...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

30 Σεπτεμβρίου 2012

Φθάρηκε το μπλουτζίν σου αλλά οι ιδέες σου αστράφτουνε






Πλουμιστά λόγια
κι η μέρα
ξεκινά και έρπει
επί του εδάφους
σαν σαύρα πράσινη
που καμουφλάρεται
μέσα στην χλόη
και ζωντανό αέρα του βουνού.

Μεταδοτικότητες των κυμάτων, άηχες
παρομοιώσεις
των νερών, και ο ήλιος
θεοποιείται
πάλι
μέχρι το βασίλεμα
που τα κουτσομπολιά της νύχτας
φρενιάζουν
και τα δέντρα ντύνονται
έναν μανδύα μελανό.

Εκεί σε βρίσκω που σε άφησα
Σοφία Ελένη Ευαγγελία
της εφηβείας μου
και Δήμητρα και Αθηνά
και χαρωπή Μαρία
να έρχεσαι από το απέναντι βρεμένο πεζοδρόμιο
κρατώντας σημειώσεις σου φοιτητικές.

Φθάρηκε το μπλουτζίν σου αλλά οι ιδέες σου
αστράφτουνε
απολυμαίνεις την ψυχολογία
και όταν μου μιλάς αντιλαμβάνομαι
ποιόν μου ‘δωσε η ζωή σκοπό
και πού με πάει το θεόρατο
μέσα μου κύμα.

Κορίτσι των αποκαλύψεων, λάβρα φωτιά
που σ’ άγγιξα
με δέος που σου πρέπει
και σκίρτησα
μες το κορμί σου πρώτος κι εύοσμος
έτσι που και εσύ με θέλησες
και με το πάθος της ευλογημένης τότε ώρας
θεϊκά
συλλειτουργούσες.




Ξάνθη εΰπλόκαμη κόρη που κοιμάσαι κάτω από τον αυτοκρατορικό ήλιο σου-








Ξάνθη εΰπλόκαμη κόρη που κοιμάσαι κάτω από τον αυτοκρατορικό ήλιο σου-
Ο ουρανός φέρνει βροχή κι όλη βουίζει από τις φυλές σου η πλατεία-
Ελληνικό αχ και τούρκικο βαχ, ίδια υποφέρουνε οι λαοί-
Η υγρασία νοτίζει το κούτελο και ίδρωσε το μαύρο σου μπλουζάκι-
Ξάνθη που ζεις στην βουβαμάρα ώσπου η παπαρούνα που αναθρέφεις να τινάξει το οξύ της
Και τα παρασύρει όλα το όπιο που φυλακίζει-
Παλιές μουσικές, παλιοί άνθρωποι, λαϊκές δοξασίες
Καημός που καίει τα σπλάχνα σου…Ξάνθη-
Πιο ερωτευμένος είμαι με το πάνθεον των λουλουδιών σου όταν
Κάτω απ’ το σβησμένο ηφαίστειό σου θυμάμαι
Τους περιπάτους που έκανα στα πάνω απ’ το κεφάλι σου βουνά..

15.9.2012   Ξάνθη.
    

Θρησκεύω μ’ έναν τρόπο ειδωλολατρικό.




Οι αγρύπνιες μου κατευόδωσαν την σελήνη κι εκείνη μες τον καθρέφτη τ’ ουρανού αργυρή νύχτα έπεσε.
Οι κύκλοι της φωνής καταρρίπτουν τα τείχη της αισχύνης.
Θρησκεύω μ’ έναν τρόπο ειδωλολατρικό.
Πολύ τα δέντρα επίστεψα.
Το πορτατίφ ανάβει στέλλοντας μηνύματα γραφής κι ευνοϊκού ανέμου.
Υφίστανται ακόμη οι κώνωπες.
Σε ένα σημειωματάριο χαράσσω φως και η κάμαρα ταράζεται ώσπερ σεισμός να εγένετο.
Λίγο με αφορά η ελπίδα. Και απελπισμένος ζω..
Σιτιζόμενος μελίρρυτες ουτοπίες.







Σβήνω τις λέξεις που δεν άγγιξαν την μουσική



Είναι εδώ που τα ωραία ποτάμια συλλαβίζουν τις όχθες τους
σαν να μιλούν διαλέκτους της γης.
Οι ηλιαχτίδες ζαλίζουν τα νερά και μέσα απ’ τα φυλλώματα
το πρωινό πουλί αφήνει έναν κελαηδισμό ανείπωτο.
Η χαρά μου μεγάλωσε τόσο!
Σβήνω τις λέξεις που δεν άγγιξαν την μουσική
Ταριχεύω την όξινη αναπνοή τους
Κρατώ το φωνήεν το ένα που όπως μια νότα καιροφυλακτεί
να νιώσει ευτυχίας ύψη η ψυχή μου..
Σαν να ‘μαι του Θεού αυλός…






Φθινοπωρινό τέμενος…

Ο παπαγάλος μιλά λέξεις που του ‘μαθα.
Οι μουριές ψήλωσαν έξω απ’ το σπίτι μου τόσο.
Ακόμα ζέστα κάνει τον Σεπτέμβριο.
Οι λόγχες των στρατιωτών στάζουν πικρό φαρμάκι.

Τραβώ καρέκλα, κάθομαι
μες το μπαλκόνι τ’ ουρανού.
Με φαντασία πάω πού πάω.
Όσα μου ανήκουν μάλλον θα είναι όλα τους φανταστικά.

Παλιό παρατημένο εργοστάσιο που ρήμαξε και το κατοίκησαν αλλοδαποί.
Οι ευκάλυπτοι που όσα χρόνια δα τους παρακολουθώ, περί πολλά, κι ας ψήλωσαν, τυρβάζουν.
Κάπου ανάστησε ο υδράργυρος τον ξεχασμένο τζίτζικα.
Γέλασα τόσο! Που τον άκουσα γέλασα με την φάρσα του, τόσο!

Τέμενος φθινοπωρινό του νου μου προσευχή και αέρας
Λίγος και περιχαρής όπως που πάει να νυχτώσει.
Οικουμενικά είναι όλα τα λόγια σου- και που τα είπα και τα είπες
Γράφτηκαν σαν του έρωτα καινούρια ευαγγέλια.
Μέσα στο φως. Σε ό,τι εκφράζει μ’ όλες τις εκφάνσεις του το φως.


29 Σεπτεμβρίου 2012

Χωρά ο χρόνος σ’ ένα ποίημα;



Χωρά ο χρόνος σ’ ένα ποίημα;      κι ας μην πλησιάζεται
ποτέ το Αδύνατον.

Κινούνται οι αξίες σαν φωτιά
που κατακαίει τις πραγματικότητες.

Ίδια στοχάζομαι πάντα

θα μπορούσα κάλλιστα να σφάλλω κι ας μην σφάλλω

Ασφαλώς αφού από μία αντινομία κάποτε θα γεννηθεί
μία Ιδέα παραδεκτή από τα πλήθη.

Εντευκτήριο άτεγκτων αξιών που προσεγγίζει εκείνος που ζητά
την αρχαιότροπη μιλιά του.

Αγρυπνά η καρδιά μου να σώζει
το φως και ας με πληγώνει
το του φωτός λιβάνι και έλεος.

Αυτό που είναι η αλήθεια θες με σύνεση θες από ένστικτο
πάντα σαν θησαυρός εντός μας θα κυοφορεί

Ιδέες που συγκλόνισαν τον κόσμο.
Oυμανιστικά εργάζονται
οι λίγοι που λατρεύουνε τα οικουμενικά τραγούδια.






Τήλε μου έρχεται η φωνή.

Το απόγευμα έχει ένα σχήμα ολοκάθαρο.
Πίδακες φωτός καρατομούν την αίγλη του ηλιοβασιλέματος
Οι αξίες της φωτιάς κανοναρχούν το νόημα της παρρησίας του
θετικού της νύχτας πόλου.
Νυστάξανε ξανά τα χελιδόνια.
Οι κουκουβάγιες ξυπνήσανε.
Ο αέρας πράττει νόμιμες αύρες.
Τήλε μου έρχεται η φωνή.
Τήλε την καταγράφω και
Αποκωδικοποιώ τα κοφτερά ατσάλια της.
Πύθιο μυστικό που κρύβεται μες την απάθεια των όχλων.
Δύσκολο πάντα να το δεις.
Με πάθος αποκρυσταλλώνει η γαλήνη τ’ όνομά της
μες την κλειδωμένη άποψη των αντιφρονούντων.
Τρέφομαι με ορό ασύνορης μουσικής.
Δοκιμάζω τις υποταγές των λέξεων.
Όλα μου είναι πειθήνια.
Υπερεργασίες τελούνται ώσπου να γίνουν οι ώρες μεσάνυχτα.
Μετά χαμηλώνουν τα φώτα και
Ξεκουράζονται οι ηθοποιοί.
Το ήθος περισσεύει και κρεμάται επί ξύλου
και υάλου αγαθού δαίμονος.
Περιεργάζομαι την στιλπνή αχιβάδα της Ιδέας.
Συνωμοσίες καλλιεπείς ρίπτουν μπετόν ακινητοποιητικό
πάνω στην πρωτοκαθεδρία του εγωισμού των φιλολόγων.
Κι όμως ο Όμηρος ωραία διέφθειρε!
Ακόνισε την ουτοπία μας έως θανάτου.
Πού να το καταλάβουν οι μωροί;
Η ποίηση από γινάτι και ξενύχτια πάνω στην γεωγραφία μίας μη
Πατρίδας γίνεται ξεγίνεται.


28 Σεπτεμβρίου 2012

Ο άνεμος θα πάρει την απόφαση των καταρρεύσεων.



Ο καιρός φορτώνει οδύνες στον νου του κόσμου.
Πολίτευμα άηθες έχει η Ευρώπη που γέρασε στις ιδέες της.
Κρατά τα σκήπτρα της ευτέλειας και η παλιά της δόξα πάει:
Δεν αστράφτει γι αυτήν κανένα αστέρι.
Όλα γέρνουν τα φιλοσοφικά της λιθάρια προς την σκόνη του σύμπαντος.
Η κραταιά πάλαι ποτέ επαναστατικότητα της κοιμάται.
Στο πάζλ των κρατών όλες οι δυστυχισμένες ψηφίδες της αποτελούν έωλη θέση.
Ο άνεμος θα πάρει την απόφαση των καταρρεύσεων.
Η κάθε κοσμοθεωρία εκάμθη.
Νυν μνήσθητί μου Κύριε το χρεοκοπημένο ταμείο.
Όλα για τον παρά εργάζονται τα αφεντικά.
Ουδένα που κατάλαβε πως η ζωή φτωχαίνει η ρημάδα φτωχαίνει.

Ω αιωνιότητα αγκιστρωμένη πάνω στο τίποτά μου

Ω αιωνιότητα αγκιστρωμένη πάνω στο τίποτά μου
Κατορθωμένο αντιφατικό σκουλήκι
Που με τρώει ολόκληρο,
Από πού να κοιτάξω και να μην δω τον τάφο μου;
Την κηδεία των επιθυμιών, το φθίνον φωνήεν της χαράς μου;
Όλο και πιο σκοτεινά έρχεται η σκέψη να μ’ ανταμώσει,
Τα άστρα αφήνουν το φθόριό τους πάνω στον ουρανό- αλλά εγώ δυσοίωνα κοιτάζω
Που οι πατρίδες κατοικούνται από άτολμους νοσηρούς επαγγελματίες
Που μαυρίζουν την πολιτική σαν ένα σύννεφο σκούρο,
τον ουρανό.


Νικώ στην μοναξιά μου



Μερίδια κυμάτων σαν αυτά που μοίρασε η θάλασσα σαν κλήρο στα στιλπνά κοχύλια της.
              Τα δέντρα ανασαίνουν ησυχία και υγρασία απόκοσμη.              
Πέφτει το βράδυ.
                                                   Νωχελικό.
                                                                      Ανηφορίζουν αιγοπρόβατα για το μαντρί.
                        Ο ουρανός ξεφορτίζεται.
                Σιντεφένια άστρα κινούν κατά την πλάστιγγα της δικαιοσύνης, το φεγγάρι.
                                                                           Το ντέφι των φύλλων ξεκινά.
             Δρεπανηφόρες σκέψεις βασανίζουν του κεφαλιού μου το πέλαγος.
                 Νικώ στην μοναξιά μου και ψάχνω
                                                                      Σ’ ένα λευκό χαρτί την μαρτυρία μου.
                         Ακάνθινο ετούτο το αρχονταρίκι.
                                            Μονάζω κι ας είμαι μες τους πολλούς κι όμως ο ένας
                                                          Που ζητά των απλών πραγμάτων το θέσφατο.



27 Σεπτεμβρίου 2012

Είσαι η τριανταφυλλένια Χρυσηίδα που την θέλησαν πολλοί.






Δόκιμες λαμπηδόνες και μακρύς γιαλός
Και αδέσποτοι γλάροι ψηλά στο στερέωμα
Λάμψεις πολυσέλιδες και απαύγασμα της σελήνης
Όταν η οπτασία που είσαι συναντά το φιλί μου.

Μες την ερημική παραλία γυμνή κολυμπάς στον έρωτα της θαλάσσης
Τα μαλλιά σου κρατούν διαμαντικές νεροσταγόνες
Που βαραίνουν σε αξία το σούρουπο
Είσαι η τριανταφυλλένια Χρυσηίδα που την θέλησαν πολλοί.

Κυρτός ουρανός φέρει την αυταπάτη  μου να τον κοιτώ και να μην τον χορταίνω.
Εσύ ανάλαφρη ζητάς του μαρτυρίου μου την ανυπόφορη παράταση.
Ζω για ένα άγγιγμά σου παθιασμένο.
Κι ας λάβωσες παντού τον Αχιλλέα σου-
εκείνος ρίμες παίζει με τα άστρα στην καρδιά σου!


26 Σεπτεμβρίου 2012

Ελλάδα απόφαση χαρά μου!



Σύρεται πάνω ουρανός και ολοκληρωμένα πάνε προς της κοινωνίας την κόντρα
τυφλά συντάγματα. Πολλών χρημάτων οργασμός καίει τα ταμεία των πια ρακένδυτων.
Αναταραχές θα ξημερώσει η μέρα.
Ανεξέλεγκτες ορδές θα πλημμυρίσουν τα λερά πεζοδρόμια.
Αν δεν προσέξουν οι κρατούντες θα χυθεί αίμα αθώων και θα τρομάξει το κυανό φεγγάρι.
Αλλάζουν όλα σαν με μια εγκύκλιο αλλά ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται.
Νόμιμα όλα απενεργοποιούνται.
Τα πλήθη θα βελάξουν πεινασμένα.
Πατρίδα είναι η φωνή που κάνει τον λαό της με κατάνυξη να την ακούει.
Τα ποιήματα που θα γραφούν αύριο θα κεφαλαιοποιούν την ελπίδα.
Ελλάδα απόφαση χαρά μου!



25 Σεπτεμβρίου 2012

Πάντα ο κόσμος μ’ άρωμα θα ερμηνεύεται-





Κάθετη σιωπή και αντίλαλος πίσω από την συστοιχία των δέντρων.
Φεγγάρι κάτι πιο πολύ απ’ το μισό. Η ώρα ακομπανιάρει την φωνή του σκότους και κάπου εκεί, στα πληκτρολόγια, σφαδάζουν των σκέψεων οι προύχοντες.
Ποιητικές ακροβασίες, νεύματα καθοδηγητικού αέρα που σαλεύει μες τα κυπαρίσσια,
Και φωνούλες σιγανές, γειτόνισσας που πλέον δεν υπάρχει,
Ο θάνατος την σκούντηξε νωρίς και τώρα
Ξυπνά μες σ’ άλλους ουρανούς.
Οι γλάστρες πιθανολογούν για μια ευωδιά που σκλαβώνει-
Πάντα ο κόσμος μ’ άρωμα θα ερμηνεύεται-
Κοιτώ την κοπέλα μου που με κοιτά και φτιάχνει
Ένα τραγούδι που απλώνει το μελάνι του από καρδιά σε καρδιά..


όλα δουλεύουν τα συστήματα για να σου σταματούνε το μυαλό.




Καρέκλες καφενείου και ήλιος
Που φαίνεται και κρύβεται, γυμνός
Αέρας που τρομοκρατεί τα σύννεφα.
Άνθρωποι που ζουν όλα τα όρια της ανοχής έως ν’ αλλάξουν
πάλι οι ισορροπίες.
Κουβέντες που ξεδιαλύνουν τις καταστάσεις και καταστάσεις
που καθόλου δεν ξεδιαλύνουν τα πράγματα.
Σκοινί που θα τεντώσει κι άλλο.
Αν ήξεραν οι λαοί τι μηχανεύονται οι χρηματολάγνοι
Θα ένωναν του αίματος τον πυρετό να ζήσουνε
Τις άγριες που θα μπορούσανε ελευθερίες.
Αλλά όλα δουλεύουν τα συστήματα για να σου σταματούνε το μυαλό.
Έχε τον νου σου!

Ηθοποιοί σε έναν τραγωδίας ρόλο



Η νύχτα υπενοικιάζει τα άστρα της στον καθαρό ουρανό.
Με έμπνευση μεσάνυχτου, έρχεται το μισό φεγγάρι.
Είμαι ή δεν είμαι; Είσαι ή δεν είσαι; Είμαστε
έτοιμοι να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον με πάθος
που μόνο ένα μονόπρακτο όνειρο έχει;
Ηθοποιοί σε έναν τραγωδίας ρόλο που, στην ουσία, πάλι,
οι ίδιοι υποδυόμενοι τον εαυτό τους, πάσχουν
κι αδύνατον να τον καταλαβαίνουν..

                                                    Βόλος 18.10.2009

Ξημέρωσε στην πόλη




Δίκυκλες μηχανές και ταχύτητες
Που παν’ προς το ακαριαίο.
Ξημέρωσε στην πόλη και οι μέρες
Του Σεπτεμβρίου όπου να ‘ναι τελειώνουν.
Λίγο παραλίγο να μας βρει μια βροχή.
Αλλά το αεράκι βασανίζεται να διώξει
Κάθε κακοδαιμονία που μας ταλάνισε.
Τα μαγαζιά άνοιξαν. Οι πελάτες κοιτάζουν βιτρίνες.
Κίνηση βιαστική στους δρόμους. Τα λεωφορεία
Γεμάτα αλλοδαπούς τραβάν κατά το κέντρο που
Είναι πιο έντονες όλες μας οι δραστηριότητες.
Εικόνες στο μυαλό από ένα αρχαίο θέατρο που ο άνθρωπος
Είναι και θα’ ναι ο πρωταγωνιστής.

 

24 Σεπτεμβρίου 2012

Η διαλεκτική της νύχτας έχει τριζόνια




Χωλαίνει η επικοινωνία    αυτό που στέλνει η μέρα που ξοδεύτηκε
είναι σαν σήμα καπνού που επισημοποιεί το αόρατο
Η διαλεκτική της νύχτας έχει τριζόνια
που σκοντάφτουν στην κακόφημη συνοικία του φεγγαριού
Μια βελόνα κεντά τα σύννεφα κι εκείνα στάζουνε ροσόλι κι άποψη φωτιάς     οι οιμωγές των νικημένων στρατιωτών βάφουν με αίμα θλίψης τον συννεφιασμένο ουρανό  
μια μάνα δέεται, μια κόρη
Ευλάβεια απαιτούν τα λόγια κι οι ψαλμοί που μου είπες για να πω
Τώρα κανονιοβολούν την κάθε ασύντακτη γραμματική που καταφέραμε - 
όσο να διαπρέψουν στα ποιήματα
των ποιημάτων οι παρομοιώσεις..



Όπως σμίγουν ερωτευμένα τα χρώματα...






Όπως σμίγουν ερωτευμένα
Τα χρώματα     δυνατές συγκινήσεις ξαφνιάζοντας     κι εγώ
Που ποιώ ένα ήθος λουλουδιών που ενστερνίστηκαν απέθαντη άνοιξη
Τελεσίδικα μόνος   παρακολουθώντας από κοντά
Τις συγχορδίες των άστρων   και την ρέουσα μουσική
Των κελαηδισμών που απέβησαν
Μοιραίοι για την εθνότητα των αθεράπευτα ονειροπόλων
Συγκεράζοντας το φως της ψυχής με του λεπιδιού το ατσάλι
Τις νύχτες που με γαλουχήσανε κι ως μες τα στήθια μου άφησαν χνάρι
Κοιτώ το μισό και τρεχάτο φεγγάρι τους    γλυκαίνει η καρδιά μου
Πάλι αγαπώ την θάλασσα   τα κοχύλια της ξεβρασμένα στην απόμερη ακρογιαλιά   του δειλινού την μαντική που το καταλαβαίνεις πια ότι θα λάμψει το αύριο   μοσχοβολώντας νάρδο και τρεμίζοντας μες την καρδάρα τ’ ουρανού το γάλα   της μαγικής των λεξιλογίων συλλαβής.




ΣΤΗΝ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ..




Μ’ αυτό το φόρεμα που τερματίζει στο στροφόμετρο
Τις αισθήσεις.
Ματάκια νάζια χείλη κόκκινα γλυκά.
Και κάτω από την φούστα σου
Το τριανταφυλλάκι σου που αναστενάζει
Για χάδια πεινασμένο και φιλιά.
Πρόβαλε η κοιλίτσα έξω απ’ τα υφάσματα
Και ανδραγάθησαν μέγιστοι πόθοι.
Κι εκείνο το σανδάλι σου το στολισμένο
Πολλά, που λένε σε μια άλλη μιλησιά, τον έρμο με σκανδάλισε!

Η αμφιβολία μου γεννά ένα κερατένιο σαράκι


Η αμφιβολία μου γεννά ένα κερατένιο σαράκι
που σε σπαράζει ολόκληρη.
Όταν χυμά το βράδυ στις εξόδους
Κινδύνου του απογεύματος και μια μουσική
Περιτρέχει σαν φως ασθενικό την σελίδα μου έως
Που να φαίνεται αμαρτωλό το στυλό. Τότε

Που ανοίγω τα λεξικά των ανέμων και σε κουρδίζω
σαν κιθάρα λατίνα και σε φιλώ στα χείλη και σε ποθώ και σε θέλω
Και σε φαντάζομαι να ανοίγεις τα ωραία σου μάτια
Έκπληκτα και γεμάτα απολεσθέντα παράδεισο.

Γλιστρώ στην κοιλιά σου σαν όφις ερπυστριοφόρος
Σαν λέοντας πεινασμένος για χάδια, γλιστρώ
Σαν άστρο που έπεσε του Αυγούστου και παρέσυρε
Και μιαν ευχή να γίνει η επιθυμία μου άγγιγμα
που ανάστησε του κορμιού σου την κάψα κι εμένα.





23 Σεπτεμβρίου 2012

Μόνος μου ψαύω το Αγαθό.



Αυτό που αγνοώ αυτό με πλησιάζει-
Αλλά δεν έχω χρεία δασκάλων.
Μόνος μου ψαύω το Αγαθό.
Μόνος μου το λατρεύω.
Σκηνικό πολέμου ενορχηστρώνει η ζωή
Πρέπει να δω την άβυσσό της περιπέτειας με συμπάθεια
Που η μαθητεία ορίζει.
Γελώ και κλαίω. Η θέση μου
Στον χάρτη είναι μια τομή από συντεταγμένες
που σέβεται ο ισημερινός των ιδεών.


από μια ειδωλολατρία των ιδεών



Να πως από μια ειδωλολατρία των ιδεών και καταλήγω
να προσθέτω άλγη όμως
                     πάνω στην ράχη μου.
Έτσι που αγαπούν οι ερωτευμένοι πνιγηρά το άλλο τους μισό
σκοτώνουν. Τι λέω
Τώρα που φαίνεται παράδοξο κι όμως δεν είναι
Αλλά βαλσαμωμένο απειλείται με αφανισμό και ό,τι αγαπώ
οι κοινωνίες που έζησα
μου το σκοτώνουν;
Είμαι απαραίτητος μες από την σθεναρή ποιητική αντίθεσή μου.
Θα μείνω νέος με ψυχή ανελαστική κι ας μην ποθώ ειρήνη.
Έτσι κι αλλιώς για μία χίμαιρα που δεν τελειώνει, έζησα.
Να απομακρυνθώ από την πρώτη σκιά του βραδιού, να μην είμαι
Μες σε κανένα τελεσφόρο βράδυ.
Τον σκοπό μου ψάχνω – και νιώθω ο δυστυχής κάτι φορές
Καταθλιμμένος να μην υπάρχει κι όμως ίσως σκοπός.
Κοίτα παράδοξο!  Αποστράφηκα τις δολερές εξουσίες και για μια αθωότητα
καημών άνοιξα τριανταφυλλάκι την καρδιά μου.



22 Σεπτεμβρίου 2012

Απ’ την δημοτική μας γλώσσα η Ελλάδα κέρδισε λαϊκή ομορφιά-




Ομολογώ θάρρη νοημάτων που μια πεταλούδα αβρή προσεγγίζει-

Πάντα μες την σεπτή σιγαλιά-

Πάνω απ’ την τενεκεδούπολη,
κοντά σε ένα φως ονείρου

Τα παιδιά παίζουν κι ένα αεράκι σκουντουφλά στις ολόχρυσες μπούκλες τους-

Το δωμάτιο είναι μισοφωτισμένο-
Απ’ την δημοτική μας γλώσσα η Ελλάδα κέρδισε λαϊκή ομορφιά-
Κάθε πρωί, κοντά στην πρώτη αυγή, το γάλα
Του ορίζοντα χύνεται και βάφει με λευκότητα τριχοφυΐες των νεφών-
Σκαμπάζω γρι από μίσος-
Μόνο μια παλαιά φλογέρα αγαπώ που όταν παίζει ένα σκοπό ορθόδοξο
Συνάζει στο μαντρί του ουρανού τις αίγες των νεφών..
Εγώ θα σε καθοδηγώ κι εσένα μην σε μέλλει.
Ας το προσέξουν πάντως οι κρατούντες
Να μην πεινάσουνε τους λύκους που εκτρέφουνε..




Αορίστου χρόνου κι ευκτικού





Αορίστου χρόνου κι ευκτικού
Οι νύξεις μου για το φεγγάρι
Κουρελιάζουν την νύχτα- ο χιτώνας της
Πέφτει επάνω στα πλακάκια της αυλής
Το γιασεμί
κοιμάται
Το πουλί
Κοιμάται
Ο αέρας
γυμνώνει την νοσταλγία
και
Ξαπολά μια μουσική
Που σαλεύει μίσχους λουλουδιών
κραταιά ως το άπειρο..


Γκρίζες αποχρώσεις έχει κάτι φόρες η ψυχή



Το στυλό βαδίζει ανεξιχνίαστα και κάτι
Φορές δεν το ορίζω. Γράφει
Τερπνά και ωφέλιμα αλλά δεν το καταλαβαίνω
Πώς με ξεπερνούνε οι λέξεις και η αμφισημία τους
Γεμίζει το κρυφό μου φρέαρ με ελπίδα.
Παιδιόθεν ζητάω παράδεισο.
Σαν να ακούστηκε μέσα μου σάλπιγγα του όρθρου και μυριάδες
Πουλιά σηκώθηκαν να φύγουν για τα ξένα.
Γκρίζες αποχρώσεις έχει κάτι φόρες η ψυχή- ποιός την καταλαβαίνει
Που μιλώντας και συναντάς την απώτερη όψη της.
Κλείνομαι πια στον εαυτό μου. Βραδιάζει.
Μυρίζει απουσία και σύννεφο.
Κι ένα προσωπικό σκοτάδι που μόνο με τριαντάφυλλα
Της καρδιάς σου πια ξεκλειδώνω.


21 Σεπτεμβρίου 2012

εδώ που είμαι είναι η καταγραφή μιας προσευχής



Απουσιάζω από τις γιορτές και μαίνονται οι άνεμοι του νου μου

Κρατώ μια στάση αναμονής       και η πολιορκία μου δεν λύνεται

Σε έχω στο χέρι μου Τροία

Ψαύω το λουλουδάκι της εσπέρας
Ο ήλιος το χαϊδεύει σαν ευχή
Κατεβαίνω τα σκαλιά του Αυγούστου- με συναντά ο Σεπτέμβριος
Φιλόσοφος θυμού μιας απολύτου κρίσης

Της αγιότητας το βάρος κι αν σηκώνοντας
Στης Μικρασίας τα μέρη πάω
Τα γονικά μου ψάχνοντας

Απουσιάζω απ’ τις γιορτές – εδώ που είμαι είναι η καταγραφή μιας προσευχής
που οι θρησκείες όλες σαν παλίμψηστο
αποτυπώνονται
και όλων νυν
προέχει ο Άνθρωπος.



Περιδιαβάζω στην ακάματη γραφή που μ’ έθρεψε.




Το φθινόπωρο είναι ένας τίτλος ιδιοκτησίας της βροχής.
Τα πεσμένα φύλλα συναντούν τον αέρα και τα λασπωμένα πεζοδρόμια
Παρασυρμένα ως το ρείθρο που τα οδηγεί στην πιο πικρή απώλεια.
Καμία λύπηση. Ο χρόνος αδυσώπητα χλευάζει
Αδυναμίες και λόγια αισθημάτων που ξεθύμαναν
του  παραώριμου καλοκαιριού.
Περιδιαβάζω στην ακάματη γραφή που μ’ έθρεψε.
Κάθε κλαράκι δέντρου και μια λέξη ανθισμένη.
Δύσκολη έγινε η νυκταλωπία μου-  ακολουθεί την κουκουβάγια
που ζει στωικά την νύχτα και αλφαδιάζει
την σιωπή με ένα φέγγος θανάτου.

Ελλάς που άφησες τα χαλινάρια μπόσικα





Ελαστικές δαπάνες κι ανελαστικοί επίδεσμοι
Και αντιστρόφως-
Μικροοικονομία μακροοικονομία, τραπεζικά αποθέματα
Πλεονάζον ισοζύγιο και έλλειμμα
Ισολογισμός διαλογισμός αντιλογισμός
Κοινωνία των εθνών που στενάζει,
συνδικαλιστές που με συνείδηση πουλήθηκαν
Φτωχολογιά, ανεργία και κόμματα
Που κόπτονται για την πατρίδα με το αζημίωτο
Πολιτικοί ξενόδουλοι, χαύνοι και στείροι καλλιτέχνες
Που ζουν την αμεριμνησία τους
Δήθεν κουλτούρα, βρώμικες ιδέες και προπάντων
σκηνοθεσία να πιστέψει ο αφελής ότι και φταίχτης είναι αποπάνω
Για τούτη την μακάβρια και θλιβερή παράσταση.
Ελλάς που άφησες τα χαλινάρια μπόσικα
Κοίτα που χάθηκε η λεβεντιά σου.












20 Σεπτεμβρίου 2012

ο Θεός θα μας πει τα παλιά της γιαγιάς παραμύθια.



Ακούω προσεκτικά. Η νύχτα είναι ένα ρυάκι
πάνω στο στήθος μου.
Το φεγγάρι ξεκαρφώνεται και πέφτει απ’ τον ουρανό.
Μισό φεγγάρι, του πόνου ενθύμιο.
Το φως του αέρα πάνω απ’ τις λεύκες ευνοεί αντικατοπτρισμούς.
Στέκεται παγωμένη η μνήμη.
Το προάστιο βουλιάζει στον άχρονο χρόνο και οι αμφιβολίες μου συνθέτουν ένα αύξοντα αριθμό
που τελειωτικά με πεθαίνει.
Λαχανιασμένα παιδιά με τα ποδήλατά τους
πάνε προς τις φωνές των μανάδων.
Νύχτωσε κι άλλο.
Το ποίημα μου κλειδώνει την πόρτα του κι ανάβει το φως.
Όλα θα κοιμηθούν απόψε μες την επιπλωμένη συμπάθεια.
Αν βρέξει πάλι, θα μεταφραστεί σε δάκρυα ο ουρανός.
Κι ο Θεός θα μας πει τα παλιά της γιαγιάς παραμύθια.






Χώνω την μύτη μου μες τις αμφιβολίες



Θειάφι επάνω στ' ουρανού τ’ αμπέλια
Νέφη πυκνά που απειλούν
την κοσμογονική στιγμή ενός λεπτού συμπαντικού
Ο θεός μου κρύβεται    
                                 ο θεός με παραπλανά και δεν γνωρίζω
                                                                                                τα χνάρια του
Χώνω την μύτη μου μες τις αμφιβολίες     
                                                              και μου φαίνονται όλα ανεξιχνίαστα
Χωράφια με τα καλαμπόκια, σιτηρά, καπνού φυτά και το μπαμπάκι που μεγάλωσε
Λάβρο φιλέρημο σκουπίζοντας του εργάτη τον ιδρώτα.
Λέξεις που βοούν σαν μέλισσες πλουραλιστικές
Λέξεις ντροπαλές λέξεις ξεδιάντροπες
Αναρριχώνται μες την άβυσσο την καταμαυρισμένη.
Αναγνώθω αργά- ο θάνατος είναι μια συλλαβή
Που αγκιστρώνεται πα’ στην αλήθεια του αγώγιμου φωτός.
Κι όταν κατανοείς το βάθος του,
η σιωπή σου είναι που αξίζει.
Σαν να επιδεικνύεις μια ανδρεία που σε φτάνει
σε ύψη αξιοθαύμαστα.

Στοίχημα ότι η μέρα μικραίνει·





Στοίχημα όπως το απόγεμα περιτρέχει τις εορτάζουσες φυστικιές·
Στοίχημα ότι η μέρα μικραίνει·
Υδρόφιλα υφάσματα πίνουνε του ιδρώτα την οσμή·
Τα έμμηνά τους έχουν οι μουριές και αιμορροούν πεισιθάνατες.
Κάτω απ’ το λαμπιόνι πεταρίζουνε μυριάδες ενοχλητικά μυγάκια.
Κουνούπια ζαλισμένα σβήνουνε την δίψα τους πάνω σε κάθε τρυφερό κορμί.
Ο θάνατος ζει για να τα πάντα πεθαίνει.
Ορχήστρες των πουλιών βάφουν με νότες τον αέρα πορφυρό·
Σγουρά μαλλιά λυμένα που σκορπούν αρώματα χαμομηλιού
Έχουνε οι κοπέλες και σε αναγκάζουν να παραδεχτείς πως θα ξανάτρωγες το μήλο
Που αποδιοπομπαίο σε κάνει- Αλλά ποιός νοιάζεται;
Η ανάσα σου σκορπίζεται βαθιά μες τον αέρα.
Η νύχτα φέρνει δίκαιη τον ερωτισμό της.








19 Σεπτεμβρίου 2012

Πού πήγε η κοκκινομάλλα μου;




Στα μάτια μου χορεύουν  μπαλαρίνες με αέρινα κορμιά
Το γλέντι των ήχων ανάβει και του βιολιού η καλλικέλαδη ψυχή
Απολά σύμβολα νότας να κουρσέψουν το μωσαϊκό της μουσικής
                                 Εκστασιάζομαι κι ακούω
Δακρύζω από το ντο στο λα κι από την ουτοπία που καταπώς φαίνεται σαρκώθηκε
                     Επιτέλους!
Χαμόγελα σκορπούν οι μέλισσες που σάλεψαν πάνω απ’ τα λουλουδάκια
                       Κορίτσια ηλιόδοξα μαγεύουνε την ώρα που σκλαβώθηκε
μες το βιβλίο φθίνουσας εβδομάδας
                                                             Αλλά ξαφνικά
Πού πήγε η κοκκινομάλλα μου;
Που την χάζευα να λικνίζεται σαν μίσχος
λουλουδιού μέσα στην πίστα των ματιών μου;
Μόνο το άρωμα της νιώθω και εκείνο το χαμόγελο
που με συγκλόνισε
Πάνω απ’ τα ονόματα των φυτών,
μες την επιγραμματική σιωπή
Ατενίζοντας σίγουρη προς την αδέκαστη  μοναξιά μου-
Πού πήγε η κοκκινομάλλα μου
              Και βράδιασε ξαφνικά και απόμεινα
                    με μια λεξούλα ποίημα
Που τρίζει από τα φωνήεντα και από την ικμάδα
ενός κομποδεμένου νοήματος;

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου