...

...

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ..

31 Αυγούστου 2015

Τοπίο…





Ανάμεσα στον Αύγουστο που τελείωσε και τον εγκυκλοπαιδικό Σεπτέμβριο,
χωρέσανε κάτι ακρογιαλιές και κάτι πέρα νυχτοπούλια, αεικίνητα, πλουραλιστικά
πετώντας μες τον ουρανό που μπλαβίζει,
δυνητικά
ωραίος κι ανέφελος.
Έκλεψα μια ακρογιαλιά και την προσθέτω στην καρδιά μου!
Αν την δεις
θα πεις πως είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα να διώχνει την θλίψη μου· τώρα
κινώ τα νήματα της νύχτας,
ένα τριζόνι τρύπωσε μες το πουκάμισό μου
και λέει, λέει- πόσα πράγματα
μπορείς να σκεφτείς που διαγράφουν μια πορεία φθίνουσα
όπως ζωή που το καντήλι της τελειώνει…
Δευτέρα άγονη- ο έρωτας μας πλησίασε
και έλιωσε γοργά
όπως τα χελιδόνια τον κρατούσαν στα φτερά τους-
μηδέν άγαν
μες την γαλήνη του βραδιού, μηδέν άγαν-
Ερμήνευσε σωστά
τα κλωνιά των πεύκων που τρέμουν ευεπίφορα και γέρνουν μες το παραμύθι
της ώρας
του μεσάνυχτου
του φεγγαριού..

  

Μελαγχολούσες..




Να φοβάσαι τον άνθρωπο, μου είπε, είναι ο δηλητηριώδης
Πρωταγωνιστής του δράματος, να φοβάσαι τον άνθρωπο.
Η μέρα λικνίζονταν σαν σκούνα που αποφασίζει να μπατάρει.
Ένας πουνέντες βάραινε κι άλλο την διάφανη
Κραταιή θάλασσα. Μελαγχολούσες.
Όπου σε συναντούσα, με την σκέψη μου, μελαγχολούσες..



30 Αυγούστου 2015

Η παλιά βρύση…





Τρέχει απ' την παλιά βρύση η συλλαβή του νερού κι όταν
το ποτιστήρι γέμισε,
μισός ήλιος στα δέντρα και κάπου εισχώρησε,
ένα αεράκι
που σκούντηξε τα αποδημητικά πουλιά σε εγερτήριο,
τιτιβισμοί
μελωδικοί,
και άσπρα λόγια της θαλάσσης,- μ' αρέσουν
οι σιωπές, όπως τις θησαυρίζω
κάτω από την επικράτεια των θαλερών φυτών, ποιητικά
σκευάζοντας λόγια περιχυμένα το ροσόλι
του ημερινού φεγγαριού- σάλπιγγες
ιλαρές πριχού ο Αύγουστος
τελειώσει και τα ρήματα των αισθημάτων πάψουνε την θλίψη
που ενορχηστρώνει η εποχή..





29 Αυγούστου 2015

Πανσέληνος Αυγούστου…



Το σύμπαν είναι τυχοδιωκτικό· απ' το κεφάλι σου
πετούν πουλιά, οι σκιές τους
συναντούν το βράδιασμα· ένας άνεμος έρχεται
κι ένας άνεμος πάει· η νύχτα κρέμεται από μια ευχή,
η σελήνη γεμίζει, μελετά τα άστρα
γύρω της,
τα ρολόγια αξιώνονται ακρίβειες,
η Αρχαία Μνήμη κληροδοτεί θαυμασμό και μια δόξα
που ταξιδεύει,
η μουσική της ψυχολογίας γελά- ποιος το καταλαβαίνει;
Το είπα κι αλλιώς: είμαι ζωσμένος θάλασσα·
η Ελλάδα κινεί το ακίνητο εκρεμμές
του κόσμου- την αντιπαλεύονται· ας τους κάνουμε, ενωμένοι, να σφάλλουν·
μια Νίκη θα οργανωθεί πάνω από τα τείχη που κρατούν τα Σύμβολα·
το ξέρω και το ξέρεις: η πανσέληνος
μεθοδεύει συμπάθειες
κι εκείνο που δεν είναι ορατό αλλά,
όπως φιλοσοφία αλήστου μνήμης, λάμπει…



[Γιατί αγαπούν τόσο την ύλη οι δέσποτες;]


Να παίρνεις φόρα και να εκσφενδονίζεσαι
καταμεσήμερο που αγνοεί ο θεός
τις αθώες σου τόσες δυνατότητες-
να εκσφενδονίζεσαι
μες τις αλήθειες που θα ειπωθούνε..

Οι ποιητές που ξέρουν, σήμερα σιωπούν
οι λέξεις τους άηχα φύονται
μες τον κηπάκο των λεξιλογίων.

Η εποχή πληγώνει τον ιερωμένο της, δεν έχει
άλλο να επιδείξει από πυρκαγιές πολέμων.

Μες την ψυχή σου σκοτεινιάζει.

Γιατί αγαπούν τόσο την ύλη οι δέσποτες;

Αν άφηναν του οξυγόνου την μοίρα να την ζήσουν δίκαια όλοι
αλλιώς θα γύριζε η γη περί τον άξονα!

5.4.2010


Το αρχαίο μονοπάτι..





Πυκνώνει το δάσος πυκνώνει η θέληση
Οι αχτίδες του ήλιου σκορπούν μια ομιχλώδη ησυχία
Πάνω στο χώμα- ο καιρός
Ευτυχώς, καλός· ακούγεται ο δρυοκολάπτης μου μαλώνει τα παιδιά του·
Φύλλα γυαλιστερά αξίζουν πιο πολύ απ' ο,τιδήποτε·
Κορμοί θεοτικοί ερμηνεύουνε αλλιώς το ύψος που
Τους εδόθη· η αλεπού και το κρυφό τσακάλι,
Ο ερωτευμένος σπίνος και η ωραία της αυγής
Θυμόσοφη και ζαλισμένη κουκουβάγια,
Ακούγεται η ζωή που σφύζει, ακούγεται
Το θέατρο του πρωινού που αντιπαραβάλει
Με την σκηνοθεσία και τους νόμους του θεού..


[Τι θέλει ένας χορευτής που δεν ξέρει ότι ο θεός είναι ο μέγας χορογράφος;]


Τι θέλει ένας χορευτής που δεν ξέρει ότι
ο θεός είναι ο μέγας χορογράφος;

Τα πόδια του πια δεν πατάνε στην γη
η μουσική που ακούγεται είναι της "λίμνης των κύκνων"

Α, δέσποτα χρόνε, μαέστρο της απονιάς
εξαργυρώνονται όλα τα ηθελημένα μου

Ξόδεψα την ψυχή μου να πεισμώνω ελληνότροπα
δεν θα με καταλάβουν

Πληκτρολογώ λευκά όταν το ηφαιστειακό τους μαύρο περισσεύει

Και καμαρώνω ένα παιδί που παίζει μ' ένα τόπι ίδιο η υδρόγειος 
που φλογερή και υποσχόμενη πολλά μέσα στο μέλλον πάει..


[Ζήσαμε αβέβαια μεροκάματα γεμάτα βέβαια αγκάθια]


Ζήσαμε αβέβαια μεροκάματα γεμάτα βέβαια αγκάθια
τίποτα δεν είναι εύκολο. της φτώχειας το αίμα κοχλάζει
στον εικοστό πρώτο αιώνα ίδιο άγριοι
όσο και στων σπηλαίων τον καιρό.
Τι κάνεις της αγωνίας μας σκαντζοχοιράκι κι αγκυλώνεις
τόσο βαθιά;
Δεν έχουμε ύπνο.
Δεν έχουμε ελπίδα. Δεν έχουμε θεό.
Μας εγκατέλειψε κι αυτός ο απολυμαντικός
που καθαρίζει το μυαλό μας άνεμος ακόμη.

                                                                                  9.2.2010



ΠΡΩΙΝΟ





Στάξαν βαριά χαράματα τα δέντρα
Με το συμβάντο της αποκαθήλωσης του ήλιου 
Μικρές παρηγορήτρες αερούλες στήσανε χορό
Βάλανε τα καλά φορέματά τους
Τώρα το Ιούνιο παιδί γελάει και παίζει
Η θάλασσα το βλέπει ξεπλυμένο
Από το μέλι του καιρού βγήκε η ιστορία
Γριά τσιγγάνα μαυροφορεμένη
Τα λιγδωμένα της μαλλιά είναι σκοινιά του πόνου
Αγχόνες γίνονται για τις αισθήσεις που χωρούνε
Και κλαίει κλαίει το θαύμα τους το ατόφιο.

Η ρίζα του αίματος γέμισε γόπες των τσιγάρων
Η μνήμη απόχτησε γινόμενο και διαιρέτη
Βγήκα στους δρόμους αίθριος, σχεδόν μισός
Για να τελειώσω με τον εαυτό μου.

Μετά μου λες η γη φυγοδικεί
Πλαταίνει η απόλαυση της μοναξιάς με ευχρηστία
Φαντάροι απελπίζονται μ’ επιμονή
Βακχεύουναι στον σάπιο εγωισμό τους αναγκαστικά υποταγμένοι
Ενώ από την ηθική ενός λαμπρού μονοφαγά
Το κράτος φτιάχνει νομοσχέδια της πείνας…


6.6.1983
Ζούμπερι

ΚΥΡΙΑΚΗ





Τώρα φωνάζω και μ’ ακούει ο άνεμος
Και
Μια τρύπια Κυριακή

Δηλητηριάζοντας τον εαυτό μου με μια μουσική
Τρελή
Κ’ έναν εγωιστικό κύκλο χωρίς κέντρο

Ποιος θεός θα βρεθεί για να πάρει 
Στην αγκαλιά του ένα όνειρό μου κατουρημένο,

Όταν σκοντάφτει η λογική στο πεζουλάκι της αγάπης

Όρθιες κοιμισμένες σκέψεις μέσα στο καθημερινό 
Καρβέλι όταν πεινάμε,

Όταν ξυπνάμε από τον λήθαργο και δεν είναι 
Ένας στο πλάι μας

Φωνάζουμε «Αγάπη», ο ορίζοντας μεγαλώνει,
Απέραντος…


24.7.1983
Ζούμπερι

Έντομα είναι ο ύπνος μου αδύνατος κ’ εσύ.


ΙΙ



Έντομα είναι ο ύπνος μου αδύνατος κ’ εσύ.
Που συμφωνούσα κάποτε με το «δεν γίνεται» θυμάμαι
Να κερδίζει σε ύψος το μεσημέρι∙ η κάψα
Να ραγίζει τα τζάμια του
Πάνω στα χούγια του Αυγούστου να αναγνωρίζω
Που απίθωνες ένα τοπίο της Λέσβου απαλά
Στα χέρια μου που τα 'καψε η τύχη.

Σπούσαν τα κουκουνάρια σαν λεπτά
Σ’ ένα ρολόι δευτερόλεπτων αγίου
Τα πεύκα έκαναν όπως που κάνει η λύπη μου
Συνέχεια ξεφλουδίζονταν
Ρέαν γυμνά μέσα στην όραση που σ’ είδε.
Άπιαστη για το βήμα του ματιού
Συγκρατημένη από έναν ψίθυρο ημέρας
Πρόλαβα να σε βρω στο ζόρι που με έσκαβε
Λέγοντας « γειά σου» δίπλα στην ξανθή σου καλημέρα…


12.8.1983
Ζούμπερι

ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ


Από την παλιά σαρκοφάγο επέστρεψε σώμα άϋλο μουσικής

σα να της έφυγε ο νεκρός και άμοιρος από αρχής να αναστήθη’

και στο ψιλό φεγγαρίσιο φως

τσουχτερό κρύο να έκανε ο Γενάρης.



Ακίνητες ώρες

σαν γύρω από μεσάνυχτα

δεύτερες παρουσίες των δέντρων

απ’ το λίκνισμα

μια δω-μια κει

απ’ τον αέρα:

επίμονα οργανωμένη ανατριχίλα.



Το θέατρο αρχαίο που υπάρχει ακόμα,

λιθάρια μαγικά όπου ηχεί ο τραγωδός,

να διδάσκει ακούγεται

από μηχανής θεό,

λύση στο ανθρώπινο.



Βρήκα τις σημασίες που βρήκα ψάχνοντας μες τα ρημάδια της ζωής

ξέροντας πως κάπου σφάλλω

και κυνήγησα του εαυτού μου εφιάλτες

σαν να ήτανε πάλι να ελπίζω να μου πει η μοναξιά

λόγια καημών…

6.1.2008

ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ


    

Ξαφνικά υπάρχει αυτό:

ίσως μπορέσω να υπάρξω έτσι:
μόνος
με το φέρσιμο κάποιου πικραμένου που εχθρεύεται την ζωή.
Όμως
θα ήθελα μια συντροφιά της «καλημέρας» όταν θα ξυπνώ
και μια κουβέντα «καληνύχτας» όταν θα κοιμάμαι!

Επειδή να,....
κουράστηκα  να λέω τ’ όνομα
που φέρνει στην φθορά. Ένα κορίτσι
που μαγνήτισε την ζωή μου στο πόλο της
μ’ ένα αιχμηρό «εγώ» κάποτε η νύχτα
με φεγγάρι επίμονο και αγκαλιά
πηγαίναμε τον ύπνο.
Τα είπε η απώλεια....


Ότι αγάπησα ανυπόστατο προδίνει την αίγλη
που του 'δωσα εξιδανικεύοντας τον λόγο της χάρης.
Ταπεινωμένη, πικρή ζωή,
όνειρο χιλιομπαλωμένο μου-
η χαρά βουίζει μες τα χέρια σαν έντομο
αν του χαϊδέψεις τα φτερά θα λιώσει
μυρίζοντας το άπιαστο...

Την ώρα που το όνομά σου το οριστικό
πέφτει μες τις αόριστες βδομάδες
κι οι μέρες όλες χαλάλι πάνε κι έρχονται
με μια χειρονομία-
«Φύγε. Τι κάθεσαι; »

                                               Αυλίδα 5/9/82

28 Αυγούστου 2015

Των τυμβωρύχων..




Μην χάσεις από πουθενά το μυστήριο
Όπως η εποχή το φέρνει και των αρχαίων
Τελετουργιών διαλευκαίνεται το αληθές περιεχόμενο- ήλιος
Είναι η σκέψη και επάνω στο ασβεστολιθικό απομεινάρι
Λαλεί το πουλί, κερδίζει δικά του τα σύμβολα,
Και η ύλη ποτέ δεν πεθαίνει.
                                              Θρυμματισμένε καθρέφτη,
βρες μου εκ νέου το είδωλο, ανασκεύασε
Την θεωρία, την μέρα, τον τόπο,
Μοίρασε τους κλήρους- η Τύχη παίζει τα παιχνίδια της
Και όταν την καλώ να μου είναι φίλια
Μηδέν το επιθυμητό αποτέλεσμα..

Στάση λεωφορείου…




Το μεσημέρι, λυγισμένο, σαν τόξο, μες την μέρα
φλυαρεί και συγκεράζει
αυτό το βουητό των εντόμων το άξεστο και
το χασομέρι να περνούν μπροστά από τις βιτρίνες οι κυρίες και να ψάχνουν
μια ιαματική εικόνα από κείνες που ανασύρουν
την ευωχία τους της ψυχής-

Αλλά τι ανακαλύπτω, μάγουλο
σαν βερίκοκο και να σε καμαρώνω κοπελιά μου
θεά που περνάς απ' το 'να πεζοδρόμιο στο άλλο και πολύ
όλες οι ώρες οι εντός μου
μπερδεύονται μαζί κι αναστατώνονται;

Φιγουράρεις στην έκπληξη- κι όταν σε είδα
να περνάς χαμογελαστή κάτω απ' την σκιά της μαρκίζας,
να η καρδιά μου
πολλαπλά και ωραία φτερούγησε! Τώρα

Απομακρύνεσαι- συντεταγμένη
να αρέσεις στο έπακρο, αιθεροβατούσα
ως την πιο πέρα στάση του λεωφορείου, εκεί
όπου οι ιδρωμένοι αγαπητικοί σε θέλουν και λοξά κοιτάζουν σαν
ενός φιλιού ουσία
να έχουν στο μυαλό τους και σε όσο
τους έμεινε για να σκεφτούνε, άχρηστο
και φασαριόζικο, μήπως μυαλό..



27 Αυγούστου 2015

Της σελήνης ιντερμέδιο..

Σπαταλήθηκαν οι ζωές μέσα στις ξοδεμένες μέρες, κι εμείς
μετρήσαμε άστρα,
μετρήσαμε μεγέθη ουράνια
ανακαλύψαμε μια εξαργυρωμένη ελπίδα
που λεπτουργήθηκε
από την σμίλη του μυαλού
Εδώ
Ύστερα
Τώρα
ένα φεγγάρι καταλυτικό μαζεύει πίκρες σαν
ένας τεράστιος φωτεινός μαγνήτης
μετατρέπεται
σε ένα σχολείο της νύχτας όπου
φοιτούν
σκιές μαθήτριες και της ψυχής σου πολλαπλές
θλίψεις
βάρβαρες
νικήτριες
μελαγχολίες..





Ιωβηλαίο…






Στην τρυφερή αλόη την αμυντική
χρυσόμυγα τριγύριζε αγαπώντας
την απειλή και την καλαίσθητη αναρχία-

Και στο λεμόνι που έδενε νταή καρπό, ο ήλιος
χάριζε τα πεντόβολα,
του αγίου Φανουρίου η πλατιά
σκέπη όπως
ενός φαντάρου το βασανιστήριο
πολιούχο τον έφτασε,
προστάτη- και βόηθα μας!
Άλλο δεν θα μας μείνει
από την πίστη

Στο τέλος
σβήνονται όλα-
ο χτύπος της καρδιάς μας προδίδει
κοσμοθεωρία ξεστρατισμένη,
τω τρόπω
που ένας άγγελος προβληματίζεται
και μένει
αφηρημένος
να κοιτά στον ορίζοντα
δύουν οι βάρκες
και το στεφάνι του ήλιου κυκλώνει
του βουνού το σκληρό αγέραστο
κρανίο..
ω, κράτος το εύδαιμον!
Για σένα πολύ ονειρεύτηκα…




26 Αυγούστου 2015

Νεότητα πέρα απ' την ανάγνωση..



Τα νερά θα με προδώσουν, τα νερά· κι εσένα
που διαβάζεις την απογευματινή ησυχία και το ναυαγισμένο
όνειρό σου που παρασύρει
ο ποταμός κάτω απ' τα γεφύρια του, ρακένδυτο όταν
θα έρθει το βράδυ να αναγγείλει το πρίμο φεγγάρι του, μια εικασία
όλα να χρησιμοποιηθούν εναντίον σου, καθώς
ο χρόνος εξαφανίζει τις ρυτίδες για να γραφτεί
η ιστορία με το σφρίγος μιας νεότητας που στην δική σου
αρέσκεται να ζει παράλληλα και να προσιδιάζει..




25 Αυγούστου 2015

Μπαλαρίνα των ονείρων..





Θα κοιμηθείς μες το φως κι αντιστρέφοντας
την μελοποιημένη ηλιαχτίδα ως την υποψία
όλα να ξανασυμβούν τα πραγματικά και των κλειστών γεγονότων η τάξη 
να διασαλευτεί ώσπου 
οι θύρες να ανοίξουν της συγκυρίας
ήλιος να λούζει τα γλαυκά πουλιά του ανέμου και ήλιος
να τα βαφτίζει
περιώνυμα
μες το φως.
Τα πέλματά σου δοκοί που επάνω στηρίζεται
μια μοναξιά και μια ψυχή ταξιδεύτρα- φρονούν
βήματα αιθέρια στον καθαρό ύμνο του καλοκαιριού- κι οπόταν
συντυχαίνει ο ζέφυρος με την ευδία και την μιλιά της θαλάσσης καταλαβαίνω πως ώ!
μου 'φτιαξες την καρδιά ωραία στο μέγιστο
μελαγχολικό μου Σαββάτο..



Αποχώρηση..




Πίσω απ' το τζάμι, ο χρόνος διαχειρίζεται μια ιερή διαφάνεια κι εσένα
που εξαϋλώνεσαι λυόμενη σε ωδικά άνθη που ακολουθούν
στην ροή τον αέρα και τον ερωτικό λυπητερό στίχο μου.

Των μαλλιών σου οι κλίμακες βοηθούν τα πουλιά να διαβούν ουρανό.
Σφραγίζεται από μελαγχολία το παράθυρο.
Το σπίτι μένει βουβό και ρημαγμένο.
Ένα χτυποκάρδι ακούγεται από μέσα του, σαν χτύπος
Απ' το ρολόι του τοίχου που μετρά την αμέτρητη μέρα.
Και, όταν χάνεσαι,
μια μουσική μελαγχολική χρωματίζει τον ήλιο με την πορφυρή αναμονή να βγεις στο ξέφωτο ενός έρωτα και να σε ξαναδούμε..





24 Αυγούστου 2015

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ..




Τα μάτια σου
ραφινάρουν την σιωπή και μου την επιστρέφουν σαν υπέρτατο δώρο
που μέσα στον άνεμο φωσφορίζει όπως να θέλει να καίγεται
από της ικμάδας της την τόση την τόλμη.
Τα μάτια σου
είναι δύο λυρικά νομίσματα που με αυτά όλον τον έρωτα εξαργυρώνω
και μένω πάντα μαθητής σε μια λέξη που δεν μπόρεσα ακόμα
να φτάσω την κρυφή μουσική της.
Τα μάτια σου
υπερασπίζονται τον έρωτα με τόσους τρόπους
που η νύχτα γίνεται ένα βιολί που θλιμμένα μιλάει.
Φορώ την μοναξιά μου· κοιμάμαι.
Είμαι τόσο απλός μα εσύ το ξέρω πως αλλιώς με φαντάζεσαι.
Αλλά έχω αποτινάξει από εμένα αυτό το επίτηδες
φιλολογικό τίποτα, έχω αφήσει
να είναι τα λόγια μου τόσο καυτά, σαν κάστανα που ωραία
μια γλύκα του καρπού συλλαβίζουνε, έχω υπάρξει
πικραμένος, κουρασμένος, σχεδόν
όπως όλοι οι άνθρωποι είναι,
μετά που τους ταλαιπωρεί η δύσκολη ζωή-
μικρότεροι κι απ' τον πραγματικό εαυτό τους.
Και σε θέλω. Έρχεσαι
με τα μεγάλα πράσινα μάτια σου
που μια τίγρη που δεν θα εξημερώσω ποτέ μου θυμίζουνε-νικάς
εμένα κι εσένα. Με ρωτάς
πώς γράφω τόσο και τόσα ποιήματα- κι εγώ δεν ξέρω
γιατί ένα χέρι αόρατο μέσα μου οδηγεί.
Προσπαθώ να λέω το φως και των θεών τα σωσμένα.
Καταλαβαίνω
τον χρόνο σαν ένα αγκάθι που πονά
όταν εγώ δεν ξέρω να μιλήσω όπως αρμόζει
ούτε σ' ένα πουλί που συναντάω το ξημέρωμα
να τραγουδά ερωτικά τον μεγάλο καημό του..
Γιατί αποφασίζει τις μελαγχολίες του έρωτα η ζωή..
                                        
                                               31.10.2009

Το καλοκαίρι..



Το καλοκαίρι βάφει τα χείλια του σαν τις ντομάτες
που καμαρώνουν μες τα καφάσια, πάνω στον πάγκο του μανάβη.
Δεν υποψιάζεται
την βραδύκαυστη απειλή να το αφομοιώσει το ρέον φθινόπωρο
με τις βροχές και το επίμονο λάκτισμα
να σπρώξει τα πάντα μες το γκρίζο,
φαιό λιβάδι του.
Διαβάζω την απουσία του όταν η παρουσία δεν είναι παρουσία, μόνο
μια τρυφερή χαρά που λιγοστεύει κάτω από τον ήλιο, μια σαρκοφάγος που κρατά τα απομεινάρια ενός βασιλιά
που κοιμήθηκε λυπημένος κάτω απ' τα εκατοχρονίτικα πλατάνια και τον λιγοστό αέρα που κλονίζει
τις σκέψεις και τις πυκνές πικροδάφνες..
Πυκνό σαν φύλλωμα της μουριάς το καλοκαίρι, αφήνει την στιλπνή του πραγματικότητα να αιωρείται πάνω από του Αυγούστου τις τυχαιότητες αναζητώντας
ένα μελτέμι να παρασύρει τις αναμνήσεις του ωραίες ή κακές, μακριά, εκεί που σβήνει η γραμμή των τεθλασμένων βουνών και ο νοτιάς..


23 Αυγούστου 2015

Ανάδυση…





Βλέπω μια θάλασσα που κινεί λυρικές, μέσα μου, μνήμες,
προσθέτω ευσυνείδητα τον ουρανό και έχω
Ιδέα γόνιμη ταξιθέτρια του φωτός, ω τύχη!

Μια αχτίδα εισβάλει στην γαστέρα της και έχει μετουσιωθεί
κι εκείνο που είδα κι εκείνο που να δω δεν επιτρέπεται-
Ένα μαχαίρι των αποκαλύψεων χειρουργεί βαθιά την θλίψη του έξω κόσμου
κι ο μέσα κόσμος ευωδιάζει και αναστατώνει τα σύμπαντα..

Ω δώρο να είμαι ο νοών το άπεφθο φωνήεν της ημέρας
και της νύχτας,
                           Καθώς μηρυκάζει ο ουρανός έωλα άστρα και
χασμουριέται κάτω από την ζοφερή ανία του, α δώρο
να μου μένει το ποίημα ίζημα λαμπερό μιας θλίψης που είχα και μου την ξέπλυνε η μαργιόλα επική αδούλωτη θάλασσα..


[θα σε συναντήσω εκεί που οι ορτανσίες πάλι επαναστατούν]



Θα πάρω την ομπρέλα μου, τον ενικό μου
τα παλιά μου παπούτσια την μαύρη πέτρα μου
τον ήλιο που φόρεσα, το φεγγάρι
που επιθυμούσα
και θα φύγω για άλλον παράδεισο..

Και θα σε συναντήσω εκεί που οι ορτανσίες
πάλι επαναστατούν και χρώματα κι αισθήματα σημαίνουν.

Έλα πίσω από τον τοίχο του παλιού σπιτιού- έλα να πάρω τα φιλιά σου
και ξέγραψε κάθε που είπα λόγο που δεν σ' άρεσε.

Όταν γευτείς την μοναξιά  που ξέρω
θα θέλεις να συνομιλείς μ' αυτόν τον άγγελο

που σου προσφέρει τώρα ανθοδέσμη εφτά πολύχρωμων δακρύων..

Έχω χορτάσει πια το εγώ μου- έχω θελήσει τον άνεμο..

 

Μια ευγνωμοσύνη που την έχει για τον ουρανό της κι η θάλασσα..

Πόσο κοστίζουν οι λέξεις μου; δύο φιλιά ή τρία 
πέντε ή οχτώ- όταν θα είναι από πλεόνασμα 
των ιδεών το ποίημα
που θα γιγαντωθεί να φτάσει ως το απώτατο
σύνορο του εντός μας Ωραίου..

Μιλώ με την ευφράδεια των ρόδων..

Ξύπνιος από χαράματα και όπως πάντα προσευχόμενος σε Παναγίες..

Τι θέλουν από μένα οι σιωπές και βαρυσήμαντα μιλάνε;

Πότε θα δω απ' τα μελλούμενα να αναδύεται 
ένα φως που θα λύνει το κάθε φαρμάκι;

Έχω χορτάσει πια το εγώ μου- έχω θελήσει τον άνεμο..

Η άνοιξη που μπουμπουκιάζει όλες τις υποσχέσεις
γράφει πολύχρωμα τα νάζια της ανθοφορίας μέσα μου..





Με τόσο ένστιχτο μέσα μου ατιθάσευτο`


Όσο περνούνε τα χρόνια 
το στόμα μου λέει λέξεις που τ' αυτιά δεν πιστεύουνε-
κι εγώ 
το ξέρω: 
τα λόγια μου αδικούν τις αισθήσεις.

Εκείνες είναι τίγρεις που για να επιτεθούνε επιφυλάσσονται
μόνο κοιτούν που ο ήλιος πια δύει 
και ήταν ωραίο σαν αιωνιότητα το μεσημέρι τους.

Με τόσο ένστιχτο μέσα μου ατιθάσευτο
μόνο να νοσταλγήσω την δύναμη ενός θαυμαστικού θα μπορέσω…

27.3.2010



22 Αυγούστου 2015

Επικοινωνία από μακριά…

                                                                                    



                                                                              Στην ποιήτρια από την Χιλή Paty Carvajal

"Τα ωραία ποιήματα
αγγίζουν την μοναξιά και την αγάπη,
δανειζόμενα το χέρι του θεού..", είπε·
και δάνεισε την φωνή του στο σαββατόβραδο· όλα ήσυχα,
η πόλη πέθαινε και ξαναγεννιόταν, ακολουθώντας
την τραγωδία της. Άνθρωποι
βουλιαγμένοι μες τον εαυτό τους, πίνοντας ξεροσφύρι
το ευλογημένο φεγγάρι που πάσχιζε να γεμίσει
με την θρησκεία λαγνεία του.
Νυχτερίδες πετούσαν χαμηλά· η ποίηση ήταν ορατή και μας ένωνε-
Φιλαράκι της μακρινής ηπείρου, φιλαράκι πώς να σε πω- φιλαράκι-
σε νιώθω που αλλάζεις τα ωδικά μου χλιμιντρίσματα σε μία γλώσσα κατανοητή μόνο από
επαναστάτες του ιλαρού φωτός.
  


Η εικόνα…


Ζητώ την εικόνα, είδωλο μακρινό κι αδιάλειπτο
Αντεστραμμένο μες την άθεη αιωνιότητα,
Κλέβοντας χρώμα και σκιά από το υπερπέραν, τοκίζοντας
Το σχήμα της, την μουσική
Του περιβάλλοντος, τον ξαφνικό ήχο
Ενός πουλιού που τρόμαξε και πετά
Προς τον ουρανό αναζητώντας
Ελευθερία χαρά του.
Ζητώ την εικόνα, ζω την καυχησιά της, το μεγαλείο της, την ιερή
Σιωπή της, όταν
Επικρέμαται πάνω από το χάος
Της πραγματικότητας και τα πάντα μέσα μου αλλάζει
Που φλυαρούν να φτάσουν σε μια συμφωνία αναγνωσμένων λόγων και ηθών..



[Φταίω κι εγώ]



Φταίω κι εγώ που είμαι τόσο
μοναχικός, και κλεισμένος στον τελεσίδικα μελαγχολικό ουρανό μου-

φταίω που ανασκάπτω ολοένα μέσα στα συντρίμμια μου
ένα οξυγονούχο όνειρο να βρω-

στενεύουνε πεισματικά οι ορίζοντες

σ’ αυτό το δάσος των παρομοιώσεων που ζω
τα δέντρα είναι θεόρατα
μπηγμένα μες το χώμα των σοφιλιασμένων σωθικών μου-

δεν τρομάζω

ακουμπώ τον έρωτα κι έτσι σώζομαι

είναι κι η εκκωφαντική κραυγή της μέρας
που τρυπά με αισιοδοξία το ξερό πια κεφάλι μου....

                                                                                          3.2.2010






Χοροδιδασκαλείο ερώτων…





Ιππεύει ο καιρός άγριες χίμαιρες
Ιερόσυλα δόγματα ξεστομίζουν οι λάγνοι που αποζητούν
Στο κορμί ηδονές και μαρτύριο
Η τρομαγμένη ψυχή είναι ενδοτική μπαλαρίνα
Χορεύει κάτω από τον προβολέα των αισθήσεων
Και (πώς να το πω;) αφήνεται να την θωπεύουν δαπανηρά
Οι εξουσιαστές και οι προύχοντες- α ατιμία
Όλες οι φιλαργυρίες να μην μπορούν να μου δώσουν
Μια γενναιότητα ποιητική!
Κοιτάζω που χορεύεις Μεσσαλίνα- κοιτάζω-
Σε άλλον πόνο άραγε πονάς, σε άλλη αίσθηση;
Ραγίζονται τα πεζοδρόμια που πάτησες,
Οι περιγραφές για του λόγου σου πάντα ραγίζονται-
Γυναίκα οφιούχα, ντελίριο της λαγνείας
και του εκτυφλωτικού πυρετού..


21 Αυγούστου 2015

Κάλαμος 21.8.2015




Είναι το τυχερό μου σκηνικό: αέρας
να ερωτευτεί τον αέρα και μια ωραία θάλασσα
να αγκαλιάσει  με έρωτα το κορμί μου, σήμερα
που του Αυγούστου ξεθύμανε η ζέστα και η πυκνή
ατμόσφαιρα άφησε τα διαφανή πουλιά της να αναρριχηθούν
ως τον ουρανό που ζαλίζεται
από των νεφών τις ταχύτητες.

Κολύμπησα
μένοντας ευχαριστημένος από το νερό, από την αισιοδοξία του, από
την αέναη  καθαρότητα να του μιλείς και να σ' ακούει,
όπως ενός θεού τ' αυτί, ενώ, μετά,
φάγαμε με τους φίλους στο παλιό σπίτι
χρισμένο ανάμεσα στα πεύκα και τις πικροδάφνες, γελώντας
και επιμένοντας στην παιδικότητα που μας ανήκει
ακόμα κι αν βασανισμένα μεγαλώσαμε.

Έκλεισε σαν μια προσευχή και τούτη η Παρασκευή.
Έμεινε έφηβη ωστόσο, κι αν δεν ήταν.
Την κράτησα στιλπνή μες την ψυχή μου αφήνοντας το χρώμα της να ανήκει σε αυτόν τον χρόνο που με πολεμά
και ούτε του ξεφεύγω ούτε μου ξεφεύγει..



[Είσαι σιωπηλή κι ένας ευκίνητος άνεμος σκουντά τα μαύρα μαλλιά σου.]




Είσαι σιωπηλή κι ένας ευκίνητος άνεμος
σκουντά τα μαύρα μαλλιά σου.
Είσαι συννεφένια και ονειρική που απ’ την σκέψη μου ξεφεύγεις γιατί η σκέψη μου
από μόνη της είναι σύνορο
ενός ανώφελου τώρα στοχασμού.
Το φως σπαθίζει ολόγυρα!
Το φως είναι ένας αιώνιος ύμνος!

Ακούω την καρδιά των πάντων, τα δέντρα
μεγαλώνουν μέσα μου-
το ποίημα είναι μια θάλλουσα φύση
που ακίνητη κινείται προς τον διαρκή θεό.

"Ναι" είναι το κάθε "όχι" που λέω·
κατάφαση είναι η άρνηση-
μιλώ μια γλώσσα πρωτόγονων που θρησκεύουν αγνά.

Οι λέξεις μου είναι πετρώματα που ιριδίζουν-
σκληρά- όπως οψιδιανού ψιθυρίσματα.

Και γίνεται σιγά σιγά μέσα μου
η αναστήλωση ενός συμπαντικού του έρωτα ναού......

                                                                                   19.1.2010




Αέναος επιστροφή…






Επιστρέφω εκεί όπου ποτέ δεν υπήρξα-
παθιασμένος σαν πάντα μ' αυτό το "ποτέ"
κρέμασα φεγγάρια στην κρεβατή μου, κρέμασα άστρα
και κάτι πήρα από της μάνας μου την λεοντή, να κοίτα:
αυτήν την καλογερίστικη διάθεση, μόνος σέρνω
το σιγανό τραγούδι μου και μ' ακούει μοναχά ο ουρανός.. Εδώ

που η φωλιά των πουλιών, λες κι έπεσε μες τα χέρια μου και την υπερασπίζομαι
διαβασμένος να ακούω ρήματα θάλασσας και τελεσίδικες αποφάσεις
λουλουδιών… Εδώ

που η μιλιά μου είναι ένα τρυπάνι που
τρυπανίζει τον ορίζοντα- κλείνοντας
τις εκκρεμότητες με του Θεού την γνώμη και της φύσης τον κουρασμένο πια λόγο. Κρατώ
από του παππού μου τις αγιότητες και λίγο
από το δωρικό συννεφάκι που με γαλούχησε και πλέον εχάθη'…



20 Αυγούστου 2015

[Αυτό που γράφω δεν είναι ένα ποίημα που θα το διαβάσουν οι απόκοσμοι καλόγεροι]

Έτσι που οι υπάνθρωποι δοκιμάζουν την άθλια δύναμή τους
το σύμπαν τρίζει, οι κυβερνήσεις
αυτοκτονούν, το κράτος με την άκρατη αναίδεια
νομοθετεί για την μαζική μας φτώχεια.

Εκεί που ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος στερείται
τον δωρεάν της χάριτος ήλιο.

Αυτό που γράφω
δεν είναι ένα ποίημα που θα το διαβάσουν
οι απόκοσμοι καλόγεροι- είναι

ένα συνοφρυωμένο πρόσωπο της γλώσσας
που μου ανθίσταται
όταν που θέλω να ευθυμήσω..

                                                 11.2.2010


[Ωραία ναυάγησα!]





Διάπυρο ακόμη μέσα μου το μυστικό
των λέξεων  και όπως αναβλύζει
ύδωρ νοήματος μιας τρισχιλιόχρονης γλώσσας
εκεί
που πάω να κοιμηθώ δονώντας με και σύγκορμο με ανασταίνει
με ξυπνάει..
Ωραία ναυάγησα!

ανάμεσα στα λεξιλόγια των φυτών, των λουλουδιών
τους τρούλους, τις εκκλησίες
των δέντρων...Ωραία ναυάγησα!

Ναι, μ’ αρέσουν ακόμα... το γέλιο των
παιδιών, το φορτισμένο μ’ αθωότητα
κλάμα, το φιλί στα κλεφτά.

Κι όπως χτυποκαρδίζει ωραία η κοπέλα,
η αυγή που μυρίζει σπέρμα της γης
επάνω στα μουσκεμένα με το αγιάζι χόρτα,
το πουλί που κελαηδάει με πάθος μουσικά ερυθρό,
το δέντρο
που στηρίζει την λατινική του ονομασία
ρίχνοντας τον βαριό του ίσκιο πάνω
στην ράχη της φιλόξενης γης...



                                             7.2.2010

[Μια στιγμούλα τόσο γαλάζια μια στιγμούλα πολύτιμη]

Μια στιγμούλα τόσο γαλάζια μια στιγμούλα πολύτιμη
όπως κομμένη απ’ το νομισματοκοπείο
το αρχαίο της θάλασσας-

μια στιγμούλα νεράιδας
μες απ’ τον τιναχτό αφρό του κύματος που ξαφνικά
έφτασε να την πάρει ανάμεσα στα πόδια της η αμμουδιά
που μες τον ήλιο ντάλα καλοκαίρι έβραζε.

Μια στιγμούλα γαλάζια.

Δυο αρμυρίκια είπανε αθάνατο τον ήλιο.
Μια αλκυόνα χαμηλά ήρθε και πέταξε.

Και το απομεσήμερο φύσηξε μες την σάλπιγγα της έμπνευσης
μια νότα ήλιο.




Λοιπόν, αυτό που αντέχω είμαι..


 

Λοιπόν, αυτό που αντέχω είμαι..
Ένας άνεμος γόης που πάνω από τα πράγματα γράφει
την εγωιστική του έμπνευση. 

Λέω με τρόπους των χρωμάτων τα πάντα. Δεν έχω
περιουσίες ανθρώπινες.
Όλα θνητά και τελειωμένα μου μιλάνε.
Να αντέξω τουλάχιστον το πλάσμα που είμαι..
Να μείνω στον αιώνα αθώος..
Πόσα ρήματα ανθρώπινα ξεκαρφώνει για να μείνει 
στο βασίλειό του εκεί ο θεός- 
πόσο κουράζει τις τιμωρημένες ψυχές μας;

Γέρνω να κοιμηθώ κι ο ύπνος δεν με παίρνει.
Έχει στερέψει μέσα μου των αισθημάτων η θάλασσα..

Αν μείνω γαλάζιος, 
ίσως να γίνει ομόθρησκός μου ο ουρανός..

Μάρτης 2010




Έξη η ώρα το πρωί


Έξη η ώρα το πρωί- άφεγγα ακόμη- ο ουρανός έχει μια θλίψη από μετάξι..

Δυνατά κίτρινα φώτα 
όλων τις υποστάσεις παραμορφώνουνε 
κι είναι σαν να κρατά επιφυλάξεις για την ησυχία της η νύχτα.

Που σε ξέρω να λύνεις της ζωής μου το αίνιγμα
σφήγκα που δεν την θέλουν οι άνεμοι
έλα τώρα, 
μέσα σε τούτη την εμπνευσμένη φωτιά
των άστρων που ξανά σου μιλάνε..

Και πάρε την σιωπή που έγινε σαν ένα κομπολόι που το παίζουν τα μεσάνυχτα
και το κρατά καλά μέσα στην απεραντοσύνη του ο ουρανός..




19 Αυγούστου 2015

Πρωινό άνθος…





Κρέμεται ένα λουλούδι αμβρόσιο
Το ζεύω στο άρμα μιας νίκης
Αφηνιασμένο άρωμα της Ομορφιάς
Πρωινό κρατά την σημαία ψηλά, ο ήλιος θάρρητα έχει
Μπατάρει τις ψαρόβαρκες, κυκλώνει τον πλατύ ελαιώνα
Των πουλιών οι λαίλαπες κινούν για της χαράς τα λιβάδια
Εμμένουν σε πυρ παραδείσιο, εμμένουν
Σε μουσική αυθόρμητων καημών
Αχ αναστενάζει η γοργόνα κι αχ
Αναστενάζει ο κάβουρας
Ο έρωτας τρυπά τα αυτιά των μελισσών και να δεις ωδικά σκουλαρίκια!


Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου