...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

27 Φεβρουαρίου 2012

ΕΓΩ..


Ευανάγνωστα τα φύλλα των παρόχθιων δέντρων και ένας ενάλιος
θεός - ο πιο σημαντικός δραπέτης-
από ένα καταργημένο δωδεκάθεο.

Πτήσεις των γλάρων, γαλανές, άσπρες, ραμφίζοντας
το ωραίο μεσημέρι.

Ένας άνθρωπος
απλώνει τις υποταγμένες πια ιδεολογίες του
να στεγνώσουν στην ήσυχη ακρογιαλιά.

Οι επιθυμίες των φώτων έγιναν ένα επίμονο
ποίημα που αφομοιώνει τις χλωροφύλλιες λέξεις του
κάτω από το ακριβό φεγγάρι..

Εγώ…
Που νιώθω τον παλμό ετούτο, εγώ!

26 Φεβρουαρίου 2012

Έτσι όπως είναι το φεγγάρι κούπα





Έτσι όπως είναι το φεγγάρι κούπα το κατάλαβα:
Θα βρέχει σύντομα νομίζω.
Σαν όπως ο παππούλης μου μου το ‘λεγε.. Τώρα
Που γέρασα και τον ανακαλώ κι αλλιώτικα πια τον καταλαβαίνω
Βρίσκω την ρίζα του των λόγων μέσα μου-
Αληθινά δεν διαπραγματεύομαι την λεβεντιά του..
Μαθώς από την εύθυμη σοφία του
Του φωτεινού μυαλού του κληρονόμησα
Αγάπη για τον κόσμο των ωραίων λουλουδιών
Και θαυμασμό για την μυθιστορία κάθε δέντρου..
Έμειναν μες την παιδική ψυχή μου ψήγματα
Από μια μακρινή ιωνική καρδιά που έφυγε μα όμως μέσα μου
κι όμως χτυπάει..

                                                                26.2.2012



Κάποια στιγμή θα με καταλαβαίνεις..



Αν μπορούν έτσι απρόσκοπτα ας μεγαλώσουν τα νύχια μου
Για να γρατζουνίσω το χάος.
Έχω πικραθεί από όλα, αλλά η πατρίδα πιο πολύ τώρα πια με πονά.
Δεν πίστευα να γίνει έτσι αφερέγγυα η εποχή.
Άκανθους βγάζω και γίνομαι επιθετικός παρακμασμένος σκαντζόχοιρος.
Αν με βλέπεις για ήρωα να το ξέρεις δεν είμαι.
Είμαι όπως όλοι: βιοποριστικά αγχωμένος.
Ομολογώ τόσα που θα σκεφτείς να μου απέδιδες κατηγορίες
Μια φορά.
Όμως δεν κόπτομαι.
Θα υπερασπιστώ το δίκιο που δεν καταγράφεται από καμία ιστορία.
Οικουμενικά αν με μεταφράσεις θα σου μείνει μια πίκρα από θυμωμένο, καλόγνωμο άνθρωπο.
Πού να βρω πόσο κοστίζει των αισθημάτων μου η αποταμίευση;
Πάρε με από την αρχή και θα βγεις στα ρηχά των ονείρων.
Τόσα άστρα συλλάβισα που θα καώ όπως ο επερχόμενος μετεωρίτης.
Και ο θεός πού είναι; Με κατέχει;
Απιστώ με τρόπο που η αλήθεια μου αθωότητα επαγγέλλεται.
Εφάρμοσε πάνω μου την σιωπή και θα δεις ότι οι δυο μας θα φλυαρούμε περίφημα.
Κάποια στιγμή θα με καταλαβαίνεις..

25 Φεβρουαρίου 2012

Ονειρεύομαι επαναστάσεις…


Ονειρεύομαι επαναστάσεις από το μέρος των ρόδων
Χορτασμένες φαμίλιες που δεν έχουν χρεία να πολεμούν
Αρωματικές σκέψεις που ξορκίζουν την βλάσφημη κατάθλιψη
Ονειρεύομαι γαλήνη ψυχής

Τόσο εθελούσια στον έρωτα των λέξεων παραδόθηκα
Που ανιχνεύεις το μπαρούτι της περισπωμένης επάνω μου
Είμαι πιο νέος απ' ότι ήμουν ποτέ μου

Μια κιθάρα ακομπανιάρει το φεγγαρόφωτο κι εγώ σου λέω
Τα μυστικά της καρδιάς μου όπως ο άνεμος τα φέρνει
Στης κάμαράς σου τον ψίθυρο

Τα πληκτρολόγια είναι σαν δαγκωμένα χείλια
δεν θα μπορέσουν να πουν πόσο πολύ εγώ να το ξέρεις σ' αγάπησα
Ταλανίζοντας την έρμη ζωή μου
Γύρω από μια χίμαιρα που μ' οδηγούσε στο λάθος..

                                                      14.2.2011


Υπατία μαθηματικό κλέος που αγγίζει τα άστρα…


Ανταλλάσω τα πάντα με μια ιερή σιωπή
Σαν εκείνες που θα μπορούσαν να κατανοήσουν μόνο οι αρχαιολόγοι
Που έσκυψαν μία στιγμή μπροστά σε έναν τάφο και αντίκρισαν εκείνον τον νεκρό που κοιμάται, δεν πέθανε, απλά δεν ξυπνάει..

Ύφος του ανείπωτου, θυμέλη όπου θα θυσιαστούν τα πάντα
Δάσκαλε του θαλερού που δεν θα φτάσω ποτέ μου..
Θα κυβερνήσουμε τον κόσμο διατυπώνοντας μια θεωρία ανθρωπιάς..

Ακόμα και στον θάνατο θα σε θυμάμαι..
Υπατία μαθηματικό κλέος που αγγίζει τα άστρα
Είναι ορατός ο ανύπαρκτος πια αστρολάβος σου..

Στρέψε τον δίσκο σου και βρες τις μοίρες
Που είναι ωρολόγιο τώρα
Που ο χρόνος δεν με πάει πουθενά πουθενά..

Είναι η σκιά σου, η σκιά μιας ψυχής
Που υπερθεματίζει ελληνικά και αποδεκτά χαρτογραφεί
Κοινωνίες του μέλλοντος..

Και σε καταλαβαίνω:
Όπως έναν αδιέξοδο δρόμο που με βγάζει στο ίδιο σημείο που ήμουν:
Εγώ με εμένα προτού γεννηθώ..
                                                                 13.2.2011

ΣΠΟΥΔΗ ΕΑΥΤΟΥ




        Δόκανο όλο που καραδοκεί
Λίγο ν’ αφήσω το τιμόνι, λίγο
Να αστοχήσω ξέγνοιαστα.             Και η ζωή
Γυρίζοντας την φτερωτή της σαν παλιός νερόμυλος
Με θορύβους, με αποτέλεσμα
Μοναξιάς και αγωνίας.

Τυχερός που ένιωσα το βαθύ τραγούδι του πουλιού
Τον όρθιο σκοπό
Της Φύσης
Το μεγάλο
Κάλεσμα:
Να μάθω δέντρα
Χλόη, νερά, αγρύπνιες
Μέσα στην νύχτα-    όταν
Το υνί με όργωνε σαν χώμα..
Το σπλάχνο μου που δέχονταν τον σπόρο
Της ζωής- σαν
Αξίνα αρχαιολόγου
μέσα μου
να σκάβει και
Ν’ ανακαλύπτει τα θαμμένα αυτά
Της γλώσσας:         
ρίζες, ρήματα-
Σαν παράθυρα ν’ ανοίγονται για να κοιτάξω
Ορίζοντα άλλον-  Ευαγγέλιο!
  

                                                 8.8.2007
                                        Μακρινίτσα, Σέρρες.




24 Φεβρουαρίου 2012

ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ, ΜΠΕΛΕΣ




 Χαρούμενος! Θέ μου πόσο χαρούμενος! Την ματιά μου
Σκίζει επιδέξια χελιδόνα..
Το παράθυρό μου ανοιχτό-
Παντζούρια καρφωμένα και ακούω
Τον θόρυβο του δρόμου:

Παιδιά που παίζουν με μια τύχη ποδηλάτου-
Το γενναίο νερό μια νίκη
Παγκόσμια. Και τα φυλλώματα απ’ το τεράστιο πλατάνι
Οσμές αιώνιας ερημιάς που
Θροΐζουν μες τα χρόνια.

Κι εγώ ησυχάζω πάνω στο στενό κρεβάτι
Και δέχομαι όλες τις διδαχές της εξοχής αυτής
Που μου μιλάει με τα πολυάριθμα φυτά της
Με δέντρα που έχουνε κλωνιά που βγαίνουν
Μες από όνειρα.

Κλείνω τα μάτια κι είναι δύο οι κόσμοι στην καρδιά μου:
Ο ένας μ’ ένα φως ροδιάς κι ο άλλος
Σταλάζοντας αργά σαν μια νεροσταγόνα
Που πέφτει απ’ τα φυλλώματα διάφανη
Μες την ματιά μου.

Δεν το πιστεύω που μια ανεξήγητη βροχή αναμερίζει
Τις κουρτίνες του μυαλού
Να χωρέσει περισσότερη λάμψη απογεύματος με τον ήλιο
Που δύει σαν έμβλημα
Πορφυρώνοντας
Τις κορυφογραμμές που απαλά
Σμίγουνε σαν κεφάλια σκύλων-
Αρχαία μνήμη.

Βροχούλα καλοκαιρινή, σαν δώρο ανεκτίμητο
Κάτω απ’ τα πόδια του βουνού αρχίζοντας
Να τραγουδά εκεί που εμείς απουσιάζουμε-
Στον ορίζοντα μέσα είναι το μάκρος της ματιάς.
Μακρυνίτσα σκαρφαλωμένη στο ύψωμα. Μπέλες.

Το σύνορο μια χώρας που αρχίζει με ναούς στο πέλαγο και τελειώνει
Εδώ
Μ’ αυτούς τους κίονες των δέντρων
Που είναι ναός και πάλι
Του αγεριού και του πουλιού για να προσεύχομαι
Σε τούτη την δική μου πράσινη εκκλησία!


                                          7.8.2007

ΑΝΩ ΠΟΡΟΪΑ


       Πόσο ξίφος του ήλιου να σπαθίζει τα φυλλώματα
Ένας θεός ξέρει πόση μυρωδιά
Τριαντάφυλλου που αγγίξαμε σαν δυνατό βελούδο
Και το νυσταγμένο αυτό υγρό αεράκι
Να δροσίζει την ματιά μας και πνευμόνια..

Ξέχειλες οι γούρνες στις βρύσες με τρεχούμενο νερό
Πάντα ανοιχτές σαν να θέλουν
Να μας διδάξουν κάτι για την αφθονία.
Πλατάνια θεοτικά που ξύνουν ουρανό
Και κάτι ψυχωμένες σιωπές με κατάνυξη
Και αλφάδι υγείας.
Ο ήχος απ’ το ποταμάκι που σου μουρμουρίζει έναν σκοπό
Που θα 'θελες για πάντα να αποστηθίσεις.
Το ξέρω ότι απ’ όλες τις περιουσίες μου
Μόνο αυτό θα είναι πάντοτε ανεκτίμητο
Θα φωλιάσει μέσα μου σαν απώτατο κύτταρο
Και θα σβήσει μ’ εμένα.
Κι αν κάποτε θα έχω μία ησυχία πιο δυνατή κι από την άσπρη πλάκα μου
Που θα κάνει σαν βωμό αρχαίας θλίψης το φεγγάρι-
Στο χώμα που θα διαφεύγει απ’ την εξουσία των λόγων μου
Ίσως φυτρώσει ένα λουλούδι αναίτιο
Ένα ανυπόταχτο της φύσης καμάρι
Που θα φέρει μέσα του το ρίγος που θησαύριζα
Τριγυρίζοντας μέσα στο αγιάζι των καιρών-      μόνος
Μονάχα με την μοναξιά μου σύντροφο
Να αποδοθεί σε πράξη  αυτό το φεγγοβόλημα
Του χρώματος
Σαν αγιάζοντας κάποτε
Ανάμεσα στις γήινες ουσίες έρχεται
Σαν δώρο η ευτυχία...
                                                   

                                               7.8.2007

ΠΡΟΣΕΞΕ





               
Έχει βραδιάσει. Ένας μουεζίνης άνεμος
Ακούγεται στους μιναρέδες της οξιάς.
Ψάλλει.
Τραγούδι σφυριχτό μονότονο.
Αν φωνάξεις τώρα
Θ’ αποδημήσουν τρομαγμένες
Οι πολιτείες των πουλιών.


                                  6.8.2007

                

ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ


                     Οι νεκροί έχουν μια γαλήνη απρόσμενη, οι νεκροί
Στολίζουν τα κοιμητήρια
Με φρόνηση
Μας διδάσκουν ζωή απ’ τον θάνατο
Μέσα              
Μ’ ένα βιβλίο μάρμαρου λευκού.

Τα καντήλια τους
Έχουν αυτή την μικρή πυρκαγιά
Που συνετίζει την σκέψη μας.
Μπορούμε να καταλάβουμε;
Πόσο μιλάει η σιωπή τους για να σβήνει η φλυαρία μας;
(Μήπως κι ο θάνατος δεν περιέχει ένα κώνειο σοφίας;)


                                                             6.8.2007

23 Φεβρουαρίου 2012

ο κόσμος είναι αυτούσιος ο κόσμος σου-


Δις η σιγανή μουσική-
Ανοίγει πόρτα προς τον αναπάντεχο παράδεισο.
Κόπτονται οι υποσχέσεις στον υποκείμενο πόθο ν’ αρέσουν.
Τι σημαίνει ο στίχος άλλο από μια ακροβολισμένη σκέψη που κεντά την καρδιά;
Είναι το κρασί των αθώων είναι η αντήχηση των υγιών ενστίκτων.
Το κάθε νεύρο τεντώνεται προς την ακρότατη δράση.
Είσαι ο ίδιος που άλλαξες λες και δεν ήσουν ποτέ ο πρώην σου εαυτός-
Ο τολμών να αμφισβητήσεις την τάξη την κάθε τάξη.
Όταν τελειώσουν όλα τα όργανα την συγχορδία τους
το κάθε ένα σύμφωνο που εγγράφεται επάνω στην σελίδα είναι
Φερέφωνο της ερημιάς που σ’ απελπίζει-
Κι ο κόσμος είναι αυτούσιος ο κόσμος σου-
Τόσο απλός!

                                                                22.2.2012 Λαμία..

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

                       
Αν πεθάνω
Κράτα αυτόν το πεισματάρη στίχο για αντίο-
Που μου έτρωγε τα σπλάχνα όταν έμαθα
Πόσης πυρίτιδας ανάφλεξη ορίζει η εξουσία του.
Και φέρε μου για άνθη δύο ταπεινές
Μαργαρίτες-  και άσε το πουλί
Να ‘ρθει εκεί να τραγουδήσει.
Θυμήσου πάνω απ’ όλα: δεν φοβήθηκα!
Τόξευα χρόνια μες την μοναξιά και ξέρω
Πόση φωνή χρειάζεται για να σιωπήσει ο πόνος.
Μελάνι που ήπια για να ζήσω έντιμα!
Θυσία σε άνεμο που ευλόγησα για να μου παραστέκεται μια άπνοια-
Φιλίες με το νερό
Και το σώμα της αρχαίας θλίψης που γύρω μου
Έπλεκε ρίζες μες τα δέντρα.
Δεν θα μελαγχολήσω τώρα…
Αν πεθάνω
Ξέρε το πώς ξοδεύτηκα μέσα στη ερημιά-
Το λουλούδι με έμαθε ποίηση,
Οι Παναγιές μου ήτανε νεράιδες.
Αν πεθάνω
Βάλε μου τα ωραία ρούχα του ανέμου
Και άφησέ μου για καντήλι το φεγγάρι…


                                         6.8.2007


ΤΟ ΣΠΙΤΙ


                         Ένα παλιό σπίτι κατοικώ
Που το 'φαγε από την μια μεριά
Της σελήνης ο λευκασμένος σκύλος
Και την αριθμητική των παιδικών μου χρόνων αντιγράφω
Μέσα σε όνειρα χωρίς ειρμό

Ένα μυαλό που άνοιξε για να πετάξουνε
Σαν τα πουλιά οι μνήμες
Τοπία που ήπιανε το φως τόσο πολύ που μέθυσαν,
Σιωπές που με μεγάλωσαν στα σπλάχνα τους
Σκάβοντας όπως τυμβωρύχος-
Κι ένα λαγήνι αθάνατο νερό που όμως δεν πίνεται
Γιατί αρμόζει σ’ έναν ήρωα
Μυθικό που εσύ δεν είσαι.

Ένα παλιό σπίτι κατοικώ
Που το 'φαγε η μοναξιά κι η στέρηση
Μονάχα ξέρω τις φιγούρες απ’ τα σύννεφα του ορίζοντα
Που μαχαιρώνουν το απόγευμα· θεωρία και πράξη
Ηλιοβασιλέματος.
                              Και σβήνουν όλα
Αργά σταλάζοντας όπως βροχή στην θάλασσα
Αφομοιώνονται σαν οι γραμμές στον νέο χάρτη
Του κόσμου. Εκεί που αλλάζουνε τα σύνορα
Και μόνο οι άνθρωποι δεν το μπορούνε να αλλάξουν…


                                                6.8.2007



22 Φεβρουαρίου 2012

ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟ ΤΖΑΜΙ






             
Μέρα θαμπή, θριάμβου μπόρας καλοκαιρινής
Η βροχή αναστατώνει όλες τις ζωές, ανατινάζει
Ουσίες της χλωροφύλλης άξεστες-
Απ’ το μαράζι πίσω απ’ το τζάμι μου τα βλέπω.
Σαν μεγεθυντικός φακός που μου διαβάζει το είδωλο καλύτερα..
Και το βατράχι αυτό που ενώ χοροπηδάει
Μες την υγρασία των πεσμένων φύλλων
Αφήνει ένα άλλο βάρος
Μες το ταξίδι του ματιού
Από χωράφι σε χωράφι…

Αλαφροΐσκιωτη σιωπή
και μια μονότονη άρπα της βροχής να χύνεται
Σαν μουσική βουκολικής σαγήνης
Εκεί  που έχει λόγια με την μοναξιά η μέρα-
Ένα λεπτό υφάδι μελαγχολικής σιωπής και ρεμβασμού
Μέσα στο πρωινό
Και ο καιρός είναι δεμένος για να βρέχει ολοένα
Στίχους και όραση θολή….


                                             6.8.2007






ΜΑΚΡΥΝΙΤΣΑ ΣΕΡΡΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2007

Βουνό που το έφαγε η καταχνιά
Που ορκίστηκε σύνεση και αστόχησε πάλι
Της Δοϊράνης έξαψη
Βουνό που ήταν εκεί, σύνορο των ανθρώπων
Μέσα στην χαμηλή νέφωση τυλιγμένο
Σαν την αχλή του μύθου
Λίγο πριν να το πολεμήσει η μέρα..

Που το αντίκρισα στις έξι το πρωί
Γράφοντας την μορφή του με τις λέξεις
Σαν φωτογράφος επιδέξιας μοναξιάς
Τριγυρισμένος με θεόρατα πλατάνια.

Μου υμνήσαν πουλιά το χάραμα
Πιάνοντας ένα τραγούδι αντίφωνο στην θλίψη
Μου πολεμήσαν τις μελαγχολίες μου
Εκεί που αγρίεψε το μάτι από ανέχεια ήλιου∙
Κουκούβισα μέσα στην Ιλιάδα των αναζητήσεων…
Τι γύρευα;

Στους δρόμους που τεράστια πλατάνια σαν ομπρέλες του θεού
Μ’ ανέβαζαν προς τον καημό των σπιτικών αυλόγυρων
Μ’ ένα κυδώνι να στυφίζει διάθεση- και
Που ξημερώνει μέρα…


                                                6.8.2007

21 Φεβρουαρίου 2012

ΑΓΩΓΗ


Σχολείο που πήγα μέσα στις δοξαστικές ανατολές
Αναζητώντας
Σπάρτη του βίου μου..
Νερό, αίμα χοϊκό
Που σε λάτρεψα νίβοντας το πρόσωπό μου
Πώς χώρεσες μες την ψυχή μου θέληση
Ζωής, πώς ανέβηκα
Σκαλοπάτια του ύμνου
Παλεύοντας να σ’ αποδώσω
Στου στίχου αυτόν τον αργαλειό;

Ξυπνούσα πάντοτε νωρίς- μη δεν προλάβω
Ν’ ακούσω ένα πουλί
Μην μου ξεφεύγει ο ήλιος
Που αναγορεύτηκε θεός μέσα στην μέρα, μέσα στην καρδιά μου.

Άπλωνα όλα τα λόγια μου όπως ψαράς
Που ανασύρει πάνω στο καΐκι του όλα τα δίχτυα
Και το μικρό διαλέγει ψάρι να επιστραφεί
Στον ουρανό της θάλασσας.

Θα φάνταζα παράξενος με τόση αρπαχτική ματιά
Να εφορμώ ολόγυρα                 
                                                 αναζητώντας
Σπάρτη του βίου μου..
Να πιω το νέκταρ του φυλλώματος να υποταχτώ
Στο χρώμα απ’ το λουλούδι που περήφανο
Γράφει διθύραμβο ελληνικό με φως και χοϊκό
Αίμα.

Μα…
Έτσι ήμουν καμωμένος.
Τέτοιος πηλός μου έλαχε.
Συγκινημένος  μπρος τον άπεφθο ναό του δέντρου
Με μία θρησκεία ανέμου τα χαράματα
Κι οι κίονες αυτοί από κυπαρίσσια κι έλατα
Να κρατούν αετώματα ουρανού και αιώνων σοφία.


                                                      6.8.2007


ΣΤΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ

                  Πόνεσα μες τις μέρες, στέγνωσα
Άναψα τον πηλό μου περισσότερο
Φύσηξα μέσα σ’ ερημιές, αγρύπνησα
Γονυπετής μπροστά στην άνοιξη
Τεντώθηκα σαν τόξου την χορδή
Υλοτομούσα μέσα μου δάση της θλίψης
Ολόφεγγος προσκύνησα την μοναξία
Προτού ν’ ανάψω το κερί ενός στίχου
Σ’ ένα ξωκλήσι ελπίδας σαν ολόλευκο
Λεύτερο περιστέρι. Αυτό που με συμβούλευε έπειτα-

Έπειτα που ήμουν εγώ κι όμως δεν ήμουν
Που επεκτάθηκα μέσα στον νου μου υπέρμετρα
Κοιτώντας την γεωγραφία των άστρων.

Γαλήνη που αποκοιμήθηκα πλάι στο ακρογιάλι
Ακούγοντας το μούρμουρο απ’ τ’ απαλό σου κυματάκι
Θάλασσα σκάζοντας στα πόδια μιας ανέμελης
Αμμουδιάς

Και είχα ονειρευτεί την έκπληξη όλη
Ν’ αφήνομαι σ’ ένα ταξίδι ελευθερίας κι υποταγής
Ιεροφάντης μυστηρίων αρχαίων
Που του έρχεται όλη η αρμύρα όπως διδαχή του απλού στοιχείου
Στο πρόσωπο που ενώ γερνάει όλο και στιλβώνεται
Από αγιότητας λάμψη ή σοφίας.

Και το φεγγάρι αυτό που χρησμοδότησε περήφανα
Σαν αναμμένος λύχνος του ουράνιου θόλου
Εκεί που χάθηκα σαν οδοιπόρος πάνω στα υψώματα
Μία σοφία ήλιου μες τα καλοκαίρια μου
Που είχαν φωταψίες απ’ Ομήρου.

Πώς δέχτηκα αυτά τα δώρα του νησιού
Που μου έπλασαν ορίζοντα∙                και πώς μετά
Που σιώπησαν οι φούριες του αίματος
Της εφηβείας σκέφτηκα πολύ
Άγγιξα πέτρα ερημιάς και βγήκε ύδωρ
Σαν γήινο αίμα

Κι έσταξε νάμα στίχου στην ψυχή μου όπως
Σ’ ένα καντήλι του κοιμητηρίου στάζει
Στάλα τη στάλα λάδι η αγαπημένη του παλικαριού…


                                                  4.8.2007

ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ


          Υπέροχο άστρο της αυγής- πώς υμνωδείς την θλίψη μου!
Με ανακρούσματα πουλιών, αρχαίες ορχήστρες
Φυλλώματα ασημοπράσινα ελιάς, το αντιφέγγισμα στον τοίχο του δωματίου
Μία ουσία ζέστας που κυρτώνεται
Προτού να μάθει να σωπαίνει
Μες το ψαχνό των μήλων..

Υπέροχο άστρο της αυγής, με λυγερή φωνή,
Το βέλος του βασιλικού στην γλάστρα που ξεπέζεψε απ’ τ’ άλογό του
Κι ένα κορίτσι σύννεφο ξανθομαλλούσα λεμονιά έξω από το σπίτι μου.

Έχεις μια πρόκληση της σάρκας ξημερώματα του πόθου
Μία ευχή που γαληνεύει την ψυχή του αναμαλλιασμένου γιασεμιού-
Έλα από την ομορφιά που όσο κι αν θέλεις δεν μαθαίνεται
Σε παλιά βιβλία, σπίτια παλαιά, με αναρριχώμενες τις βοκαμβίλιες
Κι από το ύψος του μαντρότοιχου σαν να κοιτάζει πέρα προς την θάλασσα
Ένα μελωδικό φεγγάρι.

Ξέρω πως θα σε βρω μέσα στο φως που ολοκληρώνεται η εφηβεία του
Ν' ακούς ανέμους του ελληνικού λεξιλογίου-
Χτίζω μ’ αυτήν την ύλη που όλο γίνεται πιο άϋλη
Και ζωγραφίζω μιαν εικόνα που όλο σβήνονται τα χρώματά της.
 
                                                                  2.8.2007
                                  

ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΣ


     Μέσα στα στήθη μου
Σαν τώρα ν’ άρχισε του πηλού  η πνοή
Έχω φυλακίσει άνεμο-
Άνεμο χαράς
Άνεμο φλογέρας

Και ένα σύνορο ελευθερίας που σπάει
Από επαναστάτες ήρωες  του αίματος.

Όπως ποιητών παλιών που αγάπησα η φωνή
Και με ξύπναγε όλες τις νύχτες
Στο σπίτι εκεί στην Λέσβο, ανοίγοντας τα σκεβρωμένα του παράθυρα
Κι έτρεμε η νύχτα μαύρη με τριζόνια.

Θαρρούσα είμαι σαν αλλοπαρμένος μέσα στην γαλήνη αυτή
Που σπίθιζε όπως πέτρα που μαζεύει ήλιο
Και καίει το απόγευμα.

Σκούντηξα λίγο την γλαστρούλα με τον όμορφο βασιλικό
Χάιδεψα λίγο τα μαλλιά του
Και μύρισε η αυλή χρυσάφι
Ναυάγησα μέσα στις ορθωμένες χίμαιρες
Σαν ηλιοτρόπια ψάχνοντας να στρέψουνε το πρόσωπο κατά το μέρος
Του βασιλέα ήλιου.

Ήπια το μέλι απ’ το αγιόκλημα
Κρατήθηκα απ’ το καγκελάκι της μικρότερης ιδέας
Κι ανέβηκα προς την ταράτσα του ουρανού
Συλλέγοντας σαν στίχους άστρα.
Βούλιαξα

Στα βαθιά ευτυχίας.
Τι να ψαρεύει μια ψυχή μες την χαρά της;
Τώρα
Ας με ξυπνήσει κάποιος- Ο άνεμος
Λιγώνεται
Και πάει καλά του
Ν’ ανοίξει θύρες για καλωσορίσματα αγγέλων…


                                                  27.7.2007



20 Φεβρουαρίου 2012

ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ




                     Άκουσε λόγια τώρα που τ’ αστέρια όλα σαν συνωμοτούν
Έρχονται μες την νύχτα όπως ύποπτες γυναίκες
Να αγκαλιάσουνε κι εμάς σαν δεύτερους
Πάντα ερωμένους.

Δες! Αυτός είναι ο κόσμος σου: μια πένα
Βιβλία, χαρτιά, μολύβια,
Μία βοή από κρύσταλλο μελαγχολίας
Κι εσύ σπουδάζεις των ανθρώπων πόνο.

Κι όμως….   
                    ήταν ωραία σαν ήσουνα παιδί
Αδιάφορο για των μεγάλων τη σοφία
Και πέταγες στο πλάι βότσαλο πλακουτσωτό
Για να χοροπηδάει πάνω στην ήσυχη
Θάλασσα.

Ήταν ωραία σαν δεν ήξερες καθόλου
Από πού ορμάει ο θάνατος,
Πού ξεγράφονται όλα,
Πού αγκυλώνει η τριανταφυλλιά…

Μετά σιγά σιγά που κάηκες
Δοκίμαζες με την αφή τα πάντα.
Έβαλες χρόνο πιο μακρύ προτού ξυπνήσεις την αντίδραση
Έφυγες απ' την χώρα του αθώου.

Και τώρα πια με τα γυαλιά ενός πρεσβύωπα
Κοιτάς με αποστάσεις άλλες και τα πάντα.
Γίνεσαι όλο πιο σοφός. Όμως
Διακρίνω μια οξείδωση των αισθημάτων:
Βαραίνεις κι επιμένεις όλα να τα θέλεις να ακινητούνε-

Εσύ που χόρευες το σύμπαν όλο με εκρηκτικές φιγούρες του μυαλού…


                                                        27.7.2007

Φιλοσοφίες γιοκ



Πάνω απ’ όλα είναι αυτή η ξαφνική ηγεμονία:
Οι μέρες φεύγουν και ο νυν χρόνος νικητής
Ως εκεί που εδράζεται το αφιλότιμο αύριο.
Όλα στροβιλισμένα σ’ ένα ίλιγγο ροκ
Και η πραγματικότητα μεγάλο αγκάθι.
Φιλοσοφίες γιοκ       γερμανικά επαναφασιστεύουν οι μέρες
Η ιστορία σκίζει τα ιμάτιά της      όσοι γεννήθηκαν καίσαρες
θα δολοφονηθούν
Και θα τραπούν σε άτακτη φυγή οι λεγεώνες των ξένων. Οι δικοί μας
Θα είναι περισσότερο πλάσματα μυθολογικά
Που ευαγγελίστηκαν μια φθίνουσα δημοκρατία.
Βλέπεις η οξείδωση βγαίνει και κάποτε στον άσπρο σου γιακά
Και σε προδίδουν οι φανταχτερές γραβάτες.
Δεν τιμωρείται κανείς πάντως – όλα είναι λόγια για λόγια
Και άλλα λόγια που χτυπούνε πάνω στα παλιά
σαν χάντρες από κομπολόγια.. Ε ρε ντουνιά
πώς έγινες και δεν σε αναγνωρίζω;
Ούτε στα ποιήματα που γράφω δεν
Είσαι πια, όπως που πίστευα παλικαράκι, καλολογικός-
Είσαι πλεκτάνη που τον κάθε άνθρωπο εγκλωβίζει.

                                                                  20.2.2012


Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου