...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Αυγούστου 2012

Ανοίγεις την πόρτα του νου μου και μπαίνεις



Ανοίγεις την πόρτα του νου μου και μπαίνεις

Πλανόδια σαν σκέψη που δεν έχει ιθαγένεια
Ιερογλυφική τιτάνια και στενογραφημένη…

Με τα πλουμίδια σου και προπάντων εκείνο το πολύχρωμο όνειρό σου
Που φτάνει ως τα κουρασμένα βράδια μου..

Θεότητα που πια εκλείπει
Σώμα φωτεινό για να ο έρωτας μπει
Χρησμέ του αίματος, κώδικα της αθανασίας..

Λέω την παρουσία σου όταν μόνη σου είσαι
Όλα που θα μπορούσα μ' αισιοδοξία να σκεφτώ. Έρχεσαι
Από μέρη σιωπής
Για να με μάθεις να ωραία μιλάω.

Ρυάκι νικηφόρο των χρόνων μου!
Τώρα που με σκουριάζει πια η ζωή
Ξέρω πιο καλά μυστικά να φυλάω..

                                                          10.7.2011




ΑΠΟΔΟΣΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ..Ή ΟΠΩΣ ΣΚΑΡΩΝΩ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΠΡΟΧΕΙΡΑ...



ΑΠΟΔΟΣΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ..Ή ΟΠΩΣ ΣΚΑΡΩΝΩ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΠΡΟΧΕΙΡΑ...

 

Κάνω τις αναμνήσεις μου δώρο στην νύχτα.
Ο λιγοστός αέρας κινεί νωχελικά ένα παράξενο φεγγάρι.
Τώρα που ήρθες να μείνεις, είναι ωραίες οι τριανταφυλλιές
Και ο μουσικός τρόπος του δειλινού να νομοθετεί για μένα και σένα.
Σπάζουν στην βουλιμία των δευτερολέπτων αινιγματικά λογάκια
Παιδιά της νύχτας, σκιές του πορφυρού ύπνου-
Σκάζουν στις ακρογιαλιές του ποιήματος έρωτα λόγια.
Ακουμπώ το μάγουλό μου στο κουρασμένο προσκέφαλο
Ο χρόνος τρίζει, ο αληθινός χρόνος τρίζει
Φεύγω απόψε από όλες τις υποψίες μου
Ακολουθώ τον εγωισμό των πλασμάτων της νύχτας.
Αν μ’ ακούσεις παραμιλώ και ίσως κάποτε κάποιον να πείσω
Που έχει ανάγκη να ακούσει μια διπλανή του φωνή.
Αλλά είναι τερτίπι της επιθετικής μοναξιάς, τρόπος
Να βουλιάζεις αργά μες το ασάλευτο τώρα
Και να χρησιμοποιείς την σαγήνη των λέξεων σαν
μια αποτροπή για εθελούσια φυλακή σου.
Μιλώ γα κείνον τον ανερμήνευτο λόγο που αναζητούν οι ποιητές
Τα λακουβάκια της θλίψης τους για να γεμίσουν
Πλησμονής αίμα.
Κι όταν στο τέλος μείνει απόσταγμα ποίημα ζεστό
Σαν άρτος που θ’ αποδοθεί στους πεινασμένους
Έλα να πεις ότι αυτά που λέω δεν είναι επαναστατικά διδάγματα
Ενός κόσμου που δεν βλέπω αλλά σε κάνω και καταλαβαίνεις..


                                                                              9.8.2011

ΟΡΜΕΜΦΥΤΟ..




Λαθραία χαίρονται οι μέρες αλλά τόσο μελάνι είμαι ποτισμένος
Που ο ουρανός ακουμπά στην παλάμη μου.
Κρασί δυνατό των λεξιλογίων
Ντέφι τρελό που με σηκώνει να χορέψω
κάτω απ’ τ’ άστρα
Ιωνικό κάτι κι αιολικό μου παράπονο
Τοπίο αττικό και δωρικέ μου κίονα
Της Ποίησης-
Βαφτισμένος είμαι σε μια θυμοσοφία φωτιάς
Που με κάνει κι από τα νέφη νεότερο.
Η Ελλάδα με κεντά στην καρδιά!
Αποσπώ από τον βράχο της τα αρχέγονα θαυμαστικά μου.
Σαν ένας μάγος που ανακαλύπτει να τον ξεπερνούνε τα φαινόμενα
που θέλησε να προκαλέσει. Τι γράφω
Που αργότερα με λογοκρίνει αντίς εγώ εκείνο;
Συμπορεύομαι με μια θύελλα των καιρών που ενσπείρουν
τρικυμία και πείσματα μέσα μου.
Αναζητώ σε τούτη την θυμέλη των λέξεων
Το παρελθόν θυσιασμένο που
κατορθώνει ένα μέλλον που μου αναλογεί..

                                                              29.8.2012


30 Αυγούστου 2012

Σαν να ξέμεινα από όνειρα





Σαν να ξέμεινα από όνειρα και το κεφάλι μου γέμισε από αδιάφορες σκέψεις

Καθ' όλα αβρός και μάχιμος
Όπως μια ιδέα που θέλει
τον σταυροφόρο της
Καθ’ όλα λύκος

Πολλάκις λουλουδένιος πολλάκις αγκαθερός
Και το απόγεμα να στέφεται με την αχλή που μου πνίγει
τα βλέφαρα

Ακολουθώ
Την μοίρα των τραγουδιών
Και μες το ρήμα πνίγομαι
Ανύμφευτος..



Στην κοιλιά σου φύεται ολόγλυκο ρόδο




Στην κοιλιά σου φύεται ολόγλυκο ρόδο
Που αγγίζει το χέρι μου και το άμοιρο καίγεται.

Τα φεγγάρια που έχω κρατήσει στα χέρια μου
άνοιξαν μέσα μου κρατήρα απ’ όπου
Λυρικός καπνός φεύγει και σκοτεινιάζει την άνοιξη.

Φτάνω κοντά σου από μίλια μακριά και ακούγοντας το κουτσομπολιό των ανέμων.

Κοίτα πώς έβαλε επιτυχημένα τις ψηφίδες του ο κατεργάρης χρόνος!

Τσακμακόπετρες δυνητικές σπιθίζουν και φωταγωγείται ο αμετάφραστος χρόνος..



Ο χρόνος είναι η πιο μεγάλη φυλακή·




Η φούστα σου έδερνε τον άνεμο και περνούσες
Από την φωτεινή πλατεία που όλοι κοίταζαν
Σαν να ‘τανε να σε διαμελίσουν λάφυρο πολέμου.
Μου είπες, “πρόσεξε
Δεν ορίζω τίποτα κι είναι όλα δικά μου”,  και με κοίταξες
Στα μάτια σαν για να με αναστατώσεις.
Έκρυβε την μελαγχολία του το απόγευμα.
“Δεν πάμε πουθενά”, σου είπα·
“Ο χρόνος είναι η πιο μεγάλη φυλακή·
Μέσα του ωριμάζουν τα πάθη αλλά ο έρωτας είναι μια κραυγή
Που σέρνει σκλάβα την ελπίδα”.
Με το παλιό μοτοσακό σου έστριψες δύο στενά μετά τα σύννεφα
Και χάθηκες εκεί που όλοι ήλπιζαν να καταλάβουν τον ερωτικό σου ουρανό.






29 Αυγούστου 2012

Κηφισσός γυμνός σαν σάλιαγκας που σε ξενίζει η θωριά του




Κηφισσός γυμνός σαν σάλιαγκας που σε ξενίζει η θωριά του
Φουγάρα κι εργοστάσια
Επιμήκεις πατρίδες του εμπορίου
Κοντές κουρασμένες ζωές
Στον ρου της πόλης προς την θάλασσα
Βρώμικα εργοστασιακά δώρα
Μολύνσεις επί ψυχών- μολύνσεις επί χάρτου
Η πρωτεύουσα σχεδιάζει μια τελειωτική  αναμέτρηση
Με το απάνθρωπο πρόσωπό της
Κατηφορίζει ο οδικός άξονας
Προς το Μοσχάτο που γέρασε
Πλημμυρίζουν ακόμη λασπωμένη αφροντισιά τα προάστια
Μυρίζει μούχλα των αιθέρων
Το βράδυ μια γραμμή από φλας αναμμένα
Δείχνει τον τρόπο που το άγχος κυριεύει
Πεζοδρόμια και νομοταγείς πολίτες που η κρίση τους
είναι φθαρμένη τόσο που χυδαίους ψηφίζουν..


Παράξενο: από την οθόνη μου πλέω




Παράξενο: από την οθόνη μου πλέω
    Προς της ματιάς σου το πέλαγος.
        Πετούν οι γλάροι της αλήθειας σου κι ο ουρανός
            Σκεπάζει την θυμοσοφία του με ψέματα κι άστρα.
                Κινώ να ‘ρθω κι ο ύπνος δεν με πιάνει.
                    Μόνος μες τις λασπωμένες σκέψεις μου
                 Αγγίζω την κρυψίνοια των σύννεφων.
              Αλλά για ένα φιλί σου επαναστατώ
          Και κλαίνε δάκρυ απαντοχής τα μάτια μου,.
       Από καρδιά σε θέλω κι ας ανάψει το κορμί
Την παθιασμένη πυρκαγιά του..

28 Αυγούστου 2012

Πάντα τον ουρανό δοκιμάζω ν’ ανοίξω πρώτα.




Μικραίνει η μέρα κι ένα παράξενο σύνταγμα σκέψεων λειτουργεί
όπως κλειθροποιείο που κατασκευάζει
λέξεις κλειδιά.
Πάντα τον ουρανό δοκιμάζω ν’ ανοίξω  πρώτα.
Τα σύννεφα δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη
και μια φωτεινή φλογέρα, προφανώς αγγέλου, αφήνει
έναν σκοπό να πλανιέται στο πρώτο φως του απογεύματος.
Η ώρα πριμοδοτεί με φεγγάρι
τα λουστρίνια παπούτσια της.
Τρεμίζουν τα φύλλα των δέντρων και η τέχνη τους επικεντρώνεται
να σπρώξουν έως την ποίηση τον άνεμο.
Όπως λιγοστεύει το φως ευνόητη σιωπή πλημμυρίζει τα βουνά και τον παραπλανημένο ορίζοντα.
Στην πρώτη θύμηση εφορμούν νυχτερίδες.
Τα τετράδιά μου κλείνονται ασφαλώς κι εγκαταλείπονται μες την αγάπη της νύχτας.


η φωνή σου έπλαθε πάντα ένα όραμα




Όταν έφυγες
το ίχνος σου χάθηκε μες τις βαθιές βδομάδες
που ο κόσμος τρέχει στις δουλειές του και ξοδεύεται
σ’ ανούσια πράγματα

Ίσως η φωνή σου που έπλαθε πάντα ένα όραμα
να τσάκιζε λίγο την κακή σιωπή
των ακριμάτιστων

Τότε το χέρι σου πάνω από τα διψασμένα τριαντάφυλλα
φανερωνόταν
και πότιζε τον αέρα με νερένιο μετάξι

Και μετά ο ύπνος των αθώων στην κοίτη των ονείρων
πάντα πρωί και Αύγουστος
λάμπουν οι σφαίρες των αστεριών και η νύχτα
μυρίζει λιβάνι.

Έφυγες μα
ζεις κι η ψυχή σου διδάσκει φωτιά
οικουμενικού πάθους.

Μαθαίνεις τις λέξεις μου να πειθαρχούνε
στα κελεύσματα των ουρανών

Η ηχώ απ’ τα λόγια σου
αυξάνει το φως υπέρμετρα
και κάτω από την σκιά των γεγονότων
με μαθαίνεις τι εστί ποιητική
σύνεση και πώς να δίνω αποστάσεις
στης ουτοπίας μου το μαρτύριο.

27 Αυγούστου 2012

Με την ποίηση πάω μακρύτερα από πού νόμιζα.

 



Να βρεθείς μέσα στα καθαρογραμμένα νερά και την φεγγαρένια ομιλία των δέντρων.
Να ακούς που σημαίνει εγερτήριο ο τζίτζικας.
Να γεννάς τις ιδέες σου κι ας μείνουν ορφανές η μια μετά την άλλη.
Να αφουγκράζεσαι την μαγεία των κήπων.

Τα ληστρικά λόγια σε φτωχαίνουν και αποκαλύπτεσαι ψυχή για ψυχή.
Τόση εξομολόγηση ο έρωτας έχει.
Στον ουρανό σπίθες και νεύματα από μια μυστική θρησκεία που ακολουθείς.
Σινιάλα του κορμιού κι όλα για την αγάπη.

Τελειώνουν οι σημασίες της ζωής, τελειώνει η λατρεία που έχω;
Όλα τα αλφάβητα μετανιωμένα που δεν σε είπαν.
Όλα δρεπανηφόρα άρματα ψηφία που πονούν στην καρδιά.
Με την ποίηση πάω μακρύτερα από πού νόμιζα.
Υπάρχει ένας ποταμός φιλιών που είναι αδιάβατος κι αν το ακολουθήσεις
Οι πύλες των ματιών σου φράζουν το πλούσιο δέλτα του..
Ερωτικέ μου Αχέροντα!

Επινοώ το φεγγάρι κι εκείνο μου καμώνεται τον καμπόσο




Έτσι όπως γίνονται φίλοι τα νερά και ο ήλιος
κι ο δεκαπεντασύλλαβος που ζει μέσα μου και με πεθαίνει

Πεντόβολα εκπλήξεων και ξεκλειδώνεται ο ουρανός
Φήμη μάγου έχει ο αέρας
Και το μεσημέρι διαβάζεται απ’ την ανάποδη
όπως καρκινική επιγραφή.

Επινοώ το φεγγάρι κι εκείνο μου καμώνεται τον καμπόσο
Σκίζει τις κουρτίνες μου, ερυθριά
Επάνω στα ντουβάρια στην κάμαρα
Όταν μια κλωστή φαντασίας ζωγραφίζει
το σύμπαν με χρώματα επαγωγικά.

Φυσικά όλα ρέπουν προς μια θεωρία του χάους
Και χάος επί το χάος χαθήκαμε

Από μια ανάγκη για αλληλεγγύη στεκόμαστε
Ο ένας δίπλα στον άλλον και παραδίπλα
από μια αμετάφραστη βαριά μοναξιά..



Στα τεφτέρια μου βερεσέδια ονείρων


Στα τεφτέρια μου βερεσέδια ονείρων και χρέη παλιά
από ευτυχισμένες σκέψεις που δεν τέλειωσα και για όλα χρωστάω

Αναπνοές των σχίνων πιο βαθιές απ’ την αγάπη
γεράνια έκθαμβα, λατρευτικές παπαρούνες
κι η θάλασσα που παίζει ανταύγειες στην καρδιά μου

Στο πέραν του λόγου διάστημα, οι ιωνικές μου χρυσαλίδες
πετούν μες το φως και Ομήρου ρήματα
επαναδιαπραγματεύονται ξανανιωμένα

Όπως στης Κως το ακρογιάλι ένα πρωί
άκουσα να καλεί η απέναντι όχθη
και των παππούδων μου το αίμα θυμήθηκα
που μέσα μου δεν θέλησε ποτέ να πεθάνει..




Ένιωσα λίγo θεός!



Ξεδιπλώνοντας το σημείωμα που το μεσημέρι καθαρόγραψε τα τζιτζίκια του
Κατεβήκαμε κατά το ποτάμι που κυλούσε σαν πνευματική δροσιά
Ανάμεσα από βελανιδιές και φτέρη.
Ακούγονταν τιτιβισμοί των πουλιών και έτσουζε ο ιδρώτας το κούτελο.
Κάτι κοτσύφια έδεναν κλωστούλες μουσικής γύρω από δροσερά φύλλα.
Το φως νανούριζε την πλάση.
Ακολούθησα την κοίτη και βγήκα στην μεριά που ταλανίζει ο ποταμός την γειτονιά των βράχων.
Εκεί άκουσα την σπίθα της γης που άναβε σαν τσακμακόπετρα μες τον αέρα.
Στο σώμα της άφηνε λεκέδες η λάσπη και συμπύκνωνε το καλοκαίρι την δοκιμασμένη θεωρία του.
Έτρωγαν τα στίφη των εντόμων την επιδερμίδα του απογεύματος.
Στο χορτάρι έπεφταν γδαρμένα τα κορμιά της νωχελικής νύστας.
Τα τσιμπήματα της σφήγκας χάθηκαν μες το πρησμένο φως.
Ήξερα ότι τίποτα δεν θα αποδειχτεί αιώνιο και φωτογράφησα την κάθε συλλαβή χαράς που μου κατάφερε το απόγευμα.
 Ένιωσα λίγo θεός!

26 Αυγούστου 2012

Μια δεκοχτούρα ζει την αριθμοσοφία των πουλιών.



Μες τα ιδρωμένα σεντόνια μια στάλα ύπνου που δεν έχει όνειρα.
Από την μπαλκονόπορτα βλέπω τον δρόμο.
Περνούνε οι ακούραστοι αλλοδαποί.
Μαζεύουν αλουμίνια από τους κάδους.
Ο ήλιος ακόμη είναι άτολμος και γονυπετής
Στον ουρανό προσεύχεται για σωτηρία του κόσμου.
Στα χέρια μου οι μέλισσες βουίζουν
Σαν να κυνηγούνε τα φρούτα που ολόχυμα στάζουν
Νέκταρ βαρύ από μυστικά του ουρανού.
Μια δεκοχτούρα ζει την αριθμοσοφία των πουλιών.
Δεν υπάρχει αέρας, η σιωπή γεμίζει με εκατομμύρια μυρμήγκια
Που καταλαμβάνουν το άπειρο..






ΕΙΚΟΝΙΚΟ..





Βάφοντας το σκαρί της μέρας γαλάζιο
Ανατινάζοντας την μπαρουταποθήκη των ουρανών.
Οι φλογέρες καλούν σε μια αοράτου εμπνεύσεως σύναξη.
Φήμες του αέρα μαστιγώνουν το πουκάμισο της γης.
Ντελίριο πολύχρωμο του νιώσε και του κοίταξε.
Γαϊτανάκι φωτιάς κι αισθημάτων που σε είδα και με είδες.

Με πείθουν τα χελιδόνια για την κραταιότητα των ηλίανθων
Η θάλασσα μηρυκάζει του αφρού της το πέλαγος
Η τελική γραμματική αντιγνωμεί με το νεόκοπο φωνήεν.
Η πλάνη μου είναι η πλάνη σου είναι ο κόσμος όλος
Που γλυκά μες το μυαλό μου πέφτει και ενορχηστρώνονται
όλα τα ανθρώπινα μαρτύρια.

                                                   26.8.2012


Οι αριθμοί τελείωσαν ή υπήρξαν πολύ θλιβεροί.




Χοροπηδούνε επί του πιεστηρίου κεφαλαία γράμματα και ζητούν μια φροντίδα αποτοξίνωσης.
Οι αριθμοί τελείωσαν ή υπήρξαν πολύ θλιβεροί.
Χαμήλωσε και άλλο ο ουρανός.
Οι λέξεις έγιναν μαστίγιο
που χτυπά την ράχη μιας νεκρής ιδεολογίας.
Ο ποιητής ξαφνιάστηκε να μην αντιπροσωπεύει
πια τίποτα αφού του αφαιρέθηκε η καρδιά.
Οι καιροί θέλησαν τόλμη και ο φουκαράς δεν είχε.
Μπορεί σε άλλες εποχές να γεννηθούνε  φωτεινά μυαλά
που δεν φοβούνται κανέναν και εκτινάσσουν
την Δικαιοσύνη σε ύψος ορατό και που την γεύονται όλοι.
Τότε θα σκιστεί το παραπέτασμα και θα προβάλουν
ευαγγελιστές που θα γράψουν μια Βίβλο
οικουμενικής ευθυδικίας..

Ελέω Θεού η καρδιά μου πάλλεται



Ελέω Θεού η καρδιά μου πάλλεται πατριδολάγνα και όμορη
λευκοφτέρουγων Ιδεών.

Καταχωρώ αλήθειες των φυτών μες τα δέντρα αλλά τα δέντρα έχουνε πάντα μια άλλη άποψη-

Είναι μαχητικά ως προς την ζέστα και κάποτε
γίνονται γιγάντια σπίτια πολυκατοικίες πουλιών.

Εγώ λατρεύω τον αέρα.
τον αφήνω να περνάει ως μέσα μου
και ας αναστατώνει την σκέψη μου
και τον εσμό των ονείρων.

Αφού έτσι κι αλλιώς όλοι
ζούμε σε μια αδιαπραγμάτευτη φυλακή
ήρωες ψευτοεπανάστασης που έχει ξεθυμάνει.





25 Αυγούστου 2012

Σε φρικαλέα πραγματικότητα ζούμε




Γιατί περιμένω μια τάξη πραγμάτων που δεν θα υποστεί
θνητότητα που έχουν οι ανθρώπινοι νόμοι;
Σε φρικαλέα πραγματικότητα ζούμε
Πώς να το καταλάβουμε;
Κάποτε καταθλιπτικά οι μέρες περνούν επάνω μας και αφαιμάσσουν
Καθετί που θα μπορούσε να επαναστατήσει.
Εδώ που τα λέμε κι η ποίηση περιχαρακώθηκε
Και έγινε μοναστηριακό συμβάν.
Νυν απολύεις τον δούλο σου αφού κι εγώ
Μουμιοποιώ την αυταπάτη μου και πάω
Προς δράση ατελέσφορων λεξιλογίων..


Τα καθεστώτα ζούνε μια φτήνια.



Όπως από σκηνή του κινηματογράφου:
οι δρόμοι άδειασαν
και προδίδουν συρρικνωμένη  πρωτεύουσα.
Οι βιτρίνες ζούνε την φτώχεια τους.
Τα καθεστώτα ζούνε μια φτήνια.
Περιφέρονται άσκοπα οι πολίτες σ’ ένα κράτος
που πολύ τους χλευάζει.
Στις πλατείες ανθούν οι καφετέριες και το σινάφι των αργόσχολων νομοθετεί κουβεντιάζοντας
με λόγια που έχει ο αμαθής.
Πολιτικά εβουλιάξαμε.
Η δημοκρατία δεν είναι εύκρατη τώρα.
Για μια σημαία πολεμήσαμε και σήμερα δεν είναι σύμβολο ο ιστός.
Απ’ την απόφασή σου ως την απόφασή μου
σιγά σιγά ας ενωθούμε..




ΟΡΑΜΑΤΟΣ Η ΣΥΛΛΑΒΗ..



Ξυπνώ μέσα σ’ ένα πρωί που αναγγέλλει απρόσεκτες ματαιοδοξίες.
Μερικές θρονιάζονται μέσα μου.
Ανθρώπινα με διαβρώνουνε τόσο.
Κυνηγώ απαλά τα νέφη και του ύπνου οι τελευταίες σιωπές
Είναι σαν ένα φίδι που γλιστράει μέσα στα χορτάρια.
Εμβρόντητος μένω μπρος τον ναό σου Μάνα μου Φύση!
Συνέρχομαι από την ταραχή και αναπέμπω Σοι λιβάνι θυμίαμα
Ύμνο χλωροφύλλιο.
Διακρίνω αυτήν την ανεπαίσθητη
Ίνα που ξόδεψε η δημιουργία να με φτάσει.
Μια μυστική εξέγερση από νεογέννητα φύλλα σπαθίζουν
όπως της αλόης οι μάχαιρες.
Η καρδιά μου είναι δροσοσταλίδα στο άσπιλο φως.
Μονοδιάστατος και μονολιθικός
Ακουμπώ την παλάμη μου στο κούτελο του κόσμου.
Είμαι ηχείο μιας κραυγής, είμαι μπολιασμένος με αβάσταχτο πόνο.
Ευγενικέ αναγνώστη που θα κρατηθείς από το καγκελάκι μιας ιδέας μου
Έλα σε μένα βλέποντας πυρετικό αναβρασμό που έχει η καρδιά μου,
Στροβιλίσου στις λέξεις μου όπως σε μια ατέρμονη νύχτα
Η νύχτα τσαλακώνει λιγάκι τα άστρα της..


Καθαρά όλα συνιστούν μια τρανή Ουτοπία.



Όμμασιν άπιστος και είναι σαν μια λίμνη ο ουρανός
που αντικατοπτρίζει την συμπάθεια των αστεριών και του Θεού τον χιτώνα.

Συνοψίζονται πάνω στην καθαρή συνείδηση της θάλασσας
οι αχτίδες που λοξοδρομήσανε και διαθλώνται
στην οικουμένη.

                                 Το μεσημέρι ελεεί και ασωτεύει.
                        Καθαρά όλα συνιστούν μια τρανή Ουτοπία.

Απ’ όπου κι αν ξεφύγω θα με δουν να περιφέρομαι
γύρω από μία κοσμοθεωρία σαστισμένη.

Ακρίβυναν οι αθωότητες- πού να τις ενστερνιστείς!

Μόνο την κάποια ώρα που η ψυχή βελάζει
ακούς να φλέγεται το νυχτολούλουδο
και δίνει ρέστα φαντασίας το ποιητικό μελτέμι.

24 Αυγούστου 2012

Εκ των έσω αναγνώθομαι καλύτερα



Εκ των έσω αναγνώθομαι καλύτερα
και με την σιγουριά που δίνει
στα χέρια μου μια λάμα από μαχαίρι.

Κοίτα που βιάζω τα ρήματα κι όμως εκείνα δεν μου απιστούνε!

Δίνω την παθητική τους συντέλεια
και η ενεργητική τους με δέχεται
να με τον τρόπο μου τα γονιμοποιώ.

Αυθαιρετώ κοιμώμενος κάτω
απ’ έναν ουρανό γεμάτο άστρα.
Πού να το καταλάβουν οι φιλολογούντες!

Αν δεν ζυμώσεις παραπλεύρως με την κυρά-Δέσποινα
πού να το μάθεις τι σημαίνει Παναγία…

Από την πρόζα των φωνηέντων στην πρόζα των αριθμών.



Από την πρόζα των φωνηέντων στην πρόζα των αριθμών.

Δυσκολεύομαι να σκηνοθετήσω μια ένθεη σκέψη.

Χορογραφώ για αγγέλους μα είναι φιλέρημοι οι ουρανοί μου-
Γεννούν φωτιά.

Σκοτεινιάζω πηγαίνοντας προς την Δύση- φυσικό μάλλον είναι.

Εγκυμονούν κινδύνους οι λέξεις- το ήξερα.

Μόνο που σε παλιά βιβλία καταφεύγω θέλοντας
μια όαση με έννοια.

Μόνο που βρίσκω πια να με μαγνητίζουν
τα ριγμένα στην τύχη χαρτιά.

Ακoλουθούν την μέρα τα ειπωμένα μου και σβήνονται μες το ηλιοβασίλεμα
που οι νύμφες του πόντου τραγουδούν σιγανά κι όλα μια  νοσταλγία τα δένει..


ομονόησαν οι καιροί να ξεκάνουν Αλήθειες




Aπό ποιά μεριά σε κάνει η ζωή δικό της;
Απ’ την μεριά ενός σημαντικού ή ασήμαντου θανάτου
ή, σκίζοντας την επικράτεια των ουρανών, κι εσύ να δέχεσαι
να σε φθοροποιεί ο βιοπορισμός;

Όπως να ομονόησαν οι καιροί να ξεκάνουν Αλήθειες
και οι ιδέες αυτομόλησαν
μες της προϊστορίας το καύκαλο.

Θέλω να πω: είναι λερναία Ύδρα οι αγωνίες.
Φρούτο που είναι σκληρό το κουκούτσι του.

Ευτυχώς των ερώτων το σορόπι σώζει των πραγμάτων όλων τις συλλαβές
κι η Τέχνη όρους νέους πάντα εργάζεται.

Σε ένα απόγευμα συμπυκνώνεις όλες τις μέρες σου
και σε μια νύχτα σπουδάζεις τα ευρηματικά σου φεγγάρια.

Αλληλούια ερώτων σκιρτημάτων αλληλούια..



Απ' το κρυμμένο μου στο φανερό σου
Μια συγγένεια πνεύματος που σε κάνει ακόμα πιο προσιτή
Στα φιλιά μου και γι’ άλλα φιλιά.

Και το σταφύλι που δένει την κρασάτη του ρόγα
Ίδια του στήθους σου η προσταγή που μεθά

Κερδίζω στις ματιές και αν ποτέ μου δίνεσαι
Με τρόπο που θέλω, η ηχώ
Από των λόγων σου την χαρά
Θα γκρεμίσει τα τείχη τα μέσα μου

Αλληλούια ερώτων σκιρτημάτων αλληλούια..

Περπάτησε στην παραλία ανεμίζοντας τα χαλκοκόκκινα μαλλιά της.



Περπάτησε στην παραλία ανεμίζοντας τα χαλκοκόκκινα μαλλιά της.
Την έβλεπα που στάθηκε μπροστά από τις ομπρέλες μπερδεύοντας
τον άνεμο που δεν ήξερε που να πρωτοφιλήσει.
Ακούμπησε τον σάκο της στην άμμο
και τόνισε τις γραμμές του κορμιού της βγάζοντας
την μικρή της φούστα για να μείνει
με το ροζ της μαγιό.
Μες απ’ τα γυαλιά της κοιτούσε το ήσυχο κύμα.
Άναψε ένα τσιγάρο και αφού το κάπνισε
βούτηξε με μια χάρη στα νερά
που τα νερά αγαλλιάσανε.
Το μεσημέρι έκαιγε λαύρο σαν θαυμαστικό.
Όταν ξεπρόβαλε ξανά, ήταν μια αναδυομένη
θεά που συντρίβει καθετί που δεν είναι αιώνιο.

ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ...




Μόνος και μ’ ένα λεξιλόγιο δια βίου έντονα πυρακτωμένο!
Ίσως και ψάχνοντας κάτι σαν σωματίδια του θεού- ή πάλι
ορθογραφίες αλήθειας που σου την στερεί το φως που υπεράφθονο
θαμπώνει κάθε μάτι..

Δουλεύει ο χρόνος γύρω μας. Ανταλλάσει
τον άνθρωπο με τον χαμό του.

Από φωνές εντός μου έφτιαξα ένα παράξενο τραγούδι
που ούτε τακτοποιεί το χάος ούτε με λυτρώνει.

Τρεις μετά τα μεσάνυχτα.. Αδειάζει ο ουρανός..

Φορτία ψυχής πάνω στις πλάτες τους
κουβαλούν κάτι παράξενοι άγγελοι.

Άδικος ο θάνατος.. Όμως πιο άδικη η ζωή..

Όπως δεν καταφέρνουμε να έχουμε
μέσα της ούτε μιαν ανάλαφρη ανάσα.

Οι περιουσίες μας (τώρα ή ύστερα)
με έναν τρόπο καταργούνται..
Και μόνο του μυαλού η όποια παραμένει.

Με τις ιδέες μου υπήρξα σαν σ’ ερειπωμένο κάστρο φάντασμα
που το θρυλούν οι χωρικοί και να το πλησιάσουνε φοβούνται.

Κροταλίζουν οι λέξεις..

Τα βράδια ακούς τις αλυσίδες τους
όπως χτυπούνε στα πλακάκια πάνω
που λίγο πριν περπάταγε ένας σκληρός θεός…

2007

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ ΚΛΕΟΣ.


Αν σπάσει το κρύσταλλο και τεμαχιστεί η όψη του σε χιλιάδες κομμάτια
βάναυσου γυαλιού, η μορφή θα εξαφανιστεί όπως ένας πυρήνας
φωτιάς θα έχει συντελέσει την απώλεια

Δεν θα συγκρατήσω τίποτα από το παρελθόν
θα προστρέξω αποκλειστικά και μόνο στο μέλλον
αποφεύγοντας κάθε δακρύβρεχτη συμπάθεια.

Θα αφήσω πίσω μου την αρρώστια και την παράνοια που την γέννησε
και θα χτυπήσω όπως ξέρω την γροθιά
τσακίζοντας τα πορσελάνινα δόντια
της πλαστής τους ευγένειας.

Θα χαρώ
που έμεινα μόνος
να σπαρταρώ επάνω στα εδάφια
των ευαγγελίων μου
και θα μεταλαμβάνω
αέρα και σύνεση
εν τες όρεσι
να σιτίζομαι
πόας μονάχα και βοτάνας...

Ο ΜΗΝΑΣ ΗΘΕΛΕ ΙΟΥΛΗΣ


                    

Πολλή ώρα στάθηκε σ’ ένα τοπίο του μυαλού μου ο φίλος-
γενναία-
θέλησε να φωνάξει αλλά σκέφτηκε
ότι αυτή η βαρεμάρα του αγεριού θα του αφαιρούσε την επιβλητικότητα
-τ’ άφησε τότε.

«Μάθετε, λέω, να μην είστε σούρουπα, νάστε πρωινά»
ψιθύρισε που να τον ακούσει μονάχα το αυτί του.
Κοιμόταν.
Όλα τα προηγούμενα σε όνειρο!
Τον ξύπνησε ένας κρυφός σεισμός εσωτερικής κίνησης
που γκρεμίζονται τα σπλάχνα και στην θέση τους
ξεφυτρώνουν βιαστικά ερείπια πόλης απ' όπου
ακούς φωνές πλακωμένων κάτω απ’ τα άγρια δάπεδα της ιστορίας.

                            Ο μήνας ήθελε Ιούλης.  Λοιπόν....

Η μέρα Κυριακή σηκώνοντας μία μεγάλη πέτρα να την απολύσει
πίσω του,
στην γη
ενός έρωτα τσεβδού και κολασμένου.

Μπόρεσε ένα τραγούδι λυπημένο:
όλο βάσκανα λόγια
τρύπιο θάρρος , φιλολογίας μεθυσμένης.
Αλίμονο γι’ αυτόν-
μόνο για την ζωή του  «ζήτω!»




                                     Αυλίδα 25/7/82

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου