...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Ιουλίου 2014

Των άστρων οι ομιλίες..







Πόσο εύλογο και το καλοκαίρι και η εποχή των φιλιών!..
Στο διάστημα κληροδοτούνται οι αστερισμοί και σχηματίζουν
βαθιές κι ανάλλαχτες λάμψεις που συνταράσσουν
τον μήνα που τέλειωσε
μ’ ένα πρωραίο φως στο γινάτι του.
Τριαντάφυλλα απλώνουν την ανάσα τους στον αιθέρα της ερημιάς
και στην ώχρα του τοίχου
ένας κισσός δηλώνεται, τελάλης
της χάρης του φεγγαριού.
Απ’ την ταράτσα δεν
δείχνουν έλεος τα τηλεσκόπια.
Κοιτούν οι νέοι μακριά μες τον καπνό του αύριο και της τύχης τους,
των άστρων τους σχηματισμούς και πώς ο αέρας έπηξε και έγινε
μια κρούστα ζωντανή που κόβεται από του ορίζοντα τις κοφτερές νύμφες..









Αυτός ο τρόπος…




Στεγνώνει πάνω στο δέρμα ο ιδρώτας και το αλάτι του
σχηματίζει τον χάρτη της αυτοκρατορίας. Οι λαμαρίνες
των αυτοκινήτων γυαλίζουν και πιάνουν
της κόλασης την θερμοκρασία.
Δεν ετελεύτησε λοιπόν ο Ιούλιος
με την πείσμονα διάθεσή του, τις εσπαντρίγιες,
τα ανοιχτά πέδιλα και
τα κοντά σορτσάκια, εκεί
που οι λουόμενοι ψήνουν υπομονετικά το κορμί
την βαρεμάρα τους και την διάθεσή τους; Μεσοβδόμαδα.
Κάποιοι λείπουν.
Κάποιοι κρατούν τα κλειδιά
της πρωτεύουσας και την συγυρίζουν
απ’ άκρη σε άκρη –
νομοταγείς
και ανένταχτοι
απέναντι σε οποιοδήποτε καθεστώς
που πουλά και μήποτε αγοράζει..
Όταν βραδιάζει
πιάνω τον ρυθμό και η μουσική
με περονιάζει
σαν χειροβομβίδα
που θα εκραγεί στα χέρια μου ..




29 Ιουλίου 2014

Ποιός;






Ποιός έφερε την ζέστα στα χωράφια και
τα πουλιά εγκατέλειψαν τον επικό εαυτό τους, λες
και τα πείσμωσε η φωνή και μπόρεσαν
εγωιστικά μανιφέστα- ποιός

βρήκε ανάμεσα στα σπασμένα μάρμαρα μια ηχώ
αρχαία παιδούλα και την θρόνιασε
στον λίθινο θώκο του Ιουλίου, μόλις
η μέρα θρυμματίστηκε σε εξήντα δυο παρομοιώσεις, γνέφοντας
στους γλάρους να συνωμοτήσουν μένοντας
λιγάκι πάνω από την θάλασσα, στο ύψος
που μια λάμψη χωρά το ύφος του καλοκαιριού και μια ανθρώπινη
ευτυχία;…

Είδα την καθεδρική πνοή του φεγγαριού μετά που η νύχτα ήρθε
να πραΰνει τον πόνο των δυστυχισμένων –είδα
το άλογο της Τρίτης που χλιμίντριζε στην παραλία του ήλιου, δυο βήματα
από την επικράτεια του γέλιου και τον ταρσανά του Θεού..






Εφηβικό όνειρο…




Αυτά που υπακούουν σε μια άλλη θέληση μισά παραδομένα
στου ύπνου τις θαλασσοσπηλιές, μισά παραδομένα 
στο φως της εσπέρας, αργά
που χάνονται όπως να λιώνει από την ζέστα το παγάκι
στον καφέ κι εσύ να μου χαμογελάς πιωμένη αντιφάσεις και
πόθο.

Η Αττική φλέγεται κάψωσε δυνατά.
Τα τζιτζίκια της μαρτυρούνε τα πάντα.
Το ιδρωμένο μπλουζάκι μου αφήνει
το αλάτι του κορμιού να δραπετεύσει.

Της ψυχολογίας απόγευμα, της νωθρότητας.
Νερό πιο μπούζι στο ποτήρι και αναρωτιέμαι πόσο
κοστίζει ένα όνειρο που είχα όταν μεγάλωνα να βρω το ποίημα κάτω
από το μαξιλάρι μου…





Αυτό, μόνο αυτό…




Ανάμεσα σε δύο συλλαβές ξοδεύτηκε η ζωή μου.
Το διαμέρισμα μπατάρει μες τα σύννεφα και η φιέστα των άστρων
ρίχνει κάτω την εκεχειρία του ύπνου.
Η γραφή εκτείνεται ως το άπειρο.
Αυτά που έλειψαν ξανάρχονται λυπημένα.
Έχασα και ξανακέρδισα –τίποτα δεν μου ‘μεινε
από το άξεστο παιχνίδι της Τύχης.
Η μέρα προχωρά. Πέντε η ώρα το πρωί –όλα υπόσχονται κάτι.
Και η απαρέγκλιτη σαπουνόφουσκα της ευτυχίας 
είναι ταγμένη να συντριβεί επάνω στο βραχάκι της πραγματικότητας 
που αίμα στάζει 
ανθρώπινο..


28 Ιουλίου 2014

Αποκοιμήθη᾿..




Στους χρόνους που πρωταγωνίστησε γεννήθηκαν οι τραγωδίες.
Μπορεί η μέρα να είχε ξημερώσει αλλιώς
ο ήλιος φόρεσε στραβά πάλι την σκούφια του
και κίνησε κατά τα βουνά.
Τότε τα έμπλεξε όλα
το αφράτο σανταλόξυλο, την μουριά
που απλώνεται μες τον αέρα, το μεσημέρι
ανάλλαχτο, τα έμπλεξε όλα
και μετά
στο κόρωμα
μες τον βαθύ ύπνο
ονειρεύτηκε μια πολιτεία ειρηνική
που την τραγουδούνε πουλιά
στον γεμάτο αιθέρα.
Έσβησε σαν άστρο που καταπίνει η νύχτα κι ο Αύγουστος.
Κάτω απ’ τις γέρικες λεύκες, κοντά στις καρυδιές και τα αμπέλια, δίπλα
Στην αγριαπιδιά που κάγχαζε στον ένστικτο ήλιο της Βοιωτίας.


27 Ιουλίου 2014

Η σπουδαιότητα των ασήμαντων…




Διπλώνω στην μέση το φεγγάρι.
Το κοίλο τρώει το κυρτό.
Ο ρεαλισμός της σφήγκας ενάντια στην αγαθότητα της μέλισσας.
Φιλοπαίγμων αέρας.
Σκωπτική διαβρωμένη διάθεση.
Η συγκυρία έφερε κοντά την μέρα με του αιώνα τις καταγραφές.
Πόνος. Ανθρώπινος πόνος.
Οι δρόμοι των πόλεων είναι λουστρίνια αφόρετα που περιμένουν πόδια ζωηρά.
Η ποίηση μία σελίδα των ρητών αρρήτων.
Κρατήθηκαν μέσα στην μοναξιά οι λυπημένοι και,
τώρα που τους αποκρυπτογραφώ,
είναι ηθοποιοί παρακμασμένοι.
Η χάρις του θεού αξιώνει κεφαλαία ονόματα.
Εγώ επιμένω στα τυφλά και στα μικρά.
Λες και αναγνωρίζω των ασήμαντων την σπουδαιότητα..




Εικονικό…






Των ιδεών οι σταλακτίτες αφήνουν την καρδιά μου εκτεθειμένη.
Τόσος ήλιος τόσο θάρρος!
Ακούω επιφωνήματα που ζουν για την επική μουσική.
Μια αίσθηση μελαγχολίας που ραπίζει τα φυτά αφήνει μες τα χέρια μου ένα χρυσό
ίζημα θανάτου.
Εκτελώ εργασίες ρυθμών.
Το μολύβι μου αγγίζει τον τύμβο που κοιμάται ο πρίγκιπας και από την σαρκοφάγο του καιρού ένα λουλούδι βγαίνει
αιώνιο κι αθάνατο..



26 Ιουλίου 2014

Ω άνθρωπε!




Ανάμεσα στα κρύα καταστραμμένα τσιμέντα
Η ζωή πετάει το τόπι της, η ζωή
είναι μια ελπίδα βροτή και ευδόκιμη. Αυτός
Που νιώθει από σύγκρυο του πολέμου
Κρύβει στις τσέπες του δυο καραμέλες για τα πιο μικρά παιδιά
Αυτά που θα γλυτώσουν από του πολέμου τις οβίδες.
Τα πάντα κείτονται ραγισμένα – είναι αγρίμι ο άνθρωπος
Ποιός το ‘ξερε ότι έχει τόσο άπονους οστεοθλάστες;
Ο ουρανός δεν κρύβει την μεταφυσική του αγωνία
Είναι μπαρουτοκαπνισμένος και βαρύς
σαν νόμισμα που κάποιος το ‘χει ξοδέψει.
Περνούν αεροπλάνα- ο θάνατος είναι πλέον υπέργειος.
Ό,τι απομένει από την θυσία του αίματος
Είναι κάτι κόκαλα θρυμματισμένα
κάτω από τα μπάζα με τα αλουμίνια
Και το στεγνό φωνήεν του μπετόν
που κόλασε την γη ολόκληρη.
Ο αέρας πνιγηρός γεμίζει θειάφι τα πνευμόνια.
Η ιστορία τοκίζει τις ανυπόληπτες πράξεις των πολεμοχαρών
Επί την θλίψη που σκορπιέται ολόγυρα.
Σφυρίζουν βόμβες. Σκάνε. Έτσι από συμπάθεια.
Το κρανίο ανοίγει να φανεί ο εσωτερικός πυρετός του.
Έφερες την κόλαση πολύ πιο κοντά πάλι
Ω άνθρωπε!




Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΙΖΕΙ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ.








Παρομοιώσεις που δεν έχει ούτε η θάλασσα

ν’ αποδώσει στα τέκνα της-

ξίφος απειλητικό που κινείται

του χρόνου.

Μεγάλος στρατηλάτης κόβει

τους Γόρδιους δεσμούς της υγρ-ασίας..



Εγώ ξέρω ανεμώνες θαλάσσιες- περισσότερο μου αρέσουν

μέρες που δοκιμάζονται οι αφροί

στέλνοντας τα χελιδονόψαρα να εφορμήσουν

πάνω στην στείρα έμπνευση.



Διαφορετικές είναι κάθε φορά οι ομιλίες μου

μυρίζουνε αέρα αιολικό

θάλλουν ελπίδες του γιαλού μπροστά σε ακρογιάλια

ανατολικά.



Σπίτια που έχουν κάτι από Ιωνίας μεράκι..

Βλέπω πρόγονο χρόνο και μέσα στ’ αδιέξοδα στοχάζομαι

καλοκαίρια,

που ρέει μια σελήνη κορυφαία!



Στα ρηχά που μόλις κατάφερα να δω

τ’ ουρανού

άσπρισαν λαύρες προσδοκίες-

σα να γυρίσαν του Ομήρου ραψωδίες σε καινούρια

ενορχηστρωμένη νοσταλγία


κι οι πικροδάφνες εκεί δίπλα σε λιόδεντρα να τράνεψαν…



4.1.2008

Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΜΟΥ




Στάξανε οι ώρες την αγρύπνια μου κι εσύ δεν ήρθες
Ούτε για να μιλήσεις άνεμο, ούτε για ν’ απαγγείλεις ποίημα-
Μονάχα ανέβηκες στον λόφο τον αντικρινό
Πέρασες μέσα απ’ την ολομόναχη πορτάρα
Κι έφερες έναν Νάξου
Σκοπό να προκαλέσει μίσος στα πελάγη.
Κάτι αινίγματος της ζέστας δευτερόλεπτα που ήρθανε
Ν’ αγγίξουν ουρανό λιγάκι
Να ξύσουνε την κεφαλή της μοναξιάς από την απορία-
Έφυγαν
Χάθηκαν-
Τα είδες;
Μόνο μια Παναγία γόησσα χελιδονιών
Κράτησε μες την αγκαλιά της ποίημα
Κι όλες θρηνήσανε οι νεότητες,
Ανοίξαν ροδοπέταλων διαλόγους 
Κι από μακριά του ακατόρθωτου ακόμη
Θριάμβευσε η σιγουριά η ευτυχία να γίνει…



26.7.2007

Οπόταν έσω γνώση…

                   
 


  7.

Διαφέρεις. Θα ζητήσουν να ριχτείς στην πυρά
Και να ομολογήσεις και αυτά που δεν έκανες.
Στον αιώνα τον άπαντα ανήκουν οι απολογίες σου· τι κρατάς
Και τι αποδίδεις στον αέρα να το πάρει
μακριά και ανεπίστρεπτα; Τώρα
Μια πρόκα σχίζει την σανίδα και απ’ την συνείδησή σου συγκρατά
Το πιο ωραίο: ξέρεις
το σχήμα που απλώνει και
Συμπεριλαμβάνει τον κήπο, το μεγάλο λιβάδι, τον ουρανό
Και περισσεύουν των κατοικιδίων του νου σου οι δεξιότητες.
Η αίγα της μυθολογίας σου βελάζει, το άλογο
Χλιμιντρά και των πουλιών τα τιτιβίσματα
Σκαρώνουν συναυλία μετ’ αγγέλων.
Ο καιρός περνά. Θα καταλάβουν αργότερα
Τι επιχείρησες. Σοφό το φως που διασκορπίζεται
επάνω στην καλντέρα και
Ξεπλένει την οργή απ’ το ηφαίστειο.
Για το λευκό που δεσπόζει ολόγυρα σκαρώνεται ωραία ο μύθος.
Στο γαλάζιο απομένει μία ζυγαριά που κάνει
ακριβοδίκαιη την κάθε απόφαση.
Εγώ, εσύ και ο απέραντος ορίζοντας.
Ας μας δικάσουνε για διακεκριμένη αθωότητας προσήλωση!



25 Ιουλίου 2014

Οπόταν έσω γνώση…



                                 6.

Μια συνεννόηση που καταλήγει ασυνεννοησία και προστάζεται
Από αυτό που είναι η εποχή.
Η λύπη κολλημένη στο ταβάνι.
Όταν νύχτωσε μοίρασα τα ιμάτιά μου κι αποχώρησα.
Γυμνός καλύτερα σκέφτομαι. Γυμνός δεν έχω τσέπη για λύπη.
Το φεγγάρι είναι μια πρόνοια- όλο το φως του πάνω στα πεζοδρόμια
Διαχέεται· οι πεθαμένοι δεν το νιώθουν
Αλλά είναι μαγεία αυτό. Η νύχτα δικάζει
Πίσω απ’ τα λιγούστρα.
Ακούω τον εσωτερικό ρυθμό της. Ξέρω ποιός κλέβει την χαρά.
Όλα είναι εύκολα μετά – θα έρθει ο ύπνος
Σαν ένα φωσφοριζέ κουστούμι που σου το προβάρει
ο θάνατος- Μια αναίσχυντη πρόβα.
Πάντα είχα αντιρρήσεις για τα εύκολα. Μου
Κολλούσαν στρυφνά στο μυαλό. Για τις ισορροπίες που βρήκα
διήνυσα χιλιόμετρα ανισορροπίας.
Τώρα κομπάζω για ένα λυρικό Τίποτα.
Μπορεί και να το έχω μέσα μου, κομματιασμένο, ασήμαντο· να
Έχει για μένανε πολλαπλές σημασίες. Ίσως
Το κουβαλώ από μια εφηβεία που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει.
Μονόχνοτος. Η ειλικρίνειά μου αντικατοπτρίζεται
πάνω στον γλόμπο που
Πυρακτώνεται και εκτοξεύει αλήθειες
Που δεν σηκώνουν κουβέντα..


Οπόταν έσω γνώση…


                                    5.

Ένεκεν μιας φτώχειας που σε πλούτο αναδεικνύεται
ένεκεν της Ανάγνωσης που φέρει την ψυχή στο προκείμενο
ένεκεν του κόσμου ετούτου που καταπληγώνεται
αφ’ εαυτού του
    πρόδηλος η αρετή που ζητούν οι ποιητές και αγρυπνούν παρατρεχάμενοι
ιδεών που αμόλυντες απομένουν
να συντηρούν την Ελπίδα.
Τυγχάνω αφελής, πιστεύω σε θαύματα αλλά
είναι που θέλω να μιλώ για λυρικές οδύνες. Εσύ
που διαβάζεις τον ουρανό μες απ’ τα πέταλα του άνθους βρες
τον ίαμβο που πρέπει και που αποδίδει 
εύσημα στων ποιημάτων την μακάρια Ουτοπία.
Ο ζήλος που με έχει ο ζήλος μ’ οδηγεί-
η μέρα ξοδεύεται κάλλιστα δικαιωμένη
η νύχτα κανοναρχεί τα σημάδια μου
φευγαλέα στων ονείρων την προσφυγή η σελήνη
πίσω από τον φράχτη της κρυφοκοιτάζει.
Τύχη, Τύχη που δεν μου δόθηκες ποτέ σου, Τύχη στέρξε λίγο
να ‘ρθουν οι μέρες που θα μεγαλώσουν τα βασίλεια των παιδιών και θα κοιτά
ο ένας τον άλλον με αθώα μάτια! Γιατί
ό,τι κι αν γράφω είναι ανταπόκριση από έναν επικείμενο θάνατο αν
δεν μπούμε σε τροχιά ειρήνης που οικουμενικά λουλούδια στέλλει
και ως της κάννης την ματοβαμμένη ταξιαρχία..




Οπόταν έσω γνώση…



                         4.

Χορός το συν το πλην και το μετά
των αποκαλύψεων. Όλα υφίστανται
για να αμφισβητηθούν. Σε κάθε δίαυλο επικοινωνίας ακούω
τα θλιβερά παράσιτα της μοναξιάς των ανθρώπων.
Ας γεφύρωνε κάποιος το χάσμα ανάμεσα στην μουσική και την θλίψη!
Αλλά από του λυπημένου τα αισθήματα
προέρχονται οι νότες των αξέχαστων ποιημάτων..
Από τις σάλες του ύπνου ακούγεται
το πιάνο της ακύμαντης φαντασίας.
Ο θεός παραγγέλλει εφησυχασμό αλλά οι άνθρωποι
αιματοκυλιούνται γράφοντας ολέθριες ιστορίες.
Κοιτώ στην ψυχή τους-
με τρόπο που κανένας δεν έκανε. Κοιτώ
με πόνο. Τα ποιήματά μου, αδέκαστα ρήματα, βάφονται
χρώματα ενός ιερού πολέμου που κατανοεί μονάχα ο φανατικός των ελπίδων.
Θέλω να πω όσα δεν θα μου επιτρέψει και η ίδια η γλώσσα
ακολουθώντας την αρχισυνταξία των εργολάβων
μιας βεβαιότητας που πια δεν είναι...
Διαβάστε με όπως ζητά απόνα άνθος η όσφρησή σας
το βαθύ κύμα μιας ανάσας πλατιάς όπου χωρά
όλη η τακτική κι ο αιφνιδιασμός του αρώματος.
Ας χτυπήσουν κόκκινο οι χορδές των αισθημάτων..
Αυτός που ξέρει από ζεύξη δηλητηρίου κι αντιδότου θα αποφανθεί
πόσο γαλάζιος είναι ο πόνος της μέρας!
Έχω τον τύπο μου και είμαι απόλυτος
σαν το τιτίβισμα ενός στρουθίου που για τίποτα δεν μετανόησε..



Οπόταν έσω γνώση…

                               


                                  3.


Η νύχτα κρεμά τις θυελλώδεις ανησυχίες της στου φεγγαριού την αριθμητική.
Η πλεύση κάπου στραβώνει.
Τα κατοικίδια ανήκουν πλέον στον ουρανό και φεύγουν
καβαλικεύοντας καθένα κι ένα άστρο.
Στις γλάστρες τα λουλούδια που με αιχμαλώτισαν παίρνουν βαθιά ανάσα λύνοντας το αίνιγμα.
Η πόλη ακόμα κοιμάται.
Ακούω την σιγή των κοιμητηρίων και την φιλαρμονική μπάντα των πεθαμένων.
Ακούω τον θάνατο.
Στα περίπτερα της αγρύπνιας αγοράζει τσιγάρα η παλλακίδα του καλοκαιριού.
Όση ζωή ανήκει στο φως, η λύπη την πολιορκεί κάνοντάς την σπουδαία ανάμνηση.
Ξέρω ότι με τον καιρό δυσκολεύω.
Είχα περισσότερο γλαφυρή όψη όταν η εφηβεία με φλόγιζε.
Οι αγάπες μου παίζουνε φυσαρμόνικα ως τα χαράματα.
Μια συμφωνία ορατού κι αοράτου..
Μια συμφωνία ειπωμένου κι ανείπωτου.
Σε χρόνο μηδέν έρχεται η σκευωρία του σκότους.
Οι νυχτερίδες αμολούν το κίβδηλο γινάτι τους πάνω στης γης την κοιλιά, κάτω
από τον ουρανό της σοφίας. Με πτήσεις μαγικά εγωιστικές.
Οι πυθίες του φεγγαριού ζητούν πολλά αργύρια για να μαρτυρήσουν τις προθέσεις ενός σκοτεινού θεού.
Μετά σωπαίνουν. Λαμβάνουν χώρα οι αυταπάτες…




24 Ιουλίου 2014

Οπόταν έσω γνώση…



                                2.

Από εδώ έρχομαι· από την κόψη την τρομερή
Την αμφισημία των φαινομένων, από τον χρυσό αέρα
Της ευτυχίας· το μεσημέρι λούζει την άσφαλτο
του δρόμου με την αλουμινένια υπεροψία του· έχω κάτι εαυτούς
που μετά βίας ανακαλύπτω
Η ζέστα δεν εμψυχώνει τίποτα, τα τζιτζίκια τετερίζουν
Όσο ψηφίο μπόρεσα είναι ενός ψηφιδωτού η όψη που με εγκλωβίζει - 
Στα σοβαρά οι λέξεις δεν μου ανήκουν, ποτέ δεν το έκαναν
Πραγματοποίησα απίστευτα ταξίδια του μυαλού
Ο τόπος είναι πάντα διαφορετικός, ο χρόνος όμως πάντα αλλάζει
Τρυπώνοντας σαν αρουραίος στην ξυλοκαλύβα του ονειροπόλου
Στις παρυφές ενός κουρασμένου ορίζοντα
Όλα είναι κουρασμένα, οι αξίες είναι ακούραστες
Και λάμπουν μες το νυν σαν λάμες απειλητικές που δεν στομώνουν, μόνο
Κόβουν την θλίψη μονοκοπανιάς, μια στάλα αίμα
Πέφτει πάνω στου βράχου το ατσάλι και
Το ραγίζει, φυτρώνει πανώριο κυκλάμινο
Που στον αιθέρα μιλά των παραδείσων – τότε
Που οι συσκέψεις του ουρανού με την νύχτα
Στο απώτατο βγάζουν κι απόψε το σύνορο
Να λείπει της σελήνης ο εκστασιασμός και οι ερωτευμένοι
Να ψαύουν αφιλοκερδώς την πιο βαθιά πληγή της ανθρωπότητας
Αθάνατοι και τίμια πυρωμένοι…





Οπόταν έσω γνώση…


                               1.

Μάτι του βράχου σκληρή όψη της πέτρας και του ήλιου
Κλείνοντας την γεωλογία στο μηδέν της
Νερό του καταρράκτη υπερούσιο, ελεύθερο
Μες την πτώση του, νουνεχές
Ασύνορο, νερό αντεστραμμένο
Πίπτοντας στον αιώνα τον άπαντα
Γνώση που μετασχηματίζεται, φωτιά
Που αλλάζει όψη – ο καιρός περνά
Σκουριάζοντας τις επιθυμίες, η θάλασσα γέρνει
Κατά των θεών τις προσταγές, το ποίημα
Αφήνει την διαφάνειά του να προκόψει ανάμεσα
Σε χιλιοειπωμένα πράγματα ή λόγια
Που καρατομούνται μετά – το ποίημα
Είναι ενός άνθους ο πόνος που μέσα του
ενσταλάζει η αυγή
Τις ιαχές της – ο θούριος
Της αισιοδοξίας ζει
Μες το μένος του αέρα· στον χώρο που αγαπά τον χρόνο
Στον χρόνο που αποφλοιώνεται
Σαν ένα κρεμμύδι ρημαγμένο· ο χρόνος ο πόνος μου.
Και την ώρα της σύνθεσης, εκεί που λες βρίσκω
Το μητρικό γάλα που μ’ έθρεψε, μια βαθιά
Φωνή από τιποτένια κι όμως πολύτιμα πράγματα
Ζώνει το νυν μου με την ακμαία γιρλάντα τους
Και του φωτός η επιδίωξη μοιάζει
Με νίκη. Στον καιρό που τα ακριβά δεν τα καταλαβαίνουν
οι άνθρωποι και
Τσακίζονται όπως η λυγισμένη λεβεντιά τους.,.



23 Ιουλίου 2014

Μικρός απολογισμός…





Τα ταξίδια που έκανα σπάνια ήταν αναψυχής. Συνήθως ήταν οδυνηρές χιλιομετροβασανίσεις που όμως πλούτυναν τα μάτια μου αν και, πολλές φορές, κούρασαν το κορμί και την καρδιά μου. Ας είναι!
Δεν είναι για όλους οι απολαύσεις. Κάποτε το δέχτηκα. Δεν δέχτηκα όμως να μην μπορώ να αποταμιεύω αυτόν τον ήλιο όπου και να μου εμφανιζόταν στο θέατρο του ουρανού, σε όποια χώρα - και αυτούς τους κάμπους, αυτά τα βουνά, τα δέντρα, τα ποτάμια, τα νερά, ακόμη και αυτά τα κοιμητήρια λίγο έξω από τις πόλεις, που μου δίδασκαν μην μιλώντας –κατάλαβα περισσότερα μες τις σιωπές παρά στην φλύαρη φασαρία.
Πώς να το πώ; Έχω εγκαταστήσει μια ανεπανάληπτη κάμερα μες τον νου μου που δεν χάνει κανένα ζωηρό στιγμιότυπο από την καθημερινότητά μου και από τον χορό των μετακινήσεών μου που με κάνει να ζω φανταστικές πραγματικότητες.
Μιλώ στην κυριολεξία με τα δέντρα, με τα πουλιά, με την γη- η φυσιολατρία μες τους στίχους μου είναι η πλατφόρμα που πάνω της εδράζεται όλο το οικοδόμημα της οποιαδήποτε σκέψης η συναισθήματος..
Με ποδηγετούν οι στίχοι. Κάπου τους προφταίνω και κάπου τους χάνω όταν το ποίημα αποκτά φωνή και σάρκα μετουσιώνοντας αυτά που υποστηρίζονται μέσα μου από μια εικονολατρία που δεν παύει..



22 Ιουλίου 2014

Εκείνη που είναι αυτό που θα γίνει…



Κράτησε τα λουστρίνια της επαρχίας και παρότι των νεφών της πρωτεύουσας την προκαλούσε ο πυρετός
έμεινε εκεί,
στην διαδρομή μιας αλήθειας
που την διασπαθίζουν πολλοί – άλλοι
ριγμένοι στον γκρεμό μιας ανάγκης και άλλοι
σκυμμένοι στο λούστρο 
μιας χλιδής
που ξεθωριάζει... Είχε

κλέψει φωτιά από τις εκατό κολάσεις· την έθελγε
η περιπέτεια του μυαλού, ζούσε
γι’ αυτό το ζόρι που αυτοαναφλέγεσαι αναζητώντας
ιδανικά και οράματα. Πεπειραμένη

βασάνων. Φλογοβόλα
ατέλειωτα. Κινούσε
όλα τα νήματα μιας ηθικής που (για καλό μας!)
ακόμη ακμάζει.
Υπάρχει ο Άνθρωπος!
Παραγράφοντας τον μοχθηρό εαυτό του,- υπάρχει ο Άνθρωπος.
Στο σημείο που γίνεται ο μύθος πιο πιστευτός από την ιστορία και ο δανεικός μας πλούτος έρχεται
φεύγει –τίποτα δεν μένει μες τα χοϊκά μας χέρια που
θα μείνουν άδεια.
                         
Ελευθερίες λαχτάρησε-
σαν οι μανόλιες που μπροστά της άναψαν
για να μυηθεί στο ιερό μυστικό του αρώματος- ω ψυχή
που βυθίζεσαι στο νέφος της ενόρασης, που
σκιρτάς πάνω απ’ την πραγματικότητα, υποσκελίζοντας
του βιοπορισμού το αγκάθι. Και είδε

από την κορυφή ψηλά κατά την απλωμένη πεδιάδα
τον κισσό που στεφάνωνε τα σπίτια, το φως
των δρόμων, και στο σύθαμπο να γαλανίζουν
πίσω απ’ τις τζαμαρίες οι λάμπες των καταστημάτων
διάβασε την εσπέρα
αφήνοντας το χνάρι του δυόσμου να ευφράνει την καρδιά της. Ανέβηκε
πίσω απ’ τον λόφο, εκεί
που περπατούν οι ερημίτες
εγγεγραμμένοι ωραία
μες τον πλατύ ουρανό – ανέβηκε

στο ύψος μιας έσω Ανάγνωσης, μαθαίνοντας
την Ποίηση στην λυρική της ευχέρεια, ζώντας
τους καθαρμούς στο σώμα της -κι αν το σώμα το λάτρεψε-εξηγώντας
σ’ αυτούς που θέλουν να ακούν θροίσματα του αέρα που δυνητικά παρασύρει
την κάθε λέξη ως την κορύφωση μιας εγνωσμένης
εσωστρέφειας..









Με ξεπερνάει το τοπίο…








Με ξεπερνάει το τοπίο.
Κάτι λίμνες κοίλες σαν η κοιλιά σου
όταν ξαπλώνεις και
Κάτι βράχια δυνητικά, πολέμαρχοι
της ερημιάς..
Από ψηλά
Καμαρώνει ο ήλιος.
Αφουγκράζεται τις νομοτέλειές του ο θεός.
Κι ένας αέρας
Γαλανός και λευκός σπρώχνει τα βάσανα
ως την θύμηση.
Με ξεπερνάει το τοπίο.
Μία συστάδα δέντρων που αγαπούν το οξυγόνο και σου το χαρίζουνε.
Ένας αιθέρας να ξυπνούν κι οι πεθαμένοι και να σου επιστρέφουν
Την γνώση τους σε κάθε βήμα που βαδίζεις. Μια
Φωνή αδιόρατη, αντίλαλος που ήρθε απ’ την νύχτα
Όταν ο λύκος ούρλιαζε και της αγέλης ζήταγε την κάλυψη.
Μία ελευθερία που μετριέται πάνω στα κυκλάμινα που χαμογέλασαν
Ζωσμένα το μπαρούτι όσης μοναξιάς αντέχεις.
Τα νούφαρα που άργησαν να πουν τα μυστικά τους και
είναι πλοία φρύνων μες το ήσυχο νερό.
Με ξεπερνάει το τοπίο…




Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου