ζεις ανάποδα:

από τον γέροντα προς το παιδί..

Ανακαλύπτεις

τον εαυτό σου του μέλλοντος.



Εσύ που δεν είσαι σαν όλοι

είσαι κι όμως αυτοί..

Είναι βαθιά

αποτυπωμένοι μέσα σου:

Βλέπεις

μες απ’ τα μάτια τους,

ακούς

από τ’ αυτιά τους,

μιλάς

αρχίζοντας απ’ τα φωνήεντα

που αυτοί αγαπούν.



Ώ ουρανέ!

Βαθιά μου ριζώνεις τις νύχτες

με τ’ άστρα σου..

Κι από το κράτος το αρχαίο των Μυκηνών

έρχονται έρχονται οι ψαλμωδίες σου..



Χρυσά διαδήματα, πόρπες

χρυσές, χιτώνες

πορφυροί, ενώτια

χρυσά- και η βασίλισσα

που ανέβαινε αγέρωχη τα σκαλοπάτια

προς το παλάτι που άγγιζε τον ουρανό..



Κοιτάζω μέσα μου τώρα..



Ένα πιο μυστικό που ακούγεται σαν την φλογέρα ακόμη

και σήμερα πιο πέρα απ’ τα γύρω

βουνά,

πλανιέται σαν μια σκέψη εξακριβωμένη λευκή

στον αέρα..



Κάπου θα σφάλλει λες ο χρόνος Αίγισθος! Κάπου

θ’ αρχίσεις να φαντάζεσαι πως είσαι ο Αγαμέμνονας

που ένευσε μεμιάς και όλα σίγησαν-

ακόμη και τα λεύτερα πουλιά!

Σαν να φυτρώνουν οστά και βλασταίνουν-

5.



Σαν να φυτρώνουν οστά και βλασταίνουν-

τα λόγια μας

σαν να φυτρώνουν οστά.



Τις νύχτες φωσφορίζουν κάνοντας

σαν μακρινό παράξενο χορό πυγολαμπίδας -

καίγονται κάποτε αγγίζοντας

απρόσμενα την μουσική.



Τις άλλες ώρες που απλώνει φεγγάρι

το φως του πάνω από τις νυσταγμένες παπαρούνες

κράτα τον έρωτα ψηλά- όπως του αξίζει-

ζήτα να σου δοθεί πολύχρωμη η ζωή..

21 Σεπτεμβρίου 2010

Φυτρώνουν ζεστά τριαντάφυλλα..





4.



Φυτρώνουν ζεστά τριαντάφυλλα, ανθίζουν

γνώμες των λουλουδιών.



Πεταλουδίτσες του αέρα απόκοσμες

γράφουν πτήσεις

τρελά εγωιστικές

στο καθηλωτικά ανυπεράσπιστο γαλάζιο.



Το αβρό χέρι των ανέμων

τραβά την κουρτίνα της όρασης- να φανεί

που ψηλά ρεμβάζουν οι άγγελοι.



Ο τρόπος του φωτός

είναι ο τρόπος της καρδιάς

είναι ο τρόπος της αποκάλυψης.



Χοϊκές μνήμες

γίνονται δέντρα

παρόχθια

κοντά σε μία θάλασσα που απλώνεται

εμπνευσμένα γλαυκή..



Ο νυχτερινός ουρανός απλουστεύει

τον νου του ονειροπόλου..

Ωμέγα που ψάχνει το άλφα του

3.



Ωμέγα που ψάχνει το άλφα του

σαν το αλλοδαπό του ταίρι..



Στα έγκατά του

γυμνώνονται οι φθαρμένες έννοιες

του λεξιλογίου

βυθίζονται σιγανά

μες την φθαρμένη προσευχή που γίνεται

από φωνή πουλιού

που του λιγόστεψε απρόσμενα και το τραγούδι..



Μετά

θα έρθουν τα σύμφωνα

σαν ένας πολεμικός θούριος

κλειδωμένος πάνω στην εγκαρτέρηση

και την ηθική των θρησκευτικών δέντρων.



Θα γράψω την λέξη που κορυφώνει τον έρωτα

όπως ν’ αγγίζεις στήθος παρθένας και να της φύγει

γλυκός ο αναστεναγμός.



Θα κόψω ένα κλωνί βασιλικού και θα μυρίσει

Σαββάτο η επιθυμία μου-



που θα σε έχω πιο γυμνή κι από φωτιά

μέσα στο μεσημεριανό νερό της θάλασσας

που θα με απομαγνητίσει..

Ένα αιλουροειδές ανέμου

2.



Ένα αιλουροειδές ανέμου που τρελαίνεται μες την φαρδιά πεδιάδα-

διαμοιράζει απλόχερα την αφροσύνη του,

πάει παντού

σαν σκέψη που δεν θα μπορέσεις να περιορίσεις.



Αυτά που ζουν παράλληλα με μας αλλά δεν μας ανήκουν

σαν κατιτί που δεν θα είναι και καμιά φορά δικό μας:

στην μέρα προσευχή- στην νύχτα εφιάλτης.



Θυμήσου τους θεούς του κάτω κόσμου

όταν θα ψάχνεις λόγια για να πεις τα βάσανα..



Θεός υπάρχει; Ή είναι ψέμα;

Και ποιός μπορεί να τον κατανοήσει;



Στην νύχτα που θα διανύσουμε μόνο μια λάμπα

με το λεπτό της φως αληθινά σε συντροφεύει..



Γράψου σε όστρακα, σε πλίνθους,

σε κορμούς δέντρων, σε σελίδες

που θα σου καταμαρτυρούν ότι δεν είσαι

ο ίδιος πια που άρχισες να ταξιδεύεις

τότε

μες τον μπαρουτοκαπνισμένο σου ορίζοντα..



Έτσι όπως είναι μυστικά των μυστικών τα λόγια σου

συνέχεια μεταμορφώνεσαι σε έναν διαρκώς απόντα..

20 Σεπτεμβρίου 2010

Κάποτε υπήρξα αναγνώστης στο χάρτινο όνειρο της ζωής·

1.



Κάποτε υπήρξα αναγνώστης στο χάρτινο όνειρο της ζωής·

σημείωσα επάνω στην ανθρώπινη μοίρα

πείσματα

που μ’ έκαναν να ξεχωρίσω·

είδα την φωταγωγημένη ψυχή αλλά και την θλιμμένη

ακούμπησα

την κατάθλιψη,

την κατάλαβα-

κι ένιωσα πόσο κάποιος ψάχνει με αγωνία θεό

για να του εκμυστηρευτεί φοβισμένος την αγωνία του.

Πήγα κοντά στον θάνατο-

τον ερμήνευσα

σαν απώτατο δώρο-

μελέτησα την απουσία μου.

Δεν είμαι παρά μια μηχανή που κουρασμένα δουλεύει

αλέθοντας τα φθαρμένα γρανάζια της.

Έφερα την ζωή μου πιο κοντά στην αιμάτινη αλήθεια

κουρδίζοντας με το μεράκι μου της μουσικής

την κεντρομόλο μου

που λες με πάει στο σημείο το ίδιο που ποτέ δε ήμουν.

Κάτι φορές αισθάνομαι συγγένειες με τα νερά

που κυλάνε-

άλλες φορές με τον αέρα.

Μέσα μου γράφει αλλόκοτα όνειρα η ζωή.

Τα βλέπω που όταν ερμηνεύονται

σαν άλλος είναι ο ονειροκρίτης που ήθελα.

Τραγουδώ πάνω στην στέγη του κόσμου:

βιολιστής της πεντάρας.

Πόσο ν’ αξίζει αλήθεια μια μελαγχολία μου;

Και ο θεός μέσα μου πικραμένος..

Δεν είμαι αυτό που ήθελε…

Με κατατρώει επίμονα η φθορά..

Ό,τι που λέω μπορεί ν’ ακούγεται αλλόκοτο, εξωπραγματικό.

Ό,τι που λέω μπορεί ν’ ακούγεται αλλόκοτο, εξωπραγματικό.

Ή και να το πιστεύεις με αμφιβολία.



Είναι σαν κάτι που να καταγράφεται σ’ ένα βιβλίο συμβάντων.

Κανείς εκεί δεν είναι όπως πρέπει υπαρκτός.

Ο θεός είναι μύθος- μύθος ο άνθρωπος:

δημιουργίες όλα του μύθου.



Εγώ αποταμιεύω εκμεταλλευόμενος όραση:

ακούραστη, αδηφάγα,

τράπεζα των εικόνων.



Συλλέγω τοξίνες και ταυτόχρονα

ανακαλύπτω θεραπείες για το ‘’εγώ’’ .



Είμαι σαν όλοι: βασανίζομαι

να συνθέτω μουσικές που στα άρρητα

των ανέμων υπακούνε

όπως σφυρίζουνε μέσα από κοχύλια που ξέβρασε

άδεια μια πεισματάρα θάλασσα.



Και τελικά είναι που μένει για περιουσία μου,

ένα κεφάλι με όνειρα.

Κανένας δεν μπορεί να τα εξηγήσει.



Μένω σαν κέρβερος μπροστά

σε μία πύλη γερασμένων ιδεών..

Θα βρω ένα πλακουτσωτό κοχύλι και μια μέρα που θα δύναμαι θα ζωγραφίσω τον ορίζοντα-





Θα βρω ένα πλακουτσωτό κοχύλι και μια μέρα που θα δύναμαι θα ζωγραφίσω τον ορίζοντα-



Αρχαίο, ωραίο- όπως

Τον έχω μέσα στα μάτια μου.



Θα φτιάξω και εκείνα τα μικρά πλοιάρια που αρμενίζουν "έι γιαμόλα".



Ένας γλάρος θα παρακολουθεί

Το εφήμερο έργο μου.



Το ποιείν μου θα είναι των χρωμάτων η έπαρση.



Άντε να δω όμως πως θα μπορέσω

Να χωρέσω σε τόσο όμορφη σκέψη το κύμα..



1.9.2010

19 Σεπτεμβρίου 2010

Ανακατεύεται όπως μια τράπουλα ο χρόνος


Ανακατεύεται όπως μια τράπουλα ο χρόνος και οι μέρες του


Πέφτουν επάνω στο τραπέζι σαν ένα αυγό

Που ο κροκός του υπόσχεται πάλι ζωή-



Η Τρίτη τούτη που ζω είναι από μόνη της ελπιδοφόρα.

Την προσέχω σαν μια πέτρα πολύτιμη

Μέσα στα δισταχτικά φοβισμένα μην την βλάψουνε χέρια μου.



Ο θόρυβος των ανθρώπων συχνά με ξενίζει.

Ίσως δεν έμαθα να δίνω εγγυήσεις πουθενά-

Ίσως εγγύηση να είναι μόνο οι λέξεις μου.



Αν το κατάλαβα καλά η παρουσία μες τον χρόνο γίνεται εύκολα απουσία

Προσβάσιμη από παντού.



"Και που ζεις συνιστά περιπέτεια"..

Έλεγα κάποτε..



Τώρα μιλάω λιγόλογα, μπορώ

Να πω και το τίποτα ακόμη..

Μάλλον πιστεύω ότι θα δικαιωθούν των επιθυμιών μου οι αγκύλες

Που χωρούν εντός τους ό,τι

καλόβουλο θησαύρισε αιώνες μέσα του ο άνθρωπος..

Έχω διαρκέσει πολύ σε έρωτα, σε φιλιά, σε σκέψη, σε θάνατο.

Ένας άγγελος υπνώνει


έχοντας κάνει το ευσεβές καθήκον του.

Το φως πλέκει τις αχτίδες του, είναι αράχνη

Που πλέκει τον ιστό της μες την μέρα.

Οι θαμώνες του πάρκου περπατούν γύρω από μια ηλιόφιλη λίμνη.

Περιμετρικά και πιο μετά απ' τους ευκάλυπτους

είναι η ίδια πάντα διαδρομή. Θυμώνω

Να μην ξέρω τι είπες

Όταν εγώ έψαχνα να σε βρω

Μες την παλιά μου ατζέντα.

Δεν ήσουν η ίδια ούτε κι εγώ ήμουν.

Έχω διαρκέσει πολύ σε έρωτα, σε φιλιά, σε σκέψη, σε θάνατο.

Δεν ξέρω πια αν θα πεθάνω όπως

Ξεφλουδίζω ένα φρούτο που μού 'δωσε η γειτόνισσα

να το γευτώ.

Απώλεια παραδείσου μου είπες κάποτε.

Απώλεια των αισθήσεων λέω τώρα εγώ.

Γιατί πώς αλλιώς να δικαιολογήσω αυτό το τιποτένιο αεράκι που χαϊδεύει το σώμα σου

Και τρυπώνει μέσα στο στέρνο μου απ' το ανοιχτό πουκάμισο μετά..

18 Σεπτεμβρίου 2010

μαθητής της φύσης

Πάντα μια ουτοπία έψαχνα πάντα μια χίμαιρα


Κι οι πρωτεύουσες ιδέες των πραγμάτων

τυραννούσαν το μυαλό μου τόσο

Που πάντα έφτανα στο πουθενά.



Τώρα κοιτάζω τον πευκώνα

Και τις γέρικες λίγες ελιές

Ανάμεσά του- σαν φαντάσματα

Ενός παλιού καιρού.



Οι επιθυμίες μου ίσως δεν έχουν βάρος

Πια. Είναι ολότελα τεθλασμένες.

Στον ουρανίσκο μου φυλακίζεται μια παράξενη γεύση.

Πόση περιπέτεια πόσος κόπος χωράει

Σε μια ζωή ανθρώπου; Στα δεκαοχτώ

Νόμιζα όλα θα νικήσω. Αλλά κι ακόμα

Είμαι πρωτάρης στα αισθήματα.

Και μου αρέσει.

Καθαρά τα μάτια μου κοιτούν μες την χαρά.

Καθαρά είναι ο κόσμος μέσα μου έφηβος.

Το νόημα όλων είναι το ποίημα μου-

Καταγεγραμμένο

Στην ίριδα του βλέμματος, στο αίμα, στην επιδερμίδα, στον χαρακτήρα μου.

Θα καταλήξω

μαθητής της φύσης- στα μαθήματά της

όλα παρόντας..

Μια πόλη εν κινήσει.

Μια πόλη εν κινήσει: με τις παλιές

πολυκατοικίες της, τους λερωμένους

Δρόμους, τον τρόπο

Που κινούνται τα λεωφορεία- εκεί

Που η σταχτιά ατμόσφαιρα ανεβαίνει

Ολόγυρα και γίνεται αποπνιχτική, δύσοσμη.



Κλάξονς αυτοκινήτων για να ξεκολλήσει ο νωχελικός

Σκώληκας της κυκλοφορίας.

Γυαλίζουν λαμαρίνες, ο χρόνος

Είναι βιαστικός, κινεί

Τα πάντα επί σκοπόν.



Δεξιά αριστερά του δρόμου οι λεύκες

Είναι σύνορο αρκετά υψηλό.

Οι πικροδάφνες ωραία στολίζουνε

Τους ακάλυπτους χώρους όπου το απόγεμα έρπει

Για να φύγει προς το μέρος της νύχτας.



Άλλη μια μέρα σχόλασε και καταγράφηκε

Στην μελαγχολική ατζέντα μίας εποχής.



Τα φώτα ανάβουν και όλα είναι ακόμα εν κινήσει.

Πάντα εν κινήσει.

Μια πόλη εν κινήσει.

Μια ψυχή.

Η ΣΚΑΛΑ..

Η παλιά σκουριασμένη σκάλα που απ' αυτήν ανέβαινα

ως την ταράτσα

που έμοιαζε με ουρανό.



Κάτι φορές από εκεί κοιτούσα κάτω

τις ανθισμένες νεραντζιές που μοσχομύριζαν

φορτωμένες πάμπολλα άνθη.



Τώρα είναι σαν μια νεράιδα μες την πίσω αυλή

που με πάει

σε έναν άλλο ουρανό.



Σιδερένια, βαριά- τόσο

κι η τόλμη που μου δίνει χρειάζεται

για να μην μου λείψει μια στοχαστική πρωινή προσευχή..

Είπατε τω βασιλεί

Είπατε τω βασιλεί ότι εμείς με χίλιους τρόπους θα αντισταθούμε

Γιατί προσβλέπουμε σε έναν καθαρό ελληνικό ουρανό.

Μνήμη δασκάλα της μελαγχολίας λύκαινα



Μνήμη δασκάλα της μελαγχολίας λύκαινα

Ό,τι είσαι είναι από φαρμάκι πικρό

Κοιτάζω πίσω μου, η πατρίδα στενάζει

Και μέσα από ένα παράξενο μεγάλο σύννεφο

Έρχεται ο παππούς μου με συμπέρασμα ιωνικό



Με διδάσκει το πείσμα να αντέχω στα δύσκολα με μαθαίνει

Να επιβιώνω μ' αυτόν και με τον άλλο καημό.

Μου δείχνει μια φιλολογία που ζεσταίνεται στα στήθια

Του Έλληνα αιώνες

Με αίμα μιας φιλοσοφίας που κοχλάζει.



Αν βρω το μέτρο που έψαχνα μπορεί μια μέρα

να γράψω αυτό που όταν δεν το έχεις είναι χίμαιρα

Κι όταν το νοσταλγείς και πολεμώντας κάποτε το αποχτήσεις

Είναι πατρίδα γύρω σου που σε πληγώνει και στενάζει..

Ιδρώνω από έναν εσωτερικό των λέξεων πυρετό.



Έριξα ένα σεντόνι πάνω μου και σκέφτηκα

πόσες ιδέες ποίησης χωράνε μες την νύχτα.



Τρεις μετά τα μεσάνυχτα- κοιμάμαι δεν κοιμάμαι.



Για την ζέστα να διώχνει
βάζει τα δυνατά του ο ανεμιστήρας.



Ιδρώνω από έναν εσωτερικό των λέξεων πυρετό.



Παλεύω ο ίδιος με εμένα αλλά δεν είναι

των θησαυρών που θέλησα το φεγγάρι στον νου μου αποταμιευμένο.



Και τόσα άστρα άντε να χωρέσουν μες την αγκαλιά

Ενός μακρινού ευκολονόητου ουρανού..

Αμπέλι κορινθιακό μελένιο







Αμπέλι κορινθιακό μελένιο

Στόμα του Βάκχου. Ο ήλιος

Τρυπά την ρόγα ως το βάθος της

Και η έξαψη του ζωντανού χυμού της

Ανάβει όρτσα μουσική καλοκαιριού.



Κρατώ στο χέρι μου ένα τσαμπί ευωχίας

Η μέρα στέκεται ωραία όπως Κυριακή

Στο σπίτι των φίλων μου ο νους μου είναι

Μια ευχαριστημένη τρεχαντήρα

Που πλέει σε γαλήνια νερά.



Γράφω το φως όπως μου δίνεται

Μέσα μου είναι οι λύπες φευγάτες

Όταν σκουντά το μεσημέρι τον βασιλικό

Τα σύμπαντα ευωδιάζουνε, οι σκέψεις μου φωταγωγούνται.



Κι η άτμιση των θαρραλέων νερών

Δίνει στον ουρανό μία υπόσχεση

Γονιμοποιητικής υγρασίας..

17 Σεπτεμβρίου 2010

Ένας άνθρωπος με την ζωντανή του αντίρρηση






Ένας άνθρωπος με την ζωντανή του αντίρρηση

Ανηφορίζοντας κατά την γεμάτη Σταδίου

Ακολουθεί την σκιά του μπερδεμένου του εαυτού.



Δεν γνωρίζει ότι τα εντός του αισθήματα έφυγαν

Δεν έχει αποταμιεύσει τίποτα, είναι αδέκαρος μάγκας

Που λυπάται να ξοδέψει πια κι άλλο ψυχή.



Όταν βραδιάζει το πουθενά που κατοικεί τον κυριεύει

Έχει μάθει να δέεται στην Μαντόνα της ποίησης

Παρέμεινε από την εφηβεία του ονειροπόλος.



Καβαλά ένα σύννεφο που το πηγαίνει όπου θέλει ο αέρας.

Απομνημόνευσε πολλά στιχάκια.

Τώρα αρκείται σ' ένα λερωμένο τζην

Παντελόνι κι ένα λευκό πουκάμισο

Που όπως ανεμίζει στον αέρα αφήνει

Την έμπνευση να έρχεται ολοένα πιο κοντά

Και τον εγωισμό των λέξεων να κρέμεται απ' τα μανίκια..

Χτίζουν τις πόλεις τους επιδιώκοντας να φτάσουνε τον ουρανό...



Χτίζουν τις πόλεις τους επιδιώκοντας να φτάσουνε τον ουρανό, χτίζουν τις πόλεις


σύμφωνα με το σχέδιο του άναρχου εγωισμού τους.

Ξεκουράζω τα μάτια μου· οι πολυκατοικίες

όταν τις κοιτώ μ' αλληθωρίζουν:

Μία, δύο, πέντε, οχτώ. Οι πρασιές τους

έχουν ανθεκτικά λουλούδια, βραχόκηπους- αλλά δεν ξέρω

πόσο ανθεκτικός είναι ένας άνθρωπος που εγκλωβισμένο θυμίζει.

Σκαρφάλωσα σε πολλές σκαλωσιές, η σπονδυλική μου στήλη κουράστηκε- έχτισα

το μέλλον των μονοκατοικιών – πονάει όλο το κορμί μου-

είμαι ο οικοδόμος του μέλλοντος. Σήμερα

γιορτάζω την απλοποίηση των πραγμάτων -όπως

να έχω βρει τον παρανομαστή που θέλω να τα διαιρέσω.

Οι στέγες

έχουν μια ρήση στον ορίζοντα.

Η βροχή επάνω τους κυλάει για να ανταμώσει την ουράνια μακρινή θάλασσα.

Πίσω από τα τζάμια των παραθύρων ένα πρόσωπο σκεφτικό ακολουθεί την περιπέτεια του φωτός που λιγοστεύει: βραδιάζει..

Χτίζουν τις πόλεις τους επιδιώκοντας να φτάσουνε τον ουρανό, χτίζουν τις πόλεις τους και όμως

στο τέλος όλες μοιάζουνε μακέτα κόλασης..

Στο μάγουλο των δέντρων των πεζοδρομίων







Στο μάγουλο των δέντρων των πεζοδρομίων

ακούγεται το ηχηρό χαστούκι του αέρα.



Ένας θόρυβος από αυτοκίνητα που διαρκούν οι πορείες τους

φτάνει ως την εξώπορτα της νύχτας.



Οι προσόψεις των καταστημάτων γερνούν. Η πραμάτεια τους

γερνά- από μιαν άλλη εποχή, όσο και αν αλλάζει, έρχεται.



Κάπου εκεί

μέσα σε αυτό το όλον

περιφέρομαι



Με την προσωπική μου αποδιοργάνωση και είμαι

δραπέτης από ένα που δεν ερμηνεύει

σωστά κανένας όνειρο..

Έξη η ώρα το πρωί

Έλα μαζί μου και πάρε αν θέλεις

τα πιο δικά σου φεγγάρια

εκείνα που θα καμάρωνε ο κάθε ένας ουρανός-

έλα να πάμε σ' ένα μέλλον που δεν θα ανήκει

σ' αυτούς που έσφαξαν όλα τα νεογέννητα,

και έβαλαν φωτιά στην φάτνη όλων των θρησκειών..





************************************************************







Έξη η ώρα το πρωί- άφεγγα ακόμη- ο ουρανός έχει μια θλίψη από μετάξι..



Δυνατά κίτρινα φώτα

όλων τις υποστάσεις παραμορφώνουνε

κι είναι σαν να κρατά επιφυλάξεις για την ησυχία της η νύχτα.



Που σε ξέρω να λύνεις της ζωής μου το αίνιγμα

σφήγκα που δεν την θέλουν οι άνεμοι

έλα τώρα,

μέσα σε τούτη την εμπνευσμένη φωτιά

των άστρων που ξανά σου μιλάνε..



Και πάρε την σιωπή που έγινε σαν ένα κομπολόι που το παίζουν τα μεσάνυχτα

και το κρατά καλά μέσα στην απεραντοσύνη του ο ουρανός..

ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ

Ένας πανζουρλισμός από φωνήεντα:

Πηδάνε στις ταράτσες των σπιτιών, αλλάζουν ύφος,

Μ’ έναν χορό τρελό βακχεύουνε στην Πανεπιστημίου,

Μυρίζει καυσαέριο, ολέθρου ταληράκι,

Αλλάζει η οδική γραμμή με δυσκολία:

Έρχεται ο παλιατζής της μνήμης και τ’ ακινητεί,

Δημόσια πάρκα, καφετέριες, μηχανουργεία-

Απ’ το πετσί της ύπουλης πρωτεύουσας

Πετάγεται στα ξαφνικά ένας κιτρινιάρης

Απαίσιος ποντικός φθοράς και σε δαγκώνει…







24.6.1983

Ζούμπερι

ΚΩΔΙΚΑΣ

Μικροκαμωμένη πραγματικότητα νικημένη από τον χαρακτήρα μου.

Θέλω την άνοιξη από αναβρασμό.

Στο εσωτερικό της ψυχής ν’ ανάψουν φώτα.

Η ποίηση να γίνει ευεξήγητη μέσα απ’ τις λέξεις,

Να σπάσει ο προαιώνιος συμβιβασμός…





13.6.1983

Ζούμπερι

16 Σεπτεμβρίου 2010

μέσα σου εργάστηκε τόσο ο έρωτας






Όπως εγώ κανείς δεν μπορεί να σε μάθει, όπως εγώ

Που ξεφύλλισα τα αινιγματικά μάτια σου και βρήκα

τόσο φεγγάρι που θα ζήλευαν να το είχαν οι νύχτες.



Σε έφτασα

Με τον νου όχι, μόνο με την καρδιά και σε πήρα

Από το δόκανο της καθημερινότητας για να σε κάνω πουλί

Που απ' όλα ξεφεύγει.



Τώρα αφήνω τις λέξεις μου να προσπαθήσουν να πούνε

Το ανείπωτο, κοιτάζω

Που όταν βραδιάζει είναι μελαγχολικός ο βυθός

Των ματιών σου

Και ξέρω ότι μέσα σου εργάστηκε τόσο ο έρωτας που θα γίνει

Μια μέρα η πατριδογνωσία μου μια φράση

Που θ' ακουμπά εντός της

της ψυχής σου ο ωραίος ορίζοντας..

Έγινα καλύτερος κυνηγός αστοχώντας..

Έγινα καλύτερος κυνηγός αστοχώντας..

Πολλάκις.



Τώρα

Δεν μου ξεφεύγει θήραμα κανένα

πια.



Έχω ψυχή να κάνω λάθος

κι ως ακόμα στον θάνατο.

Χάθηκα στα σοκάκια της λογοτεχνίας

Χάθηκα στα σοκάκια της λογοτεχνίας.

Κάποτε και χωρίς προορισμό,

κάποτε κυνηγώντας μία χίμαιρα,

κάποτε θέλοντας να ανάψω τον φάρο

Της ελληνικής αρχαίας συνείδησης.

Πού αλήθεια πήγα που δεν ήταν το αγκάθι πολύ;

Μα δεν φοβήθηκα: ήρθα με το λιτό μου απόκτημα

Να αντιπαρατεθώ εις τους ες μάτην

και με κομπορρημοσύνη φιλολογούντες.

Βαριά και τελεσίδικα νυχτώνει..


Τι θέλει τώρα ένας


Μοναχικός δραπέτης ονείρου, μέσα

Στον υπερφίαλο τούτο καιρό;

Έζησα την πρωτεύουσα σε κάθε γωνιά.

Τώρα που γέμισε αλλοδαπούς είναι σαν ένα που ωρίμασε πολύ καρπούζι και έχει

Αμέτρητα μαύρα κουκούτσια-

Υποκειμενικούς σκαντζόχοιρους.

Περπατώ νύχτα, αργά στην Πατησίων.

Τα τρόλεϊ σέρνουν αργά τις ρόδες τους και η κεραία τους

δανείζεται ενέργεια από των καλωδίων την τοκογλυφία.

Ποιός θα πληρώσει για όλα; Στα πεζοδρόμια

Παράξενες ράτσες μαλώνουν σαν για έναν που δεν κατέχουν παρά.

Πόρνες επιδεικνύουν τον σαρκικό τους παράδεισο.

Τα μαλλιά τους ανεμίζουν ξανθά μες το τίποτα. Έχει σημασία

Ο έρωτας μες το που ζέχνει όλον;

Ακούω τον ψίθυρο των φυλλωμάτων όπως

Περπατώ βγαίνοντας απ' το σκοτεινό τώρα αλσύλλιο.

Τα πεύκα τσιρίζουνε ευχαριστημένα

Που ο αέρας καταδέχεται μαζί τους να παίζει.

Ζωγραφίζω αλλιώς.

Σταματώ στο περίπτερο ν' αγοράσω μια πρωτοσέλιδη είδηση.

Είναι θλιμμένη πολύ η σελίδα.

Σχίζω την φωνή μου στα δύο και την καρφώνω πάνω στον κορμό ενός γέρικου δέντρου.

Νυχτώνει..

Βαριά και τελεσίδικα νυχτώνει..

15 Σεπτεμβρίου 2010

ΕΠΙΛΟΓΟΣ…









Αγρύπνιας τέκνο- έλα τώρα στο φως..

Ράντισε με τις απαλές σου λέξεις

Γύρω την ερημιά,

Ακολούθησε την πορεία του ύμνου-

Και βρες μες την ορθοδοξία που ευαγγελίζεσαι

Τον έναν ήχο

Τον μόνο

Από την σωστή μουσική

Που λειτουργεί με το ελληνικό της

Παμπάλαιο σφρίγος..



Δεν αντέχουν αλήθεια οι άνθρωποι…

ΤΡΕΛΗ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ..








Γυρίζεις στον αέναο μύθο σου, γυρνάς

μες το ακόμη φεγγάρι-

τις νύχτες σπας τις σιωπές των φυτών-

το ιοβόλο τραγούδι σου

μέσα στην απερίσκεπτη ώρα

σώνει επάνω απ’ τις ευθείες των βουνών

το λίγο άσπρο σύννεφο

του καμαρότου ανέμου.



Τρελή από έρωτα με τις

μανιασμένες σου πεταλούδες –



οι πόθοι σου

ανατιναχτήκαν

θέλοντας να εκπληρωθούν-



εσύ πας στον αέρα, πας και ψηλώνεις

μέσα στων άστρων την γεωγραφία

που φλέγεται από την ζωντανή σου αιώνια φωτιά…

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ..













Έπονται τα τραγούδια του έρωτα;

Ή προηγούνται;-

Όπως

Κι οι μαργαρίτες των Μαϊων

κατοχυρώνουνε την άνοιξη.



Αν θες

Είναι του λόγου μοίρα:

Ανάλαφρα πετά πάνω από κράτη

εννοιών και λες ανθίσταται

Με τρόπους στην φθορά.

(Σιγά που σε καταλαβαίνουν…)



Πάντως

Αισθημάτων υγεία εμπνέουν τα μαγιάτικα δέντρα.



Ένα κορίτσι πιο ορθόδοξο κι από μοναχική

προσευχή

Με μαγνητισμένους τους πόλους του·



Ψηλά στην κόχη των μηρών τ’ ωραίο μισοφέγγαρο

Μισάνοιχτο απ’ την επιθυμία.



Αν ακουμπάς το στήθος της ακουμπάς την μουσική

Της νύχτας.



Και ξέρεις ακούγοντας το πιάνο των άστρων

Μ’ αυτά τα πλήκτρα που σαλεύουν μαγικά κάτω απ’ τα ουράνια δάχτυλα

Του θεού- να σωπαίνεις.



Έπονται τα τραγούδια του έρωτα;

Ή προηγούνται;..



Τα φέρνουν οι νύχτες κοντά μας όπως

Τα αρχαία πλοιάρια επί σκοπόν

Για μια κατάκτηση της μακρινής σου Τροίας..

ΣΕ ΣΕΝΑ ΜΙΛΩ..

Σε σένα μιλώ - που δεν ξέρω πως ερμηνεύεις τις λέξεις μου

Που ανοίγεις τρύπες υποψίας ότι καταλαβαίνεις κιόλας



Το σημαντικό με σένα είναι ότι αγνοείς

Πως τα αισθήματα βαραίνουν κι έχουνε κουκούτσι

Σαν φρούτα που τα λαχταράς κι είναι υπέροχα..



Εγώ…τι σου λέω εγώ που κατά βάθος

Είμαι μοναχικός σαν ένας ερημίτης που πια

Χόρτασε την μοναξιά και τώρα θέλει

Να τον ερμηνεύσει το φως..



Και κάθεται συλλογισμένος σε μια παραλία που δεν θα την πάρει

Ποτέ καλά ο αέρας



Κάθεται και ρεμβάζει λες στα μέλλοντα

Σαν να ‘ναι ο μάντης που αλλάζει πρόσωπα: πότε γυναίκα

Πότε άντρας: πρόσωπα

Της ίδιας απογοήτευσης..



Εξάλλου

Οι καιροί

Υποβάλλουν την θρησκεία των ανήθικων-

Όλοι επαγγέλλονται τους θύτες



Κι εσύ

Πικραμένε μου πρίγκιπα

Βαφτίζεις στο φεγγαρόφωτο τα λόγια σαν προσευχές

Προς το ουράνιο άστρο..




ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΝΑ ΔΕΙΣ ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ..

Τα βράδια εκδικούνται το φως που περισσεύει

Πίσω από τα νυσταγμένα δέντρα, μέσα στον άνεμο, κοντά στην παραλία

Που το κατακαλόκαιρο παίζανε τα παιδιά.



Τώρα μετά τα κυπαρίσσια είναι μια σιωπή-

Βαριά σιωπή σαν των αποθαμένων.



Συγυρίζει το φεγγάρι τις θύμησες.



Τα άστρα τον ουρανό ολοένα τρυπάνε

Και σαν ξεχύνεται ο μέλανας ζωμός

Του ουράνιου Στρατάρχη.



Στα σπίτια ανάβουν τα φώτα.

Οι άνθρωποι ξανά λογαριάζουν:

Πόσο κάνει μια χίμαιρα και μία ανεκπλήρωτη επιθυμία.



Η άθροιση των πεπραγμένων τους πίκρα αφήνει

Επάνω στις σελίδες από το τεφτέρι της ζωής

Που μελανώθηκε απ’ τις πολλές μουντζούρες.



Αν σ’ αφήσω να πεις τα παράπονα

Θα γεμίσουν φίδια οι νύχτες:

Φίδια ιοβόλα, πικρά

Που μέσα μας αιώνια παραμονεύουν..



Έτσι σου μιλώ για άλλα για να μην θυμάσαι

Σκληρή που γίνεται φορές η ζωή.



Και θα σε κάνω να δεις πιο μακριά

Πολύ πιο μακριά- σχεδόν μέσα μου

Που συνάζονται οι νύμφες των αισιόδοξων υδάτων..

ΑΞΙΩΝΩ ΟΝΕΙΡΑ..

Από το εύπορο στέρνο της γης

Κατάγονται αυτές οι όμορφες και μανιασμένες παπαρούνες.



Πάνω τους πεταρίζει μια ξετρελαμένη μέλισσα

Που νομίζει την ομορφιά της αξία-



Εσύ με σκλαβώνεις με λόγια- ρήγισσα μου ηλιόδοξη

Με κρατάς με φιλιά σου-



Κι έρχομαι ο μικρός να αξιώνω όνειρα

Να μου χαρίσουνε οι άδειες μαύρες νύχτες…

Ο ΑΕΡΑΣ…





Ένα απροσδιόριστο βραχυκύκλωμα όπως μου σώνεται η φωνή και μένω

με λέξεις λέξεις λέξεις που πονάνε

και γίνονται

κρανίου τόπος..



Κι έπειτα λέω τι;



Θα με αφήσουν οι χίμαιρες να έχω

ένα σπιτάκι αναρριχόμενο

ανάμεσα στις τριανταφυλλιές που θα του τρίζει ο αέρας

τα βορινά παράθυρα;



Και θα περνά ως μέσα στο τραπέζι να αναστατώνει τις σελίδες μου;



Και στο μυαλό μου ο ίδιος θα είναι

απολυμαντικός..

14 Σεπτεμβρίου 2010

Είναι που παραλόγισα σιγά σιγά





Είναι που παραλόγισα σιγά σιγά και γράφω

Αψηφώντας την δίκη του χρόνου- λες

Και ο θάνατος με κάποιον τρόπο θα μου χαριστεί.



Όμως τώρα που χάνω τα λόγια μου και ούτε

Αυτό που μέσα μου κόβει στυγνά θέλω

Να σταματήσει, τώρα

Οι λέξεις έχουν άλλη βαρύτητα: πονάνε.



Κλείνω τα μάτια και ζητώ από την νύχτα να με αγκαλιάσει

Παίρνοντας μακριά τις σκέψεις μου, να με αφήσει

Να κοιμηθώ ανοίγοντας τον ουρανό της σαν

Φάκελο που κάποιος θα με στείλει μέσα

Στον νου σου που πολύ μου πείσμωσε..

Ας πληρώσω














Είναι εξίσωση το φως πάνω στα κρίματα της μέρας.

Διαφωνώ με την ιστορία ολόκληρη.

Όπως έχει γραφτεί, θυσιάστηκε τόσο ο άνθρωπος..

Όσα θαυμάζω είναι θαύματα του ταπεινού.

Ζήλεψα την αεικίνητη σκέψη, τον νου που δεν ησυχάζει.

Τώρα οι εφεδρείες μου είναι κάτι παλιές λέξεις και σαν από αρχαίο διθύραμβο.

Αν συμβεί να σφάλλω

Θέλω να είμαι αυτός που θα το αποδεχτεί.

Ας πληρώσω

Καίγοντας τα φορτία μου

Των αισθημάτων..

13 Σεπτεμβρίου 2010

Καλύτερα να σκέφτεσαι από το να κοιμάσαι.





Το τσιμέντο της πόλης ανάβει και ρουφά κάθε ήχο

Βγαλμένο απ' τα άοκνα όντα

Που ρημάζουν τα σπλάχνα της.

Καλύτερα να σκέφτεσαι από το να κοιμάσαι.

Αλλά κι αν η σκέψη είναι μαρτύριο; Άσε..

Ας δούμε την υπόθεση ζωγραφικά.

Μες τον καμβά χωρούν η νέα κοπέλα που ιππεύει μία μηχανή enduro

με άσπρο φόρεμα αποκαλυπτικό και τα μαλλιά της

ανεμίζουνε ευτυχισμένα.

Πόσο πλάσμα του πόθου είναι!

Κι ο γέρος που κρατάει μια ζεστή φραντζόλα

Πηγαίνοντας την στην κυρά του που έψησε

Καφέ.

Το παιδί πάει σχολείο. Απ' την σάκα του

Κρέμονται γράμματα- εικοσιτέσσερα γράμματα.

Πολύσπορα. Σιγά σιγά θα μάθει.

Οι νέοι αναλύουν τον ποδοσφαιρικό εμφύλιο στις καφετέριες.

Τόσοι διαιτητές κι όμως κανείς. Εγώ

Και που απέχω συμμετέχω:

Στο σιγάν

Στο λαλείν

Στο ονειρεύεσθαι

Στο υπνώττειν

Στο μες το αύριο αγχωμένα ξυπνάν..

Σκοντάφτω συνεχώς πάνω στα πεπραγμένα μου.



Σκοντάφτω συνεχώς πάνω στα πεπραγμένα μου.


Αλλά είμαι έτσι κι αλλιώς αγύριστο κεφάλι. Δεν

Θα βρω ησυχία παρά αφήνοντας να με χαϊδέψει η μουσική

Της θάλασσας- κι όπως

Που δύει ο ήλιος το απόγευμα.

Έχω ενοχοποιηθεί τόσες φορές που πια δεν έχω περιουσίες, τις αρπάξανε

Οι μνήμες μου- γίναν εικόνες

Του μυαλού: μ' αυτές πορεύομαι

Των χρωμάτων την θαλπωρή επαιτώντας.

Ακούω την χλόη που τρίζει, τον συριγμό

Του φιδιού κάτω απ' το δέντρο

Τον ψίθυρο του αέρα ξημερώματα, εκεί

Που τελειώνει η σκιά της νύχτας και μέσα

Στ' αυτιά μου θριαμβολογεί

Το ερωμένο πρωί.

Τότε μου έρχεται δώρα κρατώντας η ποίηση.

Είμαι ευτυχισμένος χρυσοθήρας που του έλαχε

Μες το δισάκι να περιμαζέψει

ολόκληρα κοιτάσματα λαμπερών ουσιών.

Πολύτιμα.

Ευτυχώ και υπάρχω!..

ΟΙ ΟΞΕΙΕΣ ΜΟΥ..






Σαν παλιοί φθαρμένοι ηθοποιοί, οι στίχοι μου κρέμονται από πελώρια δέντρα κι από-

κεφαλισμένους τους αφήνει το ηλιοβασίλεμα.



Δεν είμαι

εκείνος που ήθελα και περισσότερο

δεν θα γίνω εκείνος που πρέπει..



Οι οξείες μου πάνω στις λέξεις αλλάζουν το νόημα κατά το δοκούν.



Ηθελημένα η ζωή δεν προφυλάσσεται και έκθετη είναι

μπροστά σ’ ενός θανάτου το αίνιγμα..

ΜΟΥΣΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ…

Εκείνο το ανάλαφρο σαν ικεσία αεράκι

απλωμένο

που σχηματίζεται ανάμεσα από τις λεύκες που γεμίσανε
φύλλα

τονισμένο

στο ύφος του ρε σε μείζονα

αποκάλυψη-



Όπως λυγίζει κάποτε ακόμα

κι η πιο σκληρή καρδιά.



Μου λείπεις λοιπόν..



Οι νύχτες πέφτουν κάθετα-

σαν με αμπάρες

όλα γύρω κλειδώνουν.



Μισός πάω

μες την ζωή και μισός
μες τον έρωτα..



Έτσι που και οι αλφαβήτες μου να φωνασκούν από ευαισθησία

και να γίνονται φωτιάς ημερολόγια οι ώρες..

ΕΣΥ..

Με υπομονή που σε διεκδικώ μέσα στις μέρες:

Στην κάθε μέρα που μετά μου παραδίνεσαι-

Γοργόνα των παραθαλάσσιων ενορχηστρώσεων,

Ουτοπία

Του καλοκαιριού..



Ραγίζεται ο χρόνος- πουθενά δεν είσαι

Παρά μόνον αυθεντική μες την καρδιά μου-



Μετά από τους παραδείσους, μετά

Από την ανύπαρκτη κόλαση- και ζητάς

Να προστατέψεις το ελάχιστο που μου ανήκει..

12 Σεπτεμβρίου 2010

Όταν δεν ξέρεις να το χειριστείς είναι τσούχτρα η έμπνευση

Όταν δεν ξέρεις να το χειριστείς είναι τσούχτρα η έμπνευση, θα σε παραπλανήσει.



Εγώ έχω ανέλθει όποιον κι αν βάλεις με τον νου σου Γολγοθά, δεν θα λυγίσω

Ακούγοντας τον στεναγμό των πόλεων, τον μελαγχολικό

Τρόπο που έφυγαν μια μέρα οι πεταλούδες μου

Γιατί δεν πίστεψαν όσο θα ήθελα στην άνοιξη..



Μα εκλιπαρώ μην σκεφτείτε ποτέ πικραμένα..



Αφήστε το φως να σας ποδηγετήσει σωστά

Και ζαρώστε τον χρόνο που δεν σας υποτάχτηκε

Έχετε τόσα φωνηέντων χρυσοφόρα λόγια να αποκρυπτογραφήσετε

Που δεν θα λυπηθεί για σας το μέλλον

θα βελάσει πλουσιοπάροχα!

Εκείνα τα φοβερά ψαλίδια της φαντασίας


Εκείνα τα φοβερά ψαλίδια της φαντασίας που κόβουν


Τα βουνά, τον ορίζοντα, την θάλασσα.

Εύκαμπτα κι έως το πλάσμα που είμαι.

Αλλά τι είμαι αλήθεια τελικά;

Ναυαγός που δεν έχει και μέλλον.

Ακουμπώ το χέρι μου πάνω στο διάφανο γυαλί

Το ιριδίζον μιας λέξης.

Φωσφορίζει τόσο που κι όπου να είμαι με συγκλονίζει.

Πλάθω ωραία!

Κοιμάται μέσα μου ένας νάρκισσος εαυτός- τον ξέρω.

Έχω κατασκευάσει μια σχεδία που σε πάει στο πουθενά

Κι αν είναι ούριος ο άνεμος σε φυλακίζει στην βραχώδη

Πλευρά της ψυχής σου.

Πρόσεξε και θα δεις ότι συλλέγω μέσα μου μακάβρια

Ιστορία των πόλεων.

Είμαι ένας πότης που του πήρανε την κούπα.

Για να με μάθεις θα πρέπει να μελετήσεις τον τρόπο.

Είμαι ο τρόπος.

Κι όπως σκληρύνανε τα δεδομένα της δικής μας εποχής κι έγινε

Η αποταμίευση αισθήματος μια δύσκολη πορεία

Είμαι ένας αναγνώστης που πιστεύει ακόμα στο ψηφίο το άλφα..



31.8.2010

ένας άνθρωπος με την μοναχική του σκέψη

Άλλη μια εβδομάδα που έφυγε

Γαλάζια, λευκή

Άγραφη ίσως

Ή και πιο ώριμη, σαν ένα όμορφο φρούτο

Μες την ιστορία του κόσμου.



Οι μέρες της

Ρητορικές που καταλήγουν στο απόγεμα

Που ένας άνθρωπος με την μοναχική του σκέψη

Πάνω στην θλίψη του εργάζεται.



Στο πεζούλι του παλιού σπιτιού

στάθηκε μια φορά ένας έφηβος.



Τώρα τα χρόνια περάσανε, εκείνος κοιτάζει

Πίσω απ' την αυλή που ακόμη υπάρχουνε

οι τριανταφυλλιές

Και μαστίζουν με τα λουλούδια τους τον κρύο αέρα.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΖΑΛΙΣΜΕΝΟ ΜΕΛΙΣΣΑΚΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ…

Τύλιξέ μου το φως γύρω απ’ την σκέψη,

φέρε μου τον ατελεύτητο άνεμο-

αυτό το ζαλισμένο μελισσάκι που είσαι

ψάχνει το ερωτικό του καταφύγιο

μέσα σ’ ένα ζεστό κι αιώνιο τριαντάφυλλο.



Μ’ αγγίζει στο αίσθημα- καμένος πονάω

κρύβοντας στο άλαλο στήθος μου

μια λέξη

που δεν θα την προφέρω πουθενά..

ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΣΟΥ…

Εξηγώντας σου το αόριστο πεδίο των λέξεων

Ερμηνεύοντας με μουσική τα φιλιά

Έφτασα στο στήθος σου..



Εκεί που δεν θα φτάσουμε ποτέ είναι η πραγματική Απουσία

Που δεν την φτάνει το μυαλό κι έχει αγκάθια

Που ματώνουν την ψυχή γι αυτό και δεν μπορεί να ειπωθεί

Παρά το χρώμα της με το βαθύ του μαύρο.

Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ..










Ψιχάλα των ύμνων, ανάπαιστε

λουλουδιασμένε μου-



Του Απρίλη ήρθε ο θεός



Κι από τις μαργαρίτες στο πίσω χωράφι ένας

Καημός πουλιού υψώθηκε

έτσι για να σε κραταιώσει..



Μίλησαν τώρα οι ομηρικές ημέρες

που τις φέραμε από τ’ άλλα παράλια..



Στα χέρια άφησαν λέξεις:

Ολοκάθαρο ποίημα!

Ο ΠΟΛΛΑ ΛΕΓΩΝ…

Ο μέσα μου άνθρωπος ας μην προδώσει καμία ελπίδα



Οι ποιητικοί του ουρανοί

Ας τον διδάξουν ρήματα θάρρους



Ο πολλά λέγων

Στις όχθες του καιρού θα ξέρει

Κάποτε

Πως λαμπρά να σωπαίνει



Αξίζοντας η διδαχή του όλο το χρυσάφι…

ΡΗΜΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ…









Εσύ θα ξέρεις ότι είσαι

ρήμα σκοτεινόν



Και το μέσα σου υπάρχον

δεν θα γίνεται ν’ αποσυμφορεθεί.



Η συνισταμένη σκέψη σου

φωτιά.



Θα βασανίζεσαι ολόφωτος την ώρα που κάπου,

μες την παιδική ηλικία,

θα καταγράφονται λόγια του Ύμνου



ή της μαντζουράνας που έκοψε ένα κλωνί της μάνας σου η μάνα

να δώσει σου ευθεία στην ζωή..



Και το παραμύθι αρχινά:



είσαι

μ’ έναν εγωισμό αφέλειας ο πάσχων να κατανοήσει

της μέντας τα μυστήρια.



Λέξεις

που ήρθαν για να μείνουνε:

όναρ

ήμαρ

μήνιν άοιδε, θεά-



Μετά

που θα αφεθείς να πέσεις μες τα λεξιλόγια ύδατα

έχεις θεό μέσα σου

και υπάρχεις

αντέχεις

αχνίζει το ύδωρ σου.



Ένας λόγος

Ομήρου

αφήνει έκθετο τον Αχιλλέα σου

μπροστά στο χρέος-



ώσπου εσύ χωρίς ασφάλεια

φήμης

εφαρμόζεις

επάνω στα καινούρια ήθη

των καιρών και της γλώσσας

της παλιάς,

τους καινούριους ορίζοντες..

11 Σεπτεμβρίου 2010

Νήπια ανάσα του ήλιου



19..




Νήπια ανάσα του ήλιου,

Πρωινή θεϊκή αχτίδα που μες την μέρα άγουρη όταν σκάει

Γίνεται μια διαμαντική και εξουσίας πάχνη πάνω απ’ όλα

Και αρχίζει με υπεροψία να μιλάει..



Πουλιά ζητούνε έναν νεφεληγερέτη

Θεό να τα φυλάει.



Τα δέντρα

Ξαίνουν το νήμα του γλαυκού ανέμου

Κι ανάβουν μια ελληνική αλφαβήτα με νεράιδες

Που περιφέρονται τριγύρω ερχόμενες απ’ την αιώνια νύχτα.



Ένα λυρικό ψιχάλισμα, ένα ποίημα

Πραότητας που ελαφροπατάει

Πάνω στην γη του ανθισμένου κάμπου.



Φτάνουν τα λόγια

Ερωτικά καυτά αισθήματα..

22.3.2009 Κομοτηνή..

Η ΜΕΡΑ ΠΡΟΧΩΡΑ..

Ένας ήλιος σαν σκέψη ξαφνικός πάνω από τα ανατολικά βουνά της μέρας-



Και οι άνθρωποι να δοκιμάζουν να γίνουν καλοί σαν άκακα ζώα.



Ή να είναι μαγεμένοι μέσα στις πλατείες

Του μυαλού γιορτάζοντας

Έναν θεό που τους υποχρεώνει

Ν’ ανασαίνουν σωστά.



Οξυγόνου ριπές μες την πρωτεύουσα του κόσμου..



Και ένας τελάλης

Αέρας να ανακοινώνει ότι σήμερα θα έχει λίγη παγωνιά της θύμησης.



Στα ψηλά των σύννεφων

Αγκιστρωμένα όνειρα

Που από κάτω δω

Φαίνονται πολύχρωμα

Και τα λιμπίζονται όλων των πουλιών οι ταξιαρχίες.



Και η μέρα προχωρά-



Αξίζοντας ήλιο και ευλάβεια..

ΣΑΝ ΜΑΓΟΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕΙ..

Επειδή εξαργυρώνω την θλίψη και θα το πουλήσω ακριβά

Αυτό το τομάρι από επιθυμίες που ακόμη κατέχω



Θα δοθώ μόνο στον ρεμβασμό

Μέσα σε ένα άσπιλο όνειρο που πουθενά δεν σε πάει

Αν δεν κατέχεις ένα διαβατήριο ψυχής.



Θα με φέρουν

Οι αλήθειες στο χείλος

Του γκρεμού των παράξενων σκέψεων



Που όπως συνθέτονται ένα τίποτα είναι

Μες το κενό του χρόνου.



Και θα γυρίζω έρμος άκαιρων επιδιώξεων

Και λεξιδίαιτος και λεξιθήρας



Σαν μάγος που από την μοναξιά γνωρίζει

Τα άχραντα των ποιημάτων του μυστήρια..

10 Σεπτεμβρίου 2010

Τώρα ό,τι έχω είναι οι ντροπαλές στιγμές της σιωπής μου

Τώρα ό,τι έχω είναι οι ντροπαλές στιγμές της σιωπής μου


Που καμώνεται την αδιάφορη και δεν μου μιλά.

Τα δέντρα ντύνονται φθινόπωρο κι αρχίζουν να θαυμάζουν

Τον αέρα που λίγο λίγο τα φυλλομετρά.

Πίσω από τις τζαμαρίες σκεφτικοί συνταξιούχοι

Απομυζούν το οξυγόνο που μπορούν.

Σκλαβώνονται οι μέρες μέσα στις βδομάδες και οι νύχτες
μαδούν το λουλουδάκι της χαράς.

Ο αττικός ουρανός σκυθρωπάζει.

Τα αγάλματα στα μουσεία γελούν που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν
την σεμνή τους διάρκεια.

Ο δήμιος χρόνος αποφασίζει για όλα.

Παρέες αλλοδαπών κάθονται στα παγκάκια της πλατείας και μεθούν
με μπύρα.

Ο έρωτας πουλιέται στα κρυφά.

Ένα φιλί πάει τόσο φτηνά που δεν το φανταζότανε ποτέ του ο Νικολής.

Και η ζωή είναι σαν ένα νόμισμα που πέρασε η αξία του

και που το έχεις

Πια δεν μετρά..

Μιλώ με λέξεις άλλου καιρού

13..




Μιλώ με λέξεις άλλου καιρού και κάνω

Συνομωσίες

Με ατίθασα νοήματα

Σαν να μου ανήκουν όλα.



Έτσι που τα πουλιά των ουρανών μου γίνονται

Όπως ιδέες

Φτερωτές

Που ψηλότερα πάνε

Και χάνονται

Και οι ήχοι

Που αφήνουν τ’ αρώματα

Των ονείρων να πέσουν

Σιγά μέσα στην μέρα

Που ξυπνά

Λες και την άφησε

Έκθετη μπρος στα μάτια των ανθρώπων

Ο θεός..

Κάτω από τον ουρανό της Ροδόπης.

Κομοτηνή..



Βαρύ και ανήλεο κρύο

Κάτω από τον ουρανό της Ροδόπης.



Τα πουλιά φοβούνται τα σκιάχτρα

Πετούν ψηλά

Θέλουν να πουν για την μπόρα που έρχεται..





Δεν ξέρω πόσο ένστιχτο χρειάζεται να πολεμήσεις την γύρω σου θλίψη



Ένα φως αισθήματος που περιφέρεται μέσα στην μέρα



Όπως εκείνη το διαχέει καυτό και επιθετικό πάνω

Στα πλάσματα της..

Εύκρατη αγάπη

12..




Εύκρατη συνείδηση και προπαντός

Εύκρατη αγάπη

για τα μυστικά της γλώσσας:



Αυτής της γαλανής θρησκείας

Που πλέει ούρια

Χιλιάδες χρόνια

Και μας ενώνει..

Ήτανε δώδεκα οι μήνες, δώδεκα οι θεοί

11..



Εκείνο το παιδάκι που απορούσε πώς

Ήτανε δώδεκα οι μήνες, δώδεκα οι θεοί, δώδεκα

Οι μαθητές του Χριστού- σαν μια αράδα

Της μυθολογίας να τα έχει δέσει όλα.



Κι εγώ δεν ήξερα αλήθεια να του πω…

ΣΤΑΓΟΝΑ..







Πάνω στην κοιλιά σου, πάνω στην κοιλιά σου



Μια σταγόνα ξανθή που τραμπαλίζεται

Πηγαίνοντας προς του αφαλού σου την λίμνη



Μια σταγόνα ξανθή σαν σάτυρος

Του νερού που θέλει να σ’ αγγίξει

Να σε μάθει ολόκληρη – τώρα που είσαι



Ξαπλωμένη φωτιά



Και αδιάβαστος έρωτας..

Με την άνοιξη των ματιών του έρχεται το κορίτσι..


8..




Καθαρά πάνε μέσα στην μέρα δέντρα.

Οι κορυφές τους ανασηκώνονται

Σαν για να βλέπουν τα πουλιά πίσω απ’ την μάντρα-

Μέσα στους κήπους του θεού.



Τότε έρχεται το κορίτσι..



Με την άνοιξη των ματιών του έρχεται το κορίτσι..



Χείλια και τα μαλλιά που ανεμίζουνε

Πριν η ανάσα γίνει ρυθμός πιο γρήγορος κι από σκοπό του ήλιου.



Θα ερωτευτούν τα λάγνα αγόρια-

Το κορμί τους ποτέ δεν θα σφάλει-

Αρσενικό και θηλυκό: της ηδονής

Δώρο.



Και μετά που θα είναι απόγεμα

Άσπρο, δίκαιο, πράο

Θα τα λέω κι εγώ με τα λόγια που μου έδωσε η τύχη



Έτσι όπως γέρνουν ο ένας μες την αγκαλιά του άλλου οι ερωτευμένοι

Κι έτσι όπως μπορώ να ζωγραφίζω τις αγάπες τους εγώ..

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου